Γράφει ο: Γεώργιος Παληγεώργος
Τότε, τέτοιο καιρό, σαν άρχιζαν να καλάρουν οι μέρες, τα οργώματα ήταν η πρώτη έγνοια, μην οψιμίσουμε, ποιος ξέρει τι μας βρίσκει, μούλεε ο πατέρας μου σαν προεστότερος.
Ήτανε φορές όπου τ’ όργωμα ήταν άβαθο και το χωράφι έμεινε μισοχέρσο κι ήτανε χρεία για δίβολο και τρίβολο προτού μπει η σβάρνα.
Μα καλά, μούλεε τότε, εμείς πήραμε καινούργια παπούτσια, τα πράματα δε θα τα ποδέσουμε; Πως θα τα βάλουμε στ’ αυλάκι; Για τράβα στο μπακάλη να πάρεις αλογοπέταλα, μουλαροπέταλα, γαϊδουροπέταλα και καρφιά.....
Και σα γύριζα, εκείνος τάπερνε κι έφκιανε τις καμπύλες στην πίσω μεριά κάθε πέταλου και στις άκρες των καρφιών. Κι αρχίζαμε με το γαϊδούρι κι απέ με το μουλάρι κι αποσώναμε το καλίγωμα με τ’ άλογο τον Καρά.
Κράτα εσύ και τήρα να μαθαίνεις μούλεε. Κι εγώ κράταγα ένα-ένα ποδάρι του κάθε ζωντανού με την οπλή ανάποτα κι εκείνος τηνε καθάριζε κι αφαίραε το περίσσιο της κι απέ έβανε το πέταλο και πέρναε απ’ τις τρύπες τα καρφιά και χτύπαε με το σφυρί, μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Κι ήτανε φορές που το καρφί έπαιρνε λάθος δρόμο και μπήγονταν βαθύτερα απ’ το πρέπο και το ζωντανό τινάζονταν απ’ τον πόνο και τότε ήτανε που φώναζα μηηη, ότι ο πόνος του ζωντανού έφτανε μέσα μου....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο