Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Σύνδεσμος φιλολόγων Λευκάδας : Εν Λευκάδι, Χριστούγεννα 2020/Πρωτοχρονιά 2021


Αγαπητοί μας, 
(Αγκαλά εσώκλειστοι) 
Υγιαίνομεν το αυτό επιθυμούμεν και δι’ εσάς 
Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά και όλη την χρονιά… 
Και…για να μην ξεχνιόμαστε… 
Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ 
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ 

Δεν εγνώρισα -κουράστηκα να το ξαναλέω- χειρότερη φιλολογία από την φιλολογία των ευχών της Πρωτοχρονιάς. Όλου του χρόνου οι ευχές, από την «καλημέρα» ως την «καληνύχτα», και από την «καλήν όρεξη» ως την «καλή διασκέδαση», είναι, βέβαια, μια κακή φιλολογία, αφού αντιπροσωπεύουν τη λατρεία της κοινοτοπίας, αλλά οι ευχές της Πρωτοχρονιάς, ως ύφος, ως περιεχόμενο, ως νόημα, ως λογική, και προπάντων ως ύφος, είναι το κορύφωμα της κακής αυτής φιλολογίας......
Με το είδος αυτό του λόγου έκανα την πρώτη μου γνωριμία, όταν μάθαινα, μικρό παιδί, τα πρώτα γράμματα. Ο δάσκαλός μου -όπως το έχω διηγηθή και στη «Γλωσσική Αυτοβιογραφία» μου- με είχε βάλει, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να γράψω ένα ευχετήριο γράμμα στους γονείς μου. Το γράμμα αυτό στάθηκε το πρώτο μου λογοτεχνικό έργο και το χειρότερό μου. Δεν ήταν η ηλικία μου που έφταιγε γι’ αυτό. Ήταν το είδος. Αν ο δάσκαλός μου, αντί να με βάλη να γράψω ευχές στους γονείς μου, μ’ έβαζε να γράψω ένα γράμμα στη γάτα μας για τα γατάκια της, είμαι βέβαιος πως θα τόγραφα ασυγκρίτως καλύτερα. Και δε θάρχιζα τόσο άσχημα το λογοτεχνικό μου στάδιο. 

Η δεύτερη γνωριμία μου με το είδος αυτό έγινε με τα πρωτοχρονιάτικα ποιήματα, που μοίραζαν τότε οι «διανομείς» των εφημερίδων, οι «οδοκαθαρισταί», οι «φωταεριοδόται» και άλλοι ελληνοπρεπέστατοι φουκαράδες, για να πάρουν το μποναμά τους. Τι ποιήματα ήσαν εκείνα, Θεέ μου! Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, και οι στίχοι τους μου ξανάρχονται, κάθε τόσο, στη μνήμη μου, όπως μας ξανάρχεται στο στόμα η γεύση ενός κακομαγειρεμένου λαδερού φαγητού. Και να συλλογίζομαι τώρα ότι, πριν διαβάσω στίχους του Σολωμού, είχα διαβάσει τους στίχους του «καπνοδοχοκαθαριστού» της γειτονιάς μου, που μου ευχόταν, μουντζουρωμένος, αλά σε καθαρεύουσα, από το ύψος του καπνοδόχου, «αίσιον και ευτυχές το νέον έτος». 

Ήρθαν έπειτα οι καρτ ποστάλ, με τις τυπωμένες, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ευχές της Πρωτοχρονιάς. Από τις κάρτες αυτές κατάλαβα πως δεν υπάρχει γλώσσα στον κόσμο που να μην μπορεί να πη κανείς μ’ αυτήν ανοησίες, και με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Κάνω μόνο μια εξαίρεση για τις ευχές τις γραμμένες σε γλώσσες, που δεν τις καταλάβαινα. Και γ’ αυτό τις προτιμούσα πάντα από όλες τις άλλες, όταν είχα να στείλω κ’ εγώ στους φίλους μου. Και, επειδή κ’ εκείνοι δεν μπορούσαν να τις διαβάσουν, φαντάζομαι ότι τις εύρισκαν πολύ πρωτότυπες και πολύ καλόγραμμένες. 

Έτσι έκανα την τέλεια γνωριμία μου με την κακή αυτή φιλολογία, που εξακολουθεί να με κυνηγάει απ’ τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, όπως κυνηγάει, φαντάζομαι, και όλο τον άλλο κόσμο. Είναι άλλωστε η μόνη φιλολογία που δεν μπορεί να την αποφύγει κανείς. Κάθε άλλη φιλολογία μπορεί να την παραμερίση ένας άνθρωπος, να παύση να την προσέχη, να κόψη κάθε σχέση μαζί της. Αλλά πώς να κόψη κανείς τη σχέση του με την τυραννική αυτή φιλολογία; Κάθε Πρωτοχρονιά, την υποφέρουμε, θέλοντας και μη, προφορική και γραφτή. Δε βρίσκεται άνθρωπος που να μας καλημερίση τις ημέρες αυτές και να μη μας απαγγείλη τα φριχτά της στερεότυπα. 

Αν μπορούσαμε τουλάχιστον να του απαγγείλουμε εμείς κάτι καλύτερο και πρωτοτυπότερο! Δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι να του απαντήσουμε με τα ίδια ανούσια στερεότυπα. Και δε βρίσκεται άνθρωπος να μας γράψη τις μέρες αυτές έστω και εμπορική επιστολή, χωρίς να προσθέσει και τη σχετική φιλολογία. Αν μπορούσαμε πάλι να του απαντήσουμε με μια καλύτερη ποιότητα… Αδύνατο. Είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε κ’ εμείς μια κακή φιλολογία. 

Ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου δεν μπορεί να γράψη ένα πρωτοχρονιάτικο γράμμα καλύτερα από ένα δάσκαλο της καλλιγραφίας. Στη φιλολογία αυτή ο Μπάιρον δε διαφέρει σε τίποτε από το Νικολετόπουλο. Δεν έτυχε να διαβάσω πρωτοχρονιάτικο γράμμα του Νικολετόπουλου. Διάβασα όμως κάποιο του Μπάιρον, και είμαι βέβαιος ότι ο Νικολετόπουλος δε θα ευχόταν με πολύ χειρότερο τρόπο «αίσιον και ευτυχές τον νέονέτος». 

Πώς θα γλυτώσουμε λοιπόν -και θα γλυτώσουμε τάχα ποτέ;- απ’ την κακή αυτή φιλολογία; Θα πεισθούν τάχα ποτέ οι άνθρωποι ότι δεν υπάρχει πιο κωμικό και πιο άπρεπο -προ πάντων πιο άπρεπο- πράμμα από το να εύχεται κανείς τα ίδια αγαθά σε όλους τους ανθρώπους, ενώ είναι βέβαιος πως ο κόσμος δε θα γίνει ποτέ Παράδεισος, και να μοιράζη ευτυχίες, με την αξίωση να του πουν «ευχαριστώ», που δεν θα είναι στο χέρι του να τις μοιράση; Και μπορεί ποτέ να είναι ωραίο ό,τι δεν είναι αληθινό; Δυστυχώς κανένας δε θέλει να καταλάβη τόσο απλά πράμματα. Και η κακή αυτή φιλολογία εξακολουθεί χωρίς κανένα λόγο σε βάρος του κοινού νου και της αισθητικής. 

Ένας τρελλός, κάποτε, κάθησε μια Πρωτοχρονιά και μοίρασε με διάφορα γράμματα φανταστικά εκατομμύρια στους φίλους του. Ένας απ’ αυτούς τον βρήκε κάποτε στο δρόμο και του είπε: 

– Δεν έλαβα ακόμα το εκατομμύριο που μούκανες μποναμά. 

Και ο τρελλός αποκρίθηκε πολύ γνωστικά: 

– Μήπως αν σούστελνα «χρόνια πολλά» θα τα λάβαινες; Ξέρω πολλούς που τα λάβανε από φίλους των και μέσα στο χρόνο πέθαναν. 

Ο τρελλός αυτός στάθηκε ο μόνος -όσο γνωρίζω τουλάχιστον- που έκανε μια φιλολογία καλής ποιότητας και τις πρωτοχρονιάτικες ευχές. Αυτός τουλάχιστον είχε ύφος. 

(Παρ’όλ’αυτά, επιμένουμε …ατάλαντα!) 

ΑΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ! 


1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραίο κείμενο. Ανεπανάληπτος Μποστ. Παρ όλα αυτά ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο