ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ: Το Τσιγαρόχαρτο του Ελληνικού Μονοπωλίου
Το συγκεκριμένο τσιγαρόχαρτο το έδινε το κράτος μέσω του μονοπωλίου στους καπνοπαραγωγούς. Η χρήση τους απαγορεύονταν έξω από τα όρια της περιοχής που κατοικούσε ο καπνοπαραγωγός.
Τα μοίραζε συνήθως ο γραμματέας ή ο πρόεδρος της κοινότητας στους καπνοπαραγωγούς, κατά διαστήματα. Τα τσιγαρόχαρτα τα χρησιμοποιούσαν συνήθως μεγάλης ηλικίας καπνοπαραγωγοί, μιας και οι νεότεροι κάπνιζαν έτοιμα τσιγάρα όπως ΚΑΡΕΛΙΑ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, ΚΑΡΕΛΙΑ ΦΙΛΤΡΟ, ΑΣΣΟΣ ΣΚΕΤΟ, ΑΣΣΟΣ ΦΙΛΤΡΟ, ΣΑΝΤΕ, ΡΗΓΑΣ, ΕΘΝΟΣ, ΠΑΛΛΑΣ, 22 ΑΝΤΙΝΙΚΟΤ, ΚΕΡΑΝΗΣ, κλπ...............
Κλασική σκηνή στο καφενείο του χωριού, απογευματάκι δεκαετία ‘70 και ’80:
Σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι άδειο, στρώνονταν μια εφημερίδα, τοποθετούσαν επάνω τη σανίδα, στην άκρη η αρμάθα καπνού και στη άλλη γωνιά ο καφές πολλά βαρύς ή γλυκύ βραστός ή σκέτος.
Τα γεροντάκια τις εποχής αφού παράγγελναν το καφέ τους άνοιγαν την σακούλα τους, έβγαζαν μια αρμάθα καπνό, ένα μαχαίρι καλά τροχισμένο που το έφερναν από το σπίτι, φώναζαν τον καφετζή να τους φέρει τη σανίδα που χρησιμοποιούσαν οι θαμώνες για να κόβουν τον καπνό και άρχιζε η κοπή του.
Ιεροτελεστία, υψηλή τεχνική και προσοχή στη λεπτομέρεια. Τον έκοβαν τόσο λεπτό που νόμιζες ότι τον έκοψε μηχανή! Δεν ήξεραν όλοι να κόβουν καπνό γι’ αυτό στο καφενείο, ας πούμε το δικό μας, μετρ του κοψίματος ήταν ο Πάνος Τόμπας, ο Νίκος Τόμπας, ο Παναγιώτης Τσόμπος και ο Γρήγορης Ράπτης (Ζάχος).
Ο καπνός ήταν ποικιλία τσεμπέλι. Τον έβαζαν από βραδύς να νοτίσει ώστε να κόβετε χωρίς να θρυμματίζετε. Πάνω στο τραπέζι, ο καπνός, το μαχαίρι και ο καφές τίποτε άλλο. Αφού τέλειωνε το κόψιμο τον έπιανα στη χούφτα και τον έτριβαν, φυσώντας συγχρόνως να φύγει οποιαδήποτε σκόνη που ίσως να υπήρχε. Το καφενείο μοσχομύριζε καπνό!!!
Κατόπιν και αφού ο καπνός είχε κοπεί ήταν η ώρα να στρίψουνε την τσιγάρα τους. Άλλη ιεροτελεστία αυτή! Έβγαζαν την καπνοσακούλα τους τη γέμιζαν με καπνό και τον υπόλοιπο τον έβαζαν σε ένα γυάλινο βαζάκι για το σπίτι. Από την καπνοσακούλα έβγαζαν το τσιγαρόχαρτο το γέμιζαν καπνό, το έστριβαν, το σάλιωναν για να κολλήσει και έτοιμο να ανάψει και να απολαύσουν τη μαγεία του καπνού αλλά και του κόπου τους.
Όποιος ήξερε από καπνό πρόβλεπε πολλές μέρες πριν να προμηθευτεί τον καλύτερο καπνό και για το λόγο αυτό μπορούσαν να πάνε και σε αλλά χωριά για να πετύχουν καλό χαρμάνι. Αξιοσημείωτο ήταν ότι ενώ το τσιγάρο οι περισσότεροι το έφτιαχναν σε κανονικό μέγεθος ο μπάρμπα Γρήγορης (Ζάχος) το έφτιαχνε πολύ χοντρό σαν πούρο.
Άλλη γραφική σκηνή στο καφενείο με το τσιγάρο παρέα: Ο Μπάρμπα-Θρασύβουλος παράγγελνε καφέ σκέτο, έβγαζε το καπέλο του και το ακουμπούσε στο τραπέζι, ακουμπούσε τη γκλίτσα του ανάμεσα από τα πόδια του και πάνω της σταύρωνε τα δυο πόδια.
Έβγαζε την καπνοσακούλα με τον τριμμένο καπνό γέμιζε με μυσταγωγία το τσιμπούκι και το άναβε με τσακμάκι πετρελαίου (το θυμάστε;) από τους λίγους που είχαν τσιμπούκι, αυτός και ο Γιάδης Κούκας.
Την απογευματινή παρέα του καφέ μετά τις καπνοσακούλας και του στριμμένου τσιγάρου συμπλήρωναν και άλλοι θαμώνες του καφενείου. Λουκουμάκι, βυσσινάδα, γκαζόζα, λεμονάδα για τους γέρους, βανίλια στο ποτήρι, κόκα κόλα, σέβεν -άπ για τους νεότερους. Συζήτηση υψηλής πολιτικής ανάλυσης με τον αείμνηστο γραμματέα της κοινότητας Νίκο Βουκελάτο, ως ο μορφωμένος του χωριού, να απαντάει στα ερωτήματα των ηλικιωμένων και μπαρουτοκαπνισμένων θαμώνων του καφενείου.
ΣΗΜ: Το ελληνικό μονοπώλιο με τα σπίρτα, με το πετρέλαιο, με το αλάτι, τις τράπουλες, τον καπνό, μάζευε χρήματα. Όλα αυτά τα χρήματα από τους φόρους πήγαιναν στους δανειστές για πολλά χρόνια, μέχρι το 1967.
Του Πάνου Ηλ. Χολή
Το συγκεκριμένο τσιγαρόχαρτο το έδινε το κράτος μέσω του μονοπωλίου στους καπνοπαραγωγούς. Η χρήση τους απαγορεύονταν έξω από τα όρια της περιοχής που κατοικούσε ο καπνοπαραγωγός.
Τα μοίραζε συνήθως ο γραμματέας ή ο πρόεδρος της κοινότητας στους καπνοπαραγωγούς, κατά διαστήματα. Τα τσιγαρόχαρτα τα χρησιμοποιούσαν συνήθως μεγάλης ηλικίας καπνοπαραγωγοί, μιας και οι νεότεροι κάπνιζαν έτοιμα τσιγάρα όπως ΚΑΡΕΛΙΑ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, ΚΑΡΕΛΙΑ ΦΙΛΤΡΟ, ΑΣΣΟΣ ΣΚΕΤΟ, ΑΣΣΟΣ ΦΙΛΤΡΟ, ΣΑΝΤΕ, ΡΗΓΑΣ, ΕΘΝΟΣ, ΠΑΛΛΑΣ, 22 ΑΝΤΙΝΙΚΟΤ, ΚΕΡΑΝΗΣ, κλπ...............
Κλασική σκηνή στο καφενείο του χωριού, απογευματάκι δεκαετία ‘70 και ’80:
Σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι άδειο, στρώνονταν μια εφημερίδα, τοποθετούσαν επάνω τη σανίδα, στην άκρη η αρμάθα καπνού και στη άλλη γωνιά ο καφές πολλά βαρύς ή γλυκύ βραστός ή σκέτος.
Τα γεροντάκια τις εποχής αφού παράγγελναν το καφέ τους άνοιγαν την σακούλα τους, έβγαζαν μια αρμάθα καπνό, ένα μαχαίρι καλά τροχισμένο που το έφερναν από το σπίτι, φώναζαν τον καφετζή να τους φέρει τη σανίδα που χρησιμοποιούσαν οι θαμώνες για να κόβουν τον καπνό και άρχιζε η κοπή του.
Ιεροτελεστία, υψηλή τεχνική και προσοχή στη λεπτομέρεια. Τον έκοβαν τόσο λεπτό που νόμιζες ότι τον έκοψε μηχανή! Δεν ήξεραν όλοι να κόβουν καπνό γι’ αυτό στο καφενείο, ας πούμε το δικό μας, μετρ του κοψίματος ήταν ο Πάνος Τόμπας, ο Νίκος Τόμπας, ο Παναγιώτης Τσόμπος και ο Γρήγορης Ράπτης (Ζάχος).
Ο καπνός ήταν ποικιλία τσεμπέλι. Τον έβαζαν από βραδύς να νοτίσει ώστε να κόβετε χωρίς να θρυμματίζετε. Πάνω στο τραπέζι, ο καπνός, το μαχαίρι και ο καφές τίποτε άλλο. Αφού τέλειωνε το κόψιμο τον έπιανα στη χούφτα και τον έτριβαν, φυσώντας συγχρόνως να φύγει οποιαδήποτε σκόνη που ίσως να υπήρχε. Το καφενείο μοσχομύριζε καπνό!!!
Κατόπιν και αφού ο καπνός είχε κοπεί ήταν η ώρα να στρίψουνε την τσιγάρα τους. Άλλη ιεροτελεστία αυτή! Έβγαζαν την καπνοσακούλα τους τη γέμιζαν με καπνό και τον υπόλοιπο τον έβαζαν σε ένα γυάλινο βαζάκι για το σπίτι. Από την καπνοσακούλα έβγαζαν το τσιγαρόχαρτο το γέμιζαν καπνό, το έστριβαν, το σάλιωναν για να κολλήσει και έτοιμο να ανάψει και να απολαύσουν τη μαγεία του καπνού αλλά και του κόπου τους.
Όποιος ήξερε από καπνό πρόβλεπε πολλές μέρες πριν να προμηθευτεί τον καλύτερο καπνό και για το λόγο αυτό μπορούσαν να πάνε και σε αλλά χωριά για να πετύχουν καλό χαρμάνι. Αξιοσημείωτο ήταν ότι ενώ το τσιγάρο οι περισσότεροι το έφτιαχναν σε κανονικό μέγεθος ο μπάρμπα Γρήγορης (Ζάχος) το έφτιαχνε πολύ χοντρό σαν πούρο.
Άλλη γραφική σκηνή στο καφενείο με το τσιγάρο παρέα: Ο Μπάρμπα-Θρασύβουλος παράγγελνε καφέ σκέτο, έβγαζε το καπέλο του και το ακουμπούσε στο τραπέζι, ακουμπούσε τη γκλίτσα του ανάμεσα από τα πόδια του και πάνω της σταύρωνε τα δυο πόδια.
Έβγαζε την καπνοσακούλα με τον τριμμένο καπνό γέμιζε με μυσταγωγία το τσιμπούκι και το άναβε με τσακμάκι πετρελαίου (το θυμάστε;) από τους λίγους που είχαν τσιμπούκι, αυτός και ο Γιάδης Κούκας.
Την απογευματινή παρέα του καφέ μετά τις καπνοσακούλας και του στριμμένου τσιγάρου συμπλήρωναν και άλλοι θαμώνες του καφενείου. Λουκουμάκι, βυσσινάδα, γκαζόζα, λεμονάδα για τους γέρους, βανίλια στο ποτήρι, κόκα κόλα, σέβεν -άπ για τους νεότερους. Συζήτηση υψηλής πολιτικής ανάλυσης με τον αείμνηστο γραμματέα της κοινότητας Νίκο Βουκελάτο, ως ο μορφωμένος του χωριού, να απαντάει στα ερωτήματα των ηλικιωμένων και μπαρουτοκαπνισμένων θαμώνων του καφενείου.
ΣΗΜ: Το ελληνικό μονοπώλιο με τα σπίρτα, με το πετρέλαιο, με το αλάτι, τις τράπουλες, τον καπνό, μάζευε χρήματα. Όλα αυτά τα χρήματα από τους φόρους πήγαιναν στους δανειστές για πολλά χρόνια, μέχρι το 1967.
Παναγιώτης Ηλ. Χολής
ΟΧΙ στα μονοπώλια.
ΑπάντησηΔιαγραφή