Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ: Τσανάκας Λάμπρος του Ιωάννη (1876 – 1975)

Ο κατά κόσμο μπάρμπα Λάμπρος.
ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Γράφει ο
Ντίνος Στυλιανός
Αντιπρόεδρος Αμφικτιονίας










Τσανάκας Λάμπρος του Ιωάννη 1876 – 1975
«έτσι νοιώθουμε και εμείς όταν μας παίρνουν την κληρονομιά των προγόνων μας».

   Γεννήθηκε στον Αγιο Βασίλειο Βόνιτσας  και σήμερα Θύρρειο, το έτος 1876.  Νυμφεύτηκε  την Ασπασία Βλαχογιάννη και απέκτησε τρείς κόρες (Πηνελόπη, Ιωάννα και Δήμητρα) και ένα γιό , τον Θανάση. Στον Θανάση  έδωσε αυτό το όνομα γιατί γεννήθηκε στις 2 Μάη, ανήμερα της γιορτής για την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αθανασίου.
Πήρε γρήγορα τα γράμματα (έμαθε γραφή και ανάγνωση) και μετά από μόνος του έμαθε να επικοινωνεί στα γερμανικά και στα ιταλικά. Ηταν παρών  σε τρείς  συνεχόμενους πολέμους, αυτόν  του 1897, του 1912 και αυτόν της μικρασιατικής καταστροφής. Στην απελευθέρωση της Πρέβεζας είχε την τιμή να κρατά την σημαία του στρατιωτικού τμήματος που ανήκε.

 Η αγαπημένη του γλώσσα ήταν τα αρχαία Ελληνικά. Με αυτή την γλώσσα επικοινωνούσε με ένα Γερμανό αρχαιολόγο λίγα χρόνια πρίν τον πόλεμο του 1940. Μάλιστα τόσο μεγάλη ήταν η επικοινωνία τους που ο μπάρμπα Λάμπρος στο καθιστικό του σπιτιού του είχε και την φωτογραφία του. Αυτή η φωτογραφία του έσωσε την οικογένεια όταν μια κόρη του μπήκε μπροστά σε μια διένεξη που έγινε στο χωριό ενός συγχωριανού από το Παλιονήσι με τους  γερμανούς.

Όταν οι γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι για να την πιάσουν,  αντίκρισαν την φωτογραφία του γερμανού αρχαιολόγου. Πρέπει να ήταν ένα πολύ γνωστό πρόσωπο στην Γερμανία για να τον αναγνωρίσουν.
Πρίν από αυτό το περιστατικό, λίγους μήνες πρίν, οι κατακτητές είχαν σκοτώσει ένα σέμπρο που είχε, μάλλον τον άντρα της Θειά Λιατύφως .
" Την Θειά Λιατύφω την είχαμε ζήσει όταν ήμασταν μικροί. Είχε ένα μικρό καλύβι λίγα μέτρα πρίν φτάσουμε το σταυροδρόμι (σήμερα κοντά στο κτίριο του ΟΤΕ). Μετά την δολοφονία του άνδρα της από τους γερμανούς αυτή έμεινε χήρα με ένα μικρό παιδί. Το μεγάλωσε μέσα στη φτώχια της αλλά σε ηλικία περίπου 20 ετών τον έχασε σε ατύχημα με τρακτέρ στα βλυχά του Αχείμαστου.  Από τότε και μέχρι σήμερα στην διαδρομή για Ακτιο, λίγο μετά τον Αϊ Γιώργη, στα αριστερά μας υπάρχει ένα εικόνισμα μέσα στον βράχο, για να θυμίζει στους μεγάλους σε ηλικία κατοίκους της Βόνιτσας τα παράξενα γεγονότα μιας μικρής χρονικής περιόδου. "
Στο χωριό Παλίμπεϊ κρατούσε παντοπωλείο αλλά έφτιαχνε και φάρμακα.  Είχε καλές επαφές με την φαρμακευτική εταιρεία η οποία που χορηγούσε ότι χρειάζονταν. Μάλιστα είχε βρει μια θεραπεία για την λεύκη. Στην περίοδο της κατοχής από κάπου είχε προμηθευτεί  ένα τηλέφωνο και κάνοντας υποκλοπές στις γερμανικές επικοινωνίες έδινε πληροφορίες στις αντιστασιακές ομάδες. 
Στα χρόνια του εμφυλίου ήταν ο άνθρωπος που προσπαθούσε να συμφιλιώσει καταστάσεις για να μην χαθεί άδικα ο κόσμος.
Όταν άρχισαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές  ο μπάρμπα Λάμπρος ήταν στην πρώτη γραμμή. Έβλεπε τους θησαυρούς να βγαίνουν από τη γή των προγόνων του  και γνωρίζοντας αρχαία ελληνικά είχε διαβάσει πολλά για τον ανώτερο πολιτισμό που τρανώθηκε σε αυτό τον τόπο.
Έβλεπε να βγαίνουν αγάλματα, κοσμήματα, επιγραφές , ανάγλυφες παραστάσεις από την τότε ζωή. Τα έβλεπε να φορτώνονται και να φεύγουν. Να αφαιρούνται από τον τόπο που δημιουργήθηκαν για να πάνε πού;
Από τότε άρχισε ένα αγώνα για την  δημιουργία μουσείου στο Θύρρειο. Έστελνε παντού επιστολές, μιλούσε  με την γλώσσα της ψυχής του, υμνούσε τους προγόνους του, διεμήνυσε παντού ότι κάθε κληρονομία πρέπει να μένει στον τόπο της. Όταν φεύγει για αλλού χάνει σοβαρό μέρος της αξίας της. Συνεχώς επιστολές και αιτήσεις, να κάνει γνωστό το θέμα και να καταφέρει το μέχρι τότε ακατόρθωτο.
 

29/5/2020, Βόνιτσα.
Μια συνέντευξη από την Βαγγελιώ Κουμαντάνη,
εγγονή του Λάμπρου Τσανάκα.
 Ας θέσουμε σε αυτό το σημείο ακριβώς ένα περιστατικό από όλα όσα μας διηγήθηκε η Βαγγελιώ  Κουμαντάνη, εγγονή του μπάρμπα Λάμπρου , από την κόρη του Πηνελόπη.
« Ο Παππούς μου κατόρθωσε κάποια στιγμή να  κλείσει  μια συνάντηση και να τον δεχθεί ένας υπουργός. Ο παππούς μου του είπε με τα λόγια της ψυχής του την ανάγκη για να κτιστεί ένα μουσείο στο Θύρρειο , για να μείνει εκεί ή κληρονομιά των αρχαίων προγόνων. Ο Υπουργός έφερε τις γνωστές αντιρρήσεις του και τις δικαιολογίες. Πάνω στο γραφείο του Υπουργού ήταν μια χρυσή πένα. Ο Παππούς μου άπλωσε το χέρι του και πήρε απαλά την πένα και επιδεικτικά την έβαλε στο τσεπάκι που στα παλιά κουστούμια ήταν δίπλα από το αριστερό πέτο. Ο Υπουργός αντέδρασε και τον ρώτησε γιατί πήρε την πένα, η πένα ήταν δική του. Τότε ο παππούς μου έβαλε την πένα στην θέση της στο γραφείο του Υπουργού λέγοντάς του «έτσι νοιώθουμε και εμείς όταν μας παίρνουν την κληρονομιά των προγόνων μας».
Η αρχή είχε γίνει και σε λίγα χρόνια το Θύρρειο αποκτούσε Μουσείο, το δεύτερο μουσείο σε όλη την Αιτωλοακαρνανία.
Προπολεμικά  είχε πληροφορηθεί  ότι ένας πρεβεζιάνος με ισχυρές προσβάσεις στην Κυβέρνηση ήθελε να αγοράσει «αντί πινακίου φακής» μια μεγάλη έκταση από το Δημόσιο στην θέση Παλιονήσι. Άρχισε αγώνα με επιστολές , αιτήματα και παραστάσεις σε υπουργεία για να παραχωρηθεί η έκταση σε ακτήμονες του Θυρρείου.
Χωρίς να γνωρίζουμε τις άλλες παραμέτρους της υπόθεσης, η αγορά του πρεβεζιάνου ναυάγησε και αποφασίστηκε η έκταση να διανεμηθεί σε ακτήμονες του Θυρρείου.
Ο Μπαμπα Λάμπρος μετακομίζει στο Παλιονήσι. Το εκεί σπίτι του είναι μια απέραντη βιβλιοθήκη. Μάλιστα η έκφραση της Βαγγελιώς είναι χαρακτηριστική «χωρίζονταν μερικοί χώροι στο σπίτι από τα κιβώτια με τα βιβλία που είχε. Σε ένα άλλο χώρο είχε ένα μεγάλο πλήθος από φωτογραφικές μηχανές και πάντα ένα σπίτι γεμάτο από φιλοξενούμενους. Ηταν συνδρομητής σε πολλά επιστημονικά περιοδικά και όλα τα λεφτά του τα έδινε για να αγοράζει βιβλία. Δεν υπήρχε άνθρωπος των γραμμάτων που να έρχονταν στην περιοχή και να μην επισκέπτονταν τον Μπαρμπα Λάμπρο για να τον δεί, να συζητήσει και να μάθει τις άγνωστες πτυχές αυτού του τόπου».
Το 1966 λόγω ηλικίας και προβλημάτων υγείας πήγε να μείνει στην κόρη του Πηνελόπη Κουμαντάνη, στη Βόνιτσα, Όμως είχε ένα καλό άλογο και ήταν πρόβλημα να το αφήσει πίσω  στο Παλιονήσι. Το έφερε στη Βόνιτσα και κάποια στιγμή βρέθηκε κάποιος για να το πάρει. Οταν αυτός ήρθε στο σπίτι του βάλαμε φαγητό για το καλωσόρισμα και ο Παππούς μου περίμενε να δεί τις κινήσεις του στο φαγητό. Ο άνθρωπος αυτός ξεκίνησε το φαγητό του κάνοντας τον σταυρό του. Τότε ο παππούς μου αλάφρωσε και είπε σε αυτόν « χάρισμα το άλογο , είναι τώρα σου δικό σου».
Εκεί πιο δίπλα από το σπίτι του στο Παλιονήσι, ήταν γκρεμισμένο   και εγκαταλειμμένο από ανθρώπους, συχνός τόπος σταλίσματος ζώων , ένα παλιό εκκλησάκι. Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος (ο εν Βουνένοις) ο άγιος των Βλάχων της περιοχής μας. Άρχισε την αποκατάσταση και σε λίγο καιρό είχε και το θρησκευτικό του ησυχαστήριο. Εκεί ζήτησε να θαφτεί και εκεί είναι σήμερα ο δικός του τάφος και ο τάφος της γυναίκας του.
Πέθανε το έτος 1975.

Θα κλείσουμε με τα τελευταία λόγια της Βαγγελιώς «Ο Παππούς μου όσο έξυπνος ήταν, τόσο ήταν και αφελής. Μπορούσε ένα μικρό παιδί  να σομπολιάσει (να κτίσει με μικρό σχεδιασμό)  ένα ψέμα και αυτός να το πιστέψει. Αυτό σημαίνει ότι είχε μια αθωότητα και στο βάθος μια ψυχή έτοιμη για προσφορά τους συνανθρώπους του, για το χωριό του, για την κληρονομιά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας.»

Εμείς οι Αμφικτίονες ευχαριστούμε την Βαγγελιώ Κουμαντάνη (εγγονή του Λάμπρου Τσανάκα)  για όσα μας εξιστόρησε, τιμώντας τον Παππού της, τον δικό μας Μπάρμπα Λάμπρο Τσανάκα. 
Παραθέτουμε για την ιστορία μια φωτογραφία του τόπου, όπου με την Βαγγελιώ καθίσαμε και μιλήσαμε για αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο