Ξεκάμπσε (ήρθε κοντά) εκιό το πετσοκομένο, ο Δημοσιουργάφους με μια μποτίλια κρασί. Κόντεψε στο κονάκι μ΄στρωχήστκε (ξύστηκε) στ’ ασβέστωμα κι πέρασε το κατώφλι. Απθώνει (βάζει) μια μποτίλια απάν’ στο μεσάλι (τραπεζομάντηλο φαγητού) τ’ τραπεζιού.
-Μπα, τ’ λέου, σα τα χιόνια. Τώρα πιάστκες από μεγάλες πόρτες. Τι να τσ’ κάνεις τσ’ συνδρομές, τα κοσάρκα. Τώρα σδίνε κατοστάρκα κι γράφ΄ κάθε λογής «για κάθε νόσο κι κάθε θέλημα». Ασε π΄τουπέζς κι φυσιολάτρης. Μια κόνα από δώ ένα τοπίου από εκεί. Αμα δεν έχεις θέμα……. το ρίχνεις στ΄φύση, μη ξυπνήσ’ κ’ κανένα συναίσθημα. Αντε κάτσε καταή (κάτω), γιατί κάθε φουρά πούχ’ς κόψμο, εδώ ξεπεζεύς (έρχεσαι).
-Θειά Δμήτρου, με κακοκαρδάς. Εγώ σε εκτιμώ και σε σέβομαι, σε έχω ….
-Ας τα΄μαλαγανιές Δημοσιουγράφε, αυτά π’ ξέρ’ς στο παζάρ’ (αστική συνοικία της Βόνιτσας), εδώ είναι Μπούχαλη (παλιά εργατική συνοικία της Μπούχαλης), δεν είναι παίξε-γέλασε. Αϊ πίστρωσέ τον (βάλε κάτω τον πισινό-κάτσε) και μολόγα τι θέλεις;
-Θεια Δμήτρω, σε 10 μέρες στη Μπούχαλη έχουν Αγραπνιές. Θέλω να πάω αλλά εκεί θα μου τα πούνε όλα όσα έχω κάνει φέτος, και μπορεί να μου φορτώσουν μύρια άλλα.
-Ε, τι νασ’ πούνε; Το πρώτο π΄ακουρμαστείς ( θα ακούσεις) μόλις σε δούνε ξεκαμπάς (να έρχεσαι) θα΄ναι το «Μπουχαλιώτες π@@@τσαράδες, Παζαριώτες ξ@@@@@@@δες». Θα σ’ κακουφανεί; Ε! μωρέ πετσοκομένο, ολόκληρο σύμφωνο συμβίωσης ψηφίστκε κι σύ δεν έγραψες μια αράδα.......