Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Η Θεία Δημήτρω από τη Βόνιτσα και το αφορολόγητο με κάρτα-αγορές (το ξάϊ της Τράπεζας)!

       Κοντεύω για το παντζαριό (παραδοσιακό τυροκομείο)  του Περικλή. Πάντα μδίνει καμμιά μζίθρα. Πολυχερέτσα την Χαρίκλεια, τη Γιώργενα κι τ’ Μπία, μούπε το φλιτζάνι η Τζία κι διάβκα το παζάρ’. Να μη αστοχήσω (ξεχάσω). Την άλλη βδομάδα η Τζία πάει για ανώτερες σπουδές, μεταπτυχιακό. Σε λίγο καιρό θα μας λέει το φλιτζάνι κι με νερό, όχι μόνο μι καφέ.
     Τράω μπροστά κι’ λάμπαξα, στραβοκατίνσα (ξαφνιάστηκα-φοβήθηκα). Τι να δώ. Την γνέκα του ανιψιού μ’, τ΄Τακούλα. Φόραγε ένα ξέκολο κι κατ’ παπούτσια  σκέτο έπιπλο, τραπεζαρία. Δεν μπόργε να σταθεί στα όρθια. 
     Είχε πετάξει το κόλο τσ’ πίσω (και που να τον βρεί) για οπισθόβαρο κι πήγαινε σαν να διάβαινε στου ρέμα τσ’ Γαλάνους (ρέμα που καταλήγει στο Μοναστηράκι).
     Δεν μπόργα έπρεπε να τσ’ μη μιλήσου, για χάρι τ΄ανηψιού ΄τ’  Τακούλα.

   -Καλημέρα αρχόντσα, τσίπα (της μίλησα)
   -Κι αυτή αφού με κοίταξε με γωνία, μούπε «για». 
   Πούνε μουρή η μόρφωση, πούνε οι τρόποι. Εχε χάρ΄πσεπήρε ο ανηψιός μ’ για γνέκα. Που πήγε ο φουκαράς, σώγραμπρος. 
  -Εγώ κράτσα χαρακτήρα κι σαν να μην κατάλαβα τ΄ξυπασιά τσ΄, τ΄ ρώτσα:
    -Που για το καλό τόβαλες;
-Πάω να βγάλω μια κάρτα για τις ηλεκτρονικές αγορές. Δεν άκουσες ότι  η Κυβέρνηση για να σου δώσει το αφορολόγητο πρέπει να αγοράζεις παντού με την χρήση της κάρτας;................



    Τι να τσπώ. Ότι έχω ξεχάσει πως είναι να αγοράζου; Του ξεπέρασα για χάρ’  του Τακούλα.
Η ξιπασμένη συνέχισε: 
 -Τώρα και για ένα ευρώ θα χρησιμοποιώ τη κάρτα. Συμφέρει.
     Δεν άντεξα κι τσ’ τάπα (της απάντησα):
 -Μωρή χλιμάρα (λέξη ταυτόσημη με το χάπατο).  Για κάθε αγορά π’ κάνεις η τράπεζα θα παίρνει ξάϊ (προμήθεια). Τώρα μωρή μπιτούγια, τι πληρώνεις όταν ξοφλάς τον λογαριασμό τσ’  ΔΕΗ. Σ΄πέρνε 0.90 ευρώ ξάι (προμήθεια τράπεζας). Βάλε τώρα για το αφορολόγητο των 6000 ευρώ, ότι θέλεις το λιγότερο 700 ψώνια, δηλαδή χοντρικά 600 ευρώ ξάϊ  τσ’  τράπεζες. Θάχεις επιστροφή φόρου  600 ευρώ; Τι κερδίζεις μωρή χλιμάρα; Τι νομίζεις ότι κβεντιάζεις με τον Τακούλα και λέει πάντα ναι. Τούπα γώ, που πάς Τακούλα μ’ σώγαμπρος!

      Η αχώνευτη μούστριψε το κώλο (και νάχε σκέψ’ τι θάκανε) κι έφγε στου  κουσί (τρέχοντας).  Μπροστά τα πόδια, πίσου ο κώλος, για να μη ξεστρατήσει κι απστωμωθεί (να πέσει μπρούμυτα).
     Τ’ ίδιο το βράδυ, ξεκάμπισε στο καλύβι μ’ ο ανηψιός μ’ ο Τακούλας. Ητανε να μηντο δείς. Σαν τσ’ φάτσα τσ’ γνέκας τ. Τ’ κάνανε παράπουνα όλοι στου σπίτι. Τ’ κλεισανε τ’ πόρτα.
     -Τακούλα μ’ τ’ λέου. Κάτσε στο διπλανό του κρεβάτι, να κοιμηθείς.
Κι για να του κάνω να γελάσ’  και λίγο τ΄λέου:
    -Μωρέ Τακούλα, όταν πδάς τ ΄γυνκα σ΄, από πού πιάνεσαι, δεν έχει κανένα πιάσμο, δεν ξαχουρδάς (γλυστράς);.
   Ακ τι μούπε το ξεπατουμένο, ο Τακούλας, γιαυτό τον αγαπάου. 
   -Θειά το κρεβάτι έχει κάγκελα και κριματσαλιέμαι.(πιάνομαι και κουνιέμαι).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο