«Σε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα σταματάει απότομα το αυτοκίνητο και πετιούνται μέσα από τα καλαμπόκια κάτι τυπάδες με όπλα. Μπροστά τους είχανε χάρτινες σακούλες...».....
Άγνωστες πτυχές από τη ζωή του αγαπημένου λαϊκού τραγουδιστή Βασίλη Καρρά. όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος, περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Καλησπέρα και καλή βραδιά» που πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 16 Μαΐου.
Αίσθηση προκαλεί η γλαφυρή περιγραφή του αξέχαστου ερμηνευτή στον Θάνο Κανούση που έγραψε τη βιογραφία του (αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύει αποκλειστικά το«Θέμα»), για την... κινηματογραφική απαγωγή του, το 1996, σε χωριό του Αγρινίου, όπως αναφέρει το βιβλίο, πριν από τη διεξαγωγή ενός πανηγυριού.
Εκτός από τις επιτυχίες και την αγάπη του κόσμου, ο Βασίλης Καρράς γνώρισε, από πρώτο χέρι, και το σκληρό πρόσωπο της νύχτας. Μαφία, μαχαιρώματα, απειλές, τραυματισμούς μέχρι και απαγωγή βίωσε, το 1996, όταν είχε πάει σε ένα χωριό του Αγρινίου για να τραγουδήσει σε ένα πανηγύρι. Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που έμενε συναντά δυο τύπους που προθυμοποιούνται να τον μεταφέρουν στο γήπεδο όπου θα τραγουδούσε. «Πάμε», τους λέει ανυποψίαστα ο Βασίλης. «Ξέρεις πού είναι το χωριό έτσι; Γιατί εγώ δεν ξέρω την τύφλα μου». «Θα σε πάμε εμείς, άρχοντα», του λέει ο τύπος. «Μη σε νοιάζει». Αρχισε να σουρουπώνει για τα καλά, μπήκαν σ’ ένα καινούριο αυτοκίνητο και κίνησαν για το πανηγύρι. Σε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα σταματάει απότομα το αυτοκίνητο και πετιούνται μέσα από τα καλαμπόκια κάτι τυπάδες με όπλα. Μπροστά τους είχανε χάρτινες σακούλες από τα τσιμέντα Ολυμπος, όπως θυμάται ο Βασίλης, για να μη φαίνονται. Μετά τα πετάξανε, τον βάλανε με το ζόρι σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο μέσα στα σκοτάδια και τον πήγαν σ’ ένα σπίτι που ήταν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό. Ο Βασίλης τα έχασε. Δεν περίμενε ποτέ στη ζωή του πως θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τον έκλεισαν σ’ ένα δωμάτιο με μια γκαζόλαμπα και περίμενε. Οι ώρες είναι ατελείωτες, τα λεπτά αιώνας και η αγωνία με τον φόβο τον τραντάζουν.
«Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν από μένα;» αναρωτιέται. Ηταν η πρώτη του σκέψη. Ενώ κατάλαβε μετά από λίγη ώρα τον λόγο της απαγωγής του, δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τη συνέχεια. Το μυαλό του πήγαινε και σε χειρότερα σενάρια.
Κατά τις 12.30 μπαίνει ένας τεράστιος τύπος, σαν «ντουλάπα», και τον χαιρετά σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο Βασίλης είχε πάνω του ενενήντα δραχμές. Τους τα δίνει και τους λέει «ρε παιδιά, μη με ταλαιπωρείτε άδικα. Αμα είναι για χρήματα, αυτά που έχω πάνω μου, είναι ενενήντα χιλιάδες, πάρτε τα ογδόντα, αφήστε μου κάνα δεκάρι σ’ εμένα να βάλω βενζίνη και αφήστε με να πάω στο χωριό να τραγουδήσω. Με περιμένει πολύς κόσμος».
«Καλά, καλά», του λέει η «ντουλάπα» και του παίρνει όλα τα χρήματα. Κατά τις τρεις το βράδυ τον μεταφέρουν πάλι και τον αφήνουν εκεί από όπου τον είχαν πάρει.
Η αγωνία και ο φόβος του Βασίλη ήταν έξω από τα ανθρώπινα όρια γιατί δεν ήξερε τι άλλο τον περίμενε! Μέσα στα σκοτάδια, εκείνο που θυμόταν ο Βασίλης ήταν πως πάνω στο βουνό φαινόταν ένας μεγάλος φωτισμένος σταυρός που τον είχε δει όταν τον κατέβασαν μέσα στα καλαμπόκια. Δεν ήταν και λίγο αυτό που του συνέβη. Σαν γκανγκστερική ταινία τρόμου.
Αργότερα έλεγε στους συνεργάτες του: «Ξέρεις τι είναι να ’σαι μόνος σου στο πουθενά, η συναυλία να μην ξέρεις τι έχει γίνει ή μάλλον να ξέρεις πως δεν θα γίνει ποτέ, να μην ξέρεις πού βρίσκεσαι και να είσαι σίγουρος πως οι δικοί σου θα έχουν βάλει στο μυαλό τους όλα τα κακά του κόσμου;».
Μέσα στη νύχτα και στην αγωνία του, παντού έβλεπε καλαμπόκια, η ώρα ήταν περασμένες τρεις, δεν ήξερε πού βρισκόταν και κοιτούσε γύρω του να βρει μια λύση. Πήρε τον χωματόδρομο και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξαφνικά ένα αγροτικό αυτοκίνητο Opel εμφανίζεται από το πουθενά. Ηταν ένας αυγουλάς που μετέφερε αυγά και πήγαινε στη λαϊκή. Μόλις βλέπει τον Βασίλη ο χωρικός, τον αναγνωρίζει βέβαια, και τρελαμένος από την έκπληξη του λέει: «Βασίλη, τι θες εδώ; Δεν πήγες στη συναυλία;»
«Ασ’ τα αυτά, φίλε», του λέει ο Βασίλης. «Ασ’ το τώρα, μην τα σκαλίζεις, είναι μεγάλη ιστορία, θα σ’ την πω στον δρόμο. Πήγαινέ με, σε παρακαλώ, στο γήπεδο που θα γινόταν η συναυλία γιατί θα ανησυχούν οι δικοί μου».
Οταν ο Βασίλης εμφανίστηκε στο γήπεδο με τον αυγουλά, η ορχήστρα, ο αδερφός του ο Δαμιανός και όλος ο κόσμος του πανηγυριού, που ήταν ανήσυχοι και είχαν καταλάβει πως κάτι κακό συνέβη στον Βασίλη, τον αγκάλιαζαν και τον φίλαγαν κλαίγοντας. Η συναυλία βέβαια δεν έγινε ποτέ και ο Βασίλης, αφού ηρέμησε, προσπάθησε να ηρεμήσει και τους υπόλοιπους όσο μπορούσε: «Ολα καλά, παιδιά, πάμε σπίτι μας τώρα»...
Ο Βασίλης, βέβαια, δεν σταμάτησε εκεί. Εψαξε και βρήκε όλη την αλήθεια. Οπως πολύ σοφά είπε: «Οταν φτάνεις στην αλήθεια και βλέπεις καθαρά και ποιοι είναι πίσω από την ιστορία, καλύτερα είναι να τα παρατήσεις και να μην προχωρήσεις, γιατί θα μπεις σε μπελάδες. Να μην το προχωράς παρακάτω το θέμα, για να μη γίνει μεγάλο κακό».
Πάντως από αυτή την εμπειρία ανακάλυψε πως πίσω από την ιστορία ήταν άνθρωποι που έβαζες για πάρτη τους το χέρι σου στη φωτιά. Ηταν άνθρωποι υπεράνω υποψίας, που λες «δεν μπορεί να μου το ’καναν αυτό στη ζωή μου». Κι όμως, πολλά πράγματα συμβαίνουν στη ζωή, από ανθρώπους που δεν το περιμένεις!»
sinidisi.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο