Γράφει ο: Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός
Έπαιρνε φωτιά τέτοια εποχή το ξύλινο «σουβλί», και κατατρύπαγε το φρεσκοσβαρνισμένο το χωράφι δίπλα στο τεντωμένο «ράμμα», ότι θά ’πρεπε να ’ναι ευθεία τα «κατεβατά» και όλα ίσια τα αυλάκια που θα δεχόταν το «φυντάνι».
Μπονόρα μικρομέγαλοι επί ποδός στην ιερή τελετουργία του καπνοφυτέματος. Και η ώρα η πιο γλυκιά του χωραφιού, του διαλλείματος για φαγητό η ώρα. Κάτω απ’ τη «σκαμνιά» η τη συκιά στρωμένο πρόχειρα απάνω στ’ αγριόχορτα το παρδαλό μεσάλι.
Ψωμί, ελιές τυρί κάνα βραστό αυγό και οι παστές σαρδέλες το κύριο το πιάτο. Εκείνες οι σαρδέλες οι βουτηγμένες στο αλάτι, απ’ του μπακάλη το κόκκινο κουτί, οι τυλιγμένες στην παλιά εφημερίδα.......
Τις ξέπλενε ο πατέρας με νερό καλά να φύγει όλο το αλάτι, τις μοίραζε στα τσίγκινα τα πιάτα με δικαιοσύνη, κι έπειτα έριχνε η μάνα το λαδόξιδο, να πέσει η «βούτα» με το ζυμωτό ψωμί.
Γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν στο τόπο μας τέτοια εποχή καπνοφυτέματος μ’ αυτό το ιερό το γεύμα. Τώρα ούτε καπνά υπάρχουν και ούτε καπνοτραπεζώματα.
Κι όλα ετούτα, ανάμνηση γλυκιά έξω απ’ το καφενείο του χωριού τις συζητήσεις. Έμειναν χέρσα τα χωράφια, πάνω στο γέρικο κουφάρι μιας χέρσας κι άνυδρης μισοτελειωμένης χώρας.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο