Γράφει ο: Γεώργιος Παληγεώργος
Σαν κόπασαν τα βόλια του εμφύλιου, πολλοί βρήκανε στον ξενιτεμό την απαντοχή... Έμειναν πίσω γέροι γονείς αγράμματοι, να βαστάξουν τ' αγκωνάρι κι γι' ότι άλλο είχανε δυναμάρια... Οι περσότεροι έφυγαν για τη Γερμανία, αλλά κι άλλοι για πολύ πιο μακριά, Αυστραλία, Αμερική, Καναδά κι αλλού... Έρχονταν κάποτε ο ταχυδρόμος στην αυλόπορτα και φώναζε, γράμμα απ' τη Γερμανία ή απ' όπου αλλού....
Κι έβγαιναν οι γέροι και τόπαιρναν και το κρατούσαν και το χάϊδευαν, έφερναν στην φαντασία τους τα μάτια του ξενιτεμένου και δάκρυζαν, μα δεν κάτεχαν ανάγνωση να το διαβάσουν...
Και φώναζαν κάποιον από τη γειτονιά, που κάτεχε λίγο και τους το διάβαζε κι αυτοί κρέμονταν απ' την κομπιαστή ανάγνωσή του κι άλλοτε ξαναδάκρυζαν κρυφά κι άλλοτε φανερά.
Και σαν τελείωνε η ανάγνωση τον φίλευαν κι απέ τούλεγαν, τώρα που σε ηύραμε, γράψε και τα δικά μας νέα, να τα στείλουμε στα ξένα...
Και πέραγαν οι μέρες κι οι νύχτες κι ο καιρός, ως να ματάρθει ο ταχυδρόμος, να φωνάξει στην αυλόπορτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο