Από τα µέσα Ιουλίου οι χωρικοί συνέλεγαν τη «χαµάδα», τον άγουρο και µικρό σε µέγεθος καρπό που έπεφτε από το δέντρο πριν αρχίσει η συστηµατική συγκοµιδή. Ήταν το πρώτης ποιότητας βελανίδι. Από τα τέλη Αυγούστου ως τα τέλη Σεπτεµβρίου που ωρίµαζε ο καρπός, καραβάνια από τα γύρω χωριά, µε εφόδια λίγα φαγώσιµα και τα «λουριά», το εργαλείο που έπαιζε καθοριστικό ρόλο για το τίναγµα του καρπού, πορεύονταν για την ευρύτερη περιοχή της λοφοσειράς Λιγοβίτσι - Μάνινα. Όταν έφταναν εκεί, κάθε οικογένεια έβρισκε το «τεµάχι» της και έστηνε το «γορδί» της µε κύρια δυσκολία την έλλειψη νερού. Την άλλη µέρα µε την ανατολή του ήλιου άρχιζε η συγκοµιδή κατά την οποία κύριο ρόλο έπαιζαν οι «τιναχτάδες», αυτοί που µε τα λουριά τους τίναζαν τα βελανίδια. Πριν το ταξίδι επέλεγαν από τους παλιουριώνες τα καταλληλότερα «λουριά» έτσι ώστε να είναι ψηλά και εύρωστα και στη συνέχεια τα έκαιγαν για να ισιώσουν. Η συγκοµιδή του ώριµου καρπού, που το ονόµαζαν µάτερο ή ραβδιστό, µε τη µέθοδο του ραπισµού ήταν σκληρή και επικίνδυνη δουλειά και προϋπέθετε ικανότητες ισορροπίας και αναρρίχησης από τους ραβδιστές προκειµένου να σκαρφαλώσουν και στις πιο δύσκολες βελανιδιές. Αν η βελάνα έβγαινε από το κύπελλο, το βελανίδι έπρεπε να «ξεβαλανιαστεί».
Οι µεσίτες των εµπόρων από τον Αστακό έρχονταν στη Μάνινα για να αγοράσουν τον καρπόεπιτόπου. Στη συνέχεια, µετά την πώληση, γινόταν το σάκιασµα του καρπού σε τσουβάλια, το ζύγισµα και η πληρωµή. Ακολουθούσε η µεταφορά του µε αλογοµούλαρα στις αποθήκες που βρίσκονταν στον όρµο του Αγίου Παντελεήµονα κοντά στο Πλατυγιάλι Αστακού, που είχαν κτιστεί ειδικά για αυτό το προϊόν. Εκεί γινόταν επεξεργασία του βελανιδιού (η αποξήρανση των κυπέλλων, η οποία είχε µεγάλη σηµασία ώστε το βελανίδι να διατηρήσει την ποιότητα και το χρώµα του) και κλείνονταν οι παρτίδες µε πελάτες. Το εµπόρευµα φορτωνόταν µεταξύ άνοιξης και αρχών καλοκαιριού του επόµενου έτους (ώστε να έχει επιτευχθεί η απόλυτη ξήρανση του καρπού) σε πλοία για να µπαρκάρει για τη Μάλτα, τηνΤεργέστη, τη Μυτιλήνη κ.ά. Με τις βροχές, στα µέσα του φθινοπώρου, οι βελανιδιές έριχναν όσους καρπούς τους είχαν αποµείνει. Οι γυναίκες των χωριών έβγαιναν και µάζευαν τηχάχλα, την τρίτη ποιότητα του βελανιδιού που πουλιόταν στη µισή τιµή του µάτερου. Δεν έµενε τίποτα αναξιοποίητο, το βελανιδόδασος ήταν πραγµατική ευλογία Θεού για τους κατοίκους της περιοχής (Πηγή ΥΠΕΧΩΔΕ/Παν/µιο lωαννίνων, 2003).
Την περίοδο 1730-1733 το Βελανιδόδασος του Ξηρόµερου είχε αξιολογηθεί από τους Γάλλους ως κατάλληλο για ναυτικές κατασκευές. Πριν και µετά τη Γαλλική Επανάσταση, οι Γάλλοι πραγµατοποιούν υλοτοµήσεις στην Αιτωλοακαρνανία για εφοδιασµό των ναυπηγείων της Τουλόν. Κατόπιν ειδικών ερευνών είχε αποδειχθεί ότι το ακαρνανικό ξύλο είναι πολύ στερεό σε σύγκριση µε το ξύλο που έφθανε στα ναυπηγεία του Brest στον Ατλαντικό και οι κορµοί του µπορούσαν να αποδώσουν πολλά κυρτά κοµµάτια, τα οποία χρησίµευαν στην κατασκευή της καρίνας και των υφάλων, γεγονός που συνιστούσε µεγάλο πλεονέκτηµα για τη ναυπηγική. Η δασική εκµετάλλευση της περιοχής γινόταν συστηµατικά και οργανωµένα από τους Ναπολιτάνους, τους Μαλτέζους καθώς και τους Επτανήσιους. Η επαναδηµιουργία του στόλου του Μεσολογγίου µετά την πυρπόληση του (1775), στηρίχτηκε στο δάσος της περιοχής.
Επιπλέον, υλοτοµήσεις γίνονταν και για οικοδοµική και βιοτεχνική ξυλεία. Ως αποτέλεσµα, στην περιοχή Νοτίου Ηπείρου - Αιτωλοακαρνανίας ακµάζουν οι ξυλεµπορικές δραστηριότητες µε ειδικευµένους εργάτες στην τέχνη της ναυπηγικής αλλά και στην κατασκευή χοντρών µαδεριών, σανιδιών για πατώµατα, στεγών, αργαλειών, δούγων για βαρέλια.
Η κτηνοτροφία ασκούνταν στην περιοχή από την εποχή του Οµήρου, τη ρωµαϊκή, τη βυζαντινή εποχή και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Οι ήµεροι βοσκότοποι και οι απέραντοι βελανιδιώνες της περιοχής µε το άφθονο βελανίδι έδωσαν τις καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Η σκιά των βελανιδιών βελτιώνει τις συνθήκες βόσκησης και διαβίωσης των ζώων προστατεύοντας τα από τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Τα δρυοδάση αποτελούν πολύτιµα χειµερινά λιβάδια για την κτηνοτροφία συµβάλλοντας σηµαντικά στην παραγωγή ζωικών προϊόντων γάλακτος και κρέατος. Στην ίδια επιφάνεια γης παράγουν βοσκή και δασικά προϊόντα. Το βελανιδόδασος αξιοποιείται ως βοσκότοπος για πρόβατα, κατσίκια και χοίρους. Κατά το παρελθόν εκτρέφονταν και βοοειδή που σήµερα έχουν περιοριστεί.
(*Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη Μελέτη Προστασίας και Διαχείρισης Δημόσιου Δασικού Οικοσυστήματος Μάνινας – Ξηρομέρου Δασαρχείου Αμφιλοχίας, Ανάδοχος μελέτης ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΑΕΜΕ, Μάιος 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο