Μεσολόγγι και Αιτωλικό
Τα σοβαρά γεγονότα μέχρι την απελευθέρωσή τους στις 2 Μαΐου 1829
Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Αξιωματικός ΠΝ, Συγγραφέας – Ερευνητής- Ιστορικός.....
Μετά τη συνθηκολόγηση στις 13 Μαρτίου 1829 της φρουράς των Τουρκαλβανών του Αντιρρίου, ακολούθησε στις 18 Απριλίου 1829, μετά από παρόμοια συνθήκη και η αντίστοιχη φρουρά της Ναυπάκτου, που είχε παραμείνει σε όλη τη διάρκεια της εθνεγερσίας υπό την κατοχή των Οθωμανών. Κατόπιν, η στρατιωτική δύναμη των Ελλήνων η οποία την πολιορκούσε, από 4000 περίπου πεζικό, και ιππικό, κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι και το Ανατολικό (Αιτωλικό)[1], για να καταστήσει πλέον στενή, εκτός από τη θάλασσα και την συνεχιζόμενη από την ξηρά πολιορκία τους. Οι δύο πόλεις, πέρα από το Βραχώρι (Αγρίνιο)[1], το οποίο απελευθερώθηκε οριστικά στις 25 Απριλίου 1829, ήταν οι μόνες που παρέμεναν ακόμη στα χέρια των Οθωμανών στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Η Αλβανική φρουρά τους είχε περιέλθει σε δεινή θέση, επειδή, εκτός από την απομόνωσή τους, – ήδη το φθινόπωρο 1828 η Πελοπόννησος είχε πλήρως απελευθερωθεί από τις δυνάμεις του Γάλλου στρατάρχη Μαιζών – αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού λόγω του στενού αποκλεισμού από ξηρά και θάλασσα, αλλά και της κόπωσης, καθώς και της απογοήτευσης που αισθάνονταν από τους πολυχρόνιους αγώνες που έδωσαν μακρυά από την πατρίδα τους, χωρίς ανάλογη ανταμοιβή. Στην αποθάρρυνσή τους συνέβαλε και η μετάθεση τον Μάρτιο 1829 του δραστήριου Κιουταχή από την Άρτα στο Μοναστήρι (Μπιτώλια), λόγω προαγωγής του στο αξίωμα του Βεζύρη, ενώ ο αντικαταστάτης του, ο γιος του Εμίν, δεν διέθετε ανάλογα ηγετικά προσόντα. Επίσης, ευνοϊκή απήχηση στους Αλβανούς είχε και η πιστή τήρηση από τους Έλληνες των πλεονεκτικών όρων της συνθηκολόγησης των φρουρών τόσο στο Αντίρριο όσο και στην Ναύπακτο, γεγονός που διασκέδασε αρκετά τις σχετικές επιφυλάξεις τους.
Το πρόσφορο αυτό κλίμα προσπάθησε να εκμεταλλευθεί ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο οποίος είχε διορισθεί από τον αδελφό του «Πληρεξούσιος Τοποτηρητής» στην Στερεά Ελλάδα στις 23 Ιανουαρίου 1829 με το υπ’ αρ. 8905 διάταγμα και χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του επιφανούς οπλαρχηγού Γ. Βαρνακιώτη που είχε, εν τω μεταξύ, πλήρως αποκατασταθεί, μετά την μακρά «απραξία» του. Απευθύνθηκε προς αυτόν, χωρίς χρονοτριβή με τρεις προτρεπτικές και εγκωμιαστικές επιστολές (26 Μαρτίου, 10 και 24 Απριλίου), τις οποίες διέσωσε ο Κάρπος Παπαδόπουλος[2] και τον κάλεσε να συναντηθούν στην ελεύθερη νησίδα του Άη Σώστη της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, ενώ ταυτόχρονα τον επιφόρτισε να ενεργήσει επιτήδεια, ώστε να επιτύχει γρήγορα και αναίμακτα τη συνθηκολόγηση των Αλβανικών Φρουρών Μεσολογγίου και Ανατολικού.
Ο Βαρνακιώτης πράγματι έσπευσε στον Άη Σώστη, αναμένοντας τον Αυγουστίνο και απ’ εκεί έστειλε τον γυναικάδελφό του, Μεσολογγίτη αγωνιστή, Γεώργιο Κουτσούμπα στην πόλη, για να προτείνει τη συνθηκολόγηση της Αλβανικής φρουράς, χωρίς όμως αυτή να γίνει αποδεκτή από τον σκληροτράχηλο αρχηγό τους Μουσταφά Γκιριτλή Αγά. Ωστόσο, ο Γ. Βαρνακιώτης φρόντισε να τηρήσει με αλληλογραφία τακτική επαφή με τον παραπάνω αρχηγό, με τον οποίο άλλωστε ήταν από παλιά γνώριμοι.
Ύστερα από μερικές ημέρες, περί τα τέλη Απριλίου, κατέπλευσε στον Άη Σώστη και η θρυλική φρεγάτα, το δίκροτο «Ελλάς» προερχόμενη από τη Ναύπακτο με επιβαίνοντες τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Νάξιο διπλωμάτη – φιλικό Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην συνθηκολόγηση των φρουρών Αντιρρίου και Ναυπάκτου, για τον προσφορότερο συντονισμό των ενεργειών.
Αντιδράσεις Άγγλων
Εν τω μεταξύ, ο Άγγλος Μοίραρχος πλοίαρχος Ρ. Σπένσερ, που είχε καταπλεύσει με την πολεμική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» στην Πρέβεζα περί τα μέσα Απριλίου, ενημερώθηκε από τον εκεί Άγγλο Υποπρόξενο Μάγερ, πως το Μεσολόγγι πολιορκείται από τους Έλληνες στενά από ξηρά και θάλασσα και ότι επίκειται η πτώση του. Παράλληλα, πήρε άνωθεν εντολή να σπεύσει στο Μεσολόγγι και να διαλύσει τον θαλάσσιο αποκλεισμό, ώστε να προληφθεί η συνθηκολόγηση της φρουράς του. Τούτο, προφανώς γιατί οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, με πρωτοστατούσα την Αγγλία, σχεδίαζαν τότε την αναγνώριση αυτόνομου Ελληνικού Κράτους φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο, το οποίο θα περιλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ας σημειωθεί, ότι ο Άγγλος φιλέλληνας Πρωθυπουργός Γεώργιος Κάνινγκ[3] είχε πεθάνει αιφνιδίως τον Αύγουστο 1827, ενώ, ο διάδοχός του από τον Ιανουάριο 1828 Στρατάρχης Ουέλλιγκτων, ο θριαμβευτής του Βατερλώ, τηρούσε πολύ εφεκτική στάση έναντι των Τούρκων και εξαιρετικά φειδωλή προς τους Έλληνες. Άλλωστε και η εκκένωση (αποπομπή) των αμάχων της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και του Μεσολογγίου από την νήσο Κάλαμο το φθινόπωρο 1828 και η μεταφορά τους στην περιοχή των Πατρών, οφείλεται μάλλον στη μεταβολή «επί τα χείρω» της πολιτικής των Άγγλων απέναντί μας.
Ο Σπένσερ, κατά την πορεία του προς νότο, στο πλαίσιο της αποστολής του, υπέδειξε στον Έλληνα Υποναύαρχο Αντώνιο Κριεζή, που επέβαινε στον «Επαμεινώνδα», απ’ όπου υποστήριζε τις χερσαίες Δυνάμεις των Ελλήνων, να λύσει τον αποκλεισμό του Αμβρακικού Κόλπου και να απομακρύνει τη Μοίρα του από τα παράλια της Ακαρνανίας. Συνεχίζοντας, ωστόσο, το «Μαδαγασκάρη» την κίνησή του, συνάντησε ενάντιους ανέμους, οι οποίοι το υποχρέωσαν, μέχρι να κοπάσουν, να προσορμισθεί επί 2ήμερο στο νησάκι Πεταλά, βόρεια από τις εκβολές του Π. Αχελώου. Απ’ εκεί, ο επίμονος και φλεγματικός Σπένσερ δεν έμεινε αδρανής και έστειλε με τον πεζοπόρο αγγελιαφόρο Στάθη Τζανάκη γράμματα στους Αρχηγούς των Αλβανικών φρουρών Αιτωλικού και Μεσολογγίου, με τα οποία τους ειδοποιούσε ότι κατέφθανε για να τους βοηθήσει και τους παρότρυνε να συνεχίσουν την αντίστασή τους. Κατ’ ευτυχή, όμως, συγκυρία, ο Αχελώος λόγω εποχής ήταν πλημμυρισμένος και εμπόδισε τη διάβασή του Τζανάκη ή ενδεχομένως και ο ίδιος προφασίσθηκε αργότερα σχετική αδυναμία διασχίσεως του ποταμού, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή του Σπένσερ να αποβεί άκαρπη, ενώ όμως αυτός είχε μείνει με την εντύπωση ότι οι επιστολές του είχαν εγκαίρως επιδοθεί.
Όταν τελικά, στις παραμονές υπογραφής της συνθήκης, το «Μαδαγασκάρη» κατέπλευσε πλησίον του Άη Σώστη, ο Σπένσερ επιδίωξε επειγόντως να συναντηθεί αρχικά με τον Μιαούλη και κατόπιν με τον Αυγουστίνο, για να ζητήσει τη λύση του αποκλεισμού. Οι παραπάνω, όμως, για να καθυστερήσουν την ανεπιθύμητη συνάντηση, τήρησαν παρελκυστική τακτική προς κέρδος χρόνου και παράλληλα κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να αποτραπεί η επαφή Σπένσερ και Αλβανών.
Στο διάστημα αυτό, οι δύο Έλληνες μεσολαβητές Γ. Βαρνακιώτης και Ι. Παπαρρηγόπουλος πέρασαν με βάρκα στο Μεσολόγγι και τελικά κατάφεραν να πείσουν τους Αλβανούς Αρχηγούς για το μάταιο της αντίστασής τους, με το πρόσθετο επιχείρημα ότι δήθεν το «Μαδαγασκάρη» είχε έλθει σε επικουρία των Ελλήνων. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε να καμφθούν και οι τελευταίες αντιρρήσεις των Αλβανών και να υπογραφεί επιτέλους η συνθήκη παράδοσης και των δύο πόλεων στις 2 Μαΐου 1829, ενδεχομένως προχρονολογημένα αντί της πραγματικής 3 ή 4 Μαΐου.
Εν τέλει, η συνάντηση Αυγουστίνου και Σπένσερ πραγματοποι-ήθηκε στις 3 Μαΐου, οπότε έκπληκτος ο τελευταίος πληροφορήθηκε τα της συνθηκολόγησης των Φρουρών και «μη δυνάμενος να μεταβάλη τα πεπραγμένα ανεχώρησεν εν οργή και αγανακτήσει». (Παπαδόπουλος Κάρπος, Ό.π. σ. 217).
Ο επίλογος αυτού του σοβαρού επεισοδίου, σύμφωνα με την αφήγηση του Ν. Σπηλιάδη[4], γράφτηκε ως εξής μετά από λίγες ημέρες, προς μεγάλη απογοήτευση των Άγγλων για τη ματαίωση των επιεικώς απαράδεκτων σχεδίων τους: «Μετ’ ολίγον ελθών και ο Μάλκολμ[5] εις Γλαρέντσαν, επί σκοπώ να λύση τον αποκλεισμόν του Μεσολογγίου, έστειλε κορβέτταν Αγγλικήν και προσεκάλεσε τον Μιαούλην να υπάγη εις συνέντευξίν του και ούτος ητοιμάσθη να υπάγη με την λέμβον του. Αλλ’ εκείνος, αμ’ ακούσας από τον πλοίαρχον της κορβέττας ότι εκυματίζετο η Ελληνική σημαία εις τα φρούρια Μεσολογγίου και Αιτωλικού, έλυσε πανιά και απήλθεν».
Η σημασία της απελευθέρωσης των δύο πόλεων
Τελικά και οι δύο πόλεις, που συνδέονται αναπόσπαστα και ανέκαθεν με κοινούς αγώνες, ασχολίες, ήθη και έθιμα, συγγενικούς δεσμούς, γλωσσικό ιδίωμα κ.ά. απελευθερώθηκαν, όπως προείπαμε, οριστικά[6] με την ίδια συνθήκη στις 2 Μαΐου 1829 (παράρτημα Α΄). Το γεγονός αυτό χαιρετίσθηκε με ιδιαίτερη λαμπρότητα από το αναγεννώμενο Έθνος, αλλά και τους Ευρωπαϊκούς και όχι μόνο λαούς. Ενδεικτικά, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄, ο πατέρας του Όθωνα, αφιέρωσε για την ανάκτηση του Μεσολογγίου σχετικό ποίημα, όπως είχε κάνει και κατά την κατάληψή του.
Έκτοτε άρχισε σταδιακά από τις 6 Μαΐου και για αρκετά χρόνια η επανίδρυσή των δύο πόλεων και η επανεγκατάσταση μέρους των διασω-θέντων πολύπαθων κατοίκων τους. Πολλοί είτε χάθηκαν είτε εκπατρί-σθηκαν ή και το τραγικότερο βίαια εξισλαμίσθηκαν!!
Η ευρύτερη, ωστόσο, σημασία της οριστικής απελευθέρωσής τους, η οποία σήμαινε ταυτόχρονα και την αντίστοιχη της Δυτικής (Στερεάς) Ελλάδος, πλην της Πούντας (του Ακτίου), συνδυαζόμενη με την λίγο αργότερα αίσια έκβαση της μάχης στην Πέτρα της Βοιωτίας (12/9/1829) στην Ανατολική (Στερεά) Ελλάδα, της τελευταίας μάχης του Αγώνα, ήταν τεράστια.
Η εν συνεχεία μεθοδική και αριστοτεχνική στον διπλωματικό τομέα προσπάθεια του Ιω. Καποδίστρια, με βάση κυρίως τα γεγονότα αυτά, συντελούντων και άλλων ευνοϊκών παραγόντων, όπως η υπέρ των Ρώσων έκβαση του Ρωσοτουρκικού πολέμου με την υπογραφή της συνθήκης της Αδριανούπολης (2/14 Σεπ. 1829), αποσόβησε τον επικρεμάμενο κίνδυνο. Ήτοι της δημιουργίας αυτόνομου κρατιδίου φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο με υπό συζήτηση σύνορα, περιλαμβάνοντα, ενδεχομένως, μόνο την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και μέρος της Αττικής.
Έτσι, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου 3ης Φεβρουαρίου 1830, των τριών Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων της εποχής, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, η Ελλάδα για πρώτη φορά αναγνωριζόταν ως πλήρως ανεξάρτητο κράτος, με αρχικά σύνορα – κατόπιν πιέσεως των Άγγλων οι οποίοι τότε δεν επιθυμούσαν την άμεση γειτνίασή μας στο Ιόνιο πέλαγος – τα εξής: εκβολές Αχελώου – μέση γραμμή των λιμνών Λυσιμαχίας και Τριχωνίδας – Ορεινή Ναυπακτία – Βαρδούσια (Αρτοτίνα) – Οίτη – εκβολές Σπερχειού – Εύβοια – Κυκλάδες. (Εκδ. Αθηνών, ΄Οπ. π.σ. 536,537).
Επίλογος
Ωστόσο, το γεγονός ότι αφενός και κυρίως είχε απελευθερωθεί ολόκληρη σχεδόν, πλην της Πούντας (του Ακτίου), η Στερεά Ελλάδα και αφετέρου σταδιακά είχε μεταστραφεί η Αγγλική εξωτερική πολιτική – είχε εν τω μεταξύ επισυμβεί και η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια τον Σεπτέμβριο 1831, καθώς και η μη αποδοχή του Ελληνικού θρόνου από τον πρίγκιπα του Σαξ Κοβούργου Λεοπόλδο, λόγω της δυσμενούς χάραξης των συνόρων- κατέστησαν ιδίως όλα αυτά δυνατή την επαναδιαπραγμάτευση και αναθεώρηση των όρων της παραπάνω συνθήκης. Έτσι, με το νέο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18ης Αυγούστου 1832 καθορίσθηκαν τα τελικά μας σύνορα επί της μέσης γενικής γραμμής Αμβρακικός, πλην Πούντας (Ακτίου) – Παγασητικός κόλπος – Εύβοια – Σποράδες – Κυκλάδες, τα οποία, με την προσάρτηση το 1864 και των Ιονίων Νήσων, διατηρήθηκαν μέχρι το 1881. (Εκδ. Αθηνών, Όπ. Π.σ. 577).
Παράρτημα Α’
Συνθήκη
Παραδόσεως Μεσολογγίου – Ανατολικού στις 2 Μαΐου 1829
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Φ35, 8/5/1829.
«Γενομένη μεταξύ Μουσταφά Κρητικού πληρεξουσίου του Φρουρίου Μεσολογγίου και Ανατολικού και λοιπών πρωτίστων Οθωμανών και του κ. Καπετάν Γεωργάκη Βαρνακιώτου και του κ. Ιωάννου Παπαρρηγοπούλου, κατ’ επιτροπήν του Εκλαμπροτάτου Πληρεξουσίου Τοποτηρητού του Κυβερνήτου της Ελλάδος.
Αφού οι εν Μεσολογγίω και Ανατολικώ Οθωμανοί επολιορκήθησαν και επολεμήθησαν δια ξηράς και δια θαλάσσης δια πολύν καιρόν, βλέποντες, ότι δεν μπορούν να αντιτείνουν περισσότερον απεφάσισαν, ως ακολουθεί:
Α. Να υπάγουν δια θαλάσσης αι φαμιλίαι των εις Μεσολόγγιον και Ανατολικόν Οθωμανών συντροφευμέναι με τους άνδρες των, συμποσούμεναι όλαι σχεδόν ψυχαί εξακόσιοι, και να πληρωθεί ο ναύλος έως εις Σαγιάδαν ή Πρέβεζαν από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Τα άνω πλοία θέλουν είναι συντροφευμένα από δύο πολεμικά δι’ασφάλειαν.
Β. Αι άνω φαμίλιαι θέλουν εμβαρκαρισθή ευθύς οπού ειδοποιηθούν, ότι τα πλοία είναι έτοιμα, παίρνοντας μαζί τους όσα από τα κινητά των είδη ή πράγματα θελήσουν, εκτός των ζώων.
Γ. Ευθύς όπου αι φαμίλιαι έμβουν εις τα πλοία, όλα τα λοιπά στρατεύματα με τα ζώα των θέλουν αναχωρήσει δια ξηράς παίρνοντας ενέχυρα αμοιβαίως κατά την θέλησιν του Καπετάν Γεωργίου Νικολού, όστις θέλει τους συντροφεύσει έως την Μπούνταν (‘Ακτιον) Πρεβέζης δια να μην ενολχηθούν καθ’ οδόν.
Δ. ‘Ολοι τόσον οι δια ξηράς, καθώς και δια θαλάσσης, θέλουν αναχωρήσει με τα άρματά των και λοιπήν κινητήν περιουσίαν.
Ε. Αφού έμβουν εις τα πλοία αι φαμιλίαι των, θέλουν διορισθή εκ μέρους του Πληρεξουσίου Τοποτηρητού δύο γυναίκες δια να εξετάζουν με ακρίβειαν, και όσαι γυναίκες θέλουν να μένουν με τους Οθωμανούς, να μένουν με αυτούς, όσαι δε θελήσουν να μένουν με τους Χριστιανούς να μένουν με αυτούς. Εάν καμμία από εκείνας που μένουν με τους ‘Ελληνας, έχη παιδίον ομολογούμενον από την ιδίαν μητέρα, ότι είναι από Οθωμανόν, να το κρατή ο πατήρ του.
ΣΤ. Τα ανήλικα, είτε θηλυκά, είτε αρσενικά παιδία, όντα ολιγώτερα των δεκατεσσάρων χρόνων, εάν είναι και Τουρκευμένα, να κρατώνται από τους ‘Ελληνας χωρίς να εξετάζεται η θέλησίς των, τα οποία υπόσχονται οι Οθωμανοί να φανερώσουν όλα, και εάν ευρεθή κανένα χωρίς να το παραστήσουν, ή θέλοντας να το περάσουν δια Τούρκον, θέλουν είναι παραβάται της συνθήκης.
Ζ. ‘Οσα πράγματα έχουν ίδια κινητά, τα οποία θέλουν να πωλήσουν, εμπορούν να τα δώσουν εις όποιον θέλουν, όμως χωρίς άργηταν.
Η. Τα Ελληνικά στρατεύματα δεν θέλουν εμβή, ούτε πλησιάσει εις το φρούριον Μεσολογγίου, εάν πρώτον δεν έβγουν όλοι οι εν αυτώ Οθωμανοί.
Της παρούσης συνθήκης έγειναν δύο ίσα και επεκυρώθησαν από τον Πληρεξούσιον Τοποτηρητήν και εσφραγίσθησαν από τα μέρη αμφότερα, δια να έχουν όλην την ισχύν και βεβαιότητα.,
Προσθέτονται ότι εις την άνω συνθήκην εννοούνται και οι εν τω Ανατολικώ Οθωμανοί.
Εν Μεσολογγίω 2 Μαΐου 1829
Μουσταφάς Γκιριτλής Γεώργιος Βαρνακιώτης
Χασάν Τοπζήμπασης Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος
Πέσος Ασήμπεης
Σούφας Ζάνης
Σούφας Ζουλίου Φκιάρης
Χατζή Χουσένης
Φετάγιας Ουσπτόπλης
Βιβλιογραφία – Πηγές
Α’ Ελληνική
1. Γενικά Αρχεία Κράτους.
2. Γενική Εφημερίς Ελλάδος.
3. Ιω. Διονυσάτου: «Βραχώρι 11 Ιουνίου 1821», Αγρίνιο 2006.
4. Νικ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», Αθήναι 1939.
5. Νικ. Κολόμβα: «Μεσολόγγι 1821 – 1829, Οι Αθάνατοι Πρόμαχοι», Αθήνα 1998.
6. Β.Ι. Λαζανά και Λ. Μυγδάλη: «Το ‘Επος του Μεσολογγίου», Αθήναι 1991.
7. Βασ. Λαμπρόπουλου: «Μεσολλόγγι, Η Ιερή Πόλη, Μήτρα της Ελλάδος», Αθήνα 2003.
8. Ιωάννου – Ιακώβου Μάγερ: «Ελληνικά Χρονικά», Αθήναι 1929.
9. Νικ. Μακρή: «Ιστορία του Μεσολογίου», Αθήναι 1959.
10 Κων. Πετρονικολού: «Προσκυνητής στο Μεσολόγγι», Γιάννινα 1969.
11 Ιω. Ραζή-Κότσικα: Συμβολή εις την Ιστορίαν των Πολιορκιών και της Εξόδου του Μεσολογγίου», Αθήναι 1932.
12 Σπ. Σακαλή: «Μεσολόγγι 1826, Τύχη Οικογένειας Ι.Ι. Μάγερ και Κατάλογος των Αιχμαλώτων της Εξόδου». Αθήνα 2000.
13. Νικ. Σπηλιάδου: «Απομημονεύματα του 21», Αθήναι 1852-59.
14 Σπυρομήλιου: «Απομνημονεύματα της Β’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826», Αθήναι 1959.
15 Κων. Στασινοπούλου: «Οι Μεσολογγίται», Αθήναι 1926.
16 Σπύρου Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήναι 1888.
17 Νικήτα Φιλιππόπουλου: «Το Μεσολόγγι στο διάβα του χρόνου», Αγρίνιο 2003.
Β’ Ξένη
18 Thomas Gordon: “History of the Greek revolution” T.1-2, Edinburgh 1832.
[1] Το Ανατολικό και το Βραχώρι μετονομάσθηκαν σε Αιτωλικό και Αγρίνιο αντίστοιχα με το Β.Δ. 3/15 Απριλίου 1833 επί Όθωνος. (ΣτΣ). Η «απραξία» του Βαρνακιώτη από το Φθινόπωρο 1822 μέχρι τις αρχές 1828 έχει απασχολήσει πολλούς ιστοριογράφους και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης εργασίας. (ΣτΣ).
[2] Παπαδόπουλος Κάρπος, Τα κατά Βαρνακιώτη, Μεσολόγγιον 1861, σ. 209-211. (ΣτΣ).
[3] Η Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, που μας ανεγνώριζε ως εμπόλεμο έθνος, από τις μεγάλες Δυνάμεις της εποχής Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, ήταν κυρίως έργο του Γ. Κάνινγκ (1770-1827), Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Αθήνα 1975, σ.496-498. (ΣτΣ).
[4] Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, τ. 4ος, τεύχ. Α΄, Αθήναι 1971, σ. 167 (ΣτΣ).
[5] Σερ Πώλτνυ Μάλκολμ (Sir Pulteney Malcolm). Άγγλος Ναύαρχος, Αρχηγός του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου από τον Αύγουστο 1828, όταν αντικατέστησε τον Κόρδιγκτων, μέχρι το 1832 (ΣτΣ).
[6] Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι και η αρχική απελευθέρωση των δύο πόλεων από τον Τουρκικό ζυγό είχε συντελεσθεί την ίδια ημερομηνία, στις 20 Μαΐου 1821. Ας σημειωθεί επίσης ότι, μέχρι να εκκενωθούν οι πόλεις από τους Τουρκαλβανούς με τη μεταφορά δια θαλάσσης στη Σαγιάδα των οικογενειών (600 περίπου άτομα) και την πορεία πεζή στην Πρέβεζα (Πούντα) της φρουράς (500 περίπου ιππείς και 300 πεζοί), μεσολάβησε αριθμός ημερών και τελικά η είσοδος των Ελλήνων στην πόλη πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαΐου 1829. (ΣτΣ).
iaitoloakarnania.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο