Το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε στα ελληνικά λιμάνια τις
πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε μια συνάντηση της σμυρναίικης
αστικολαϊκής μουσικής με το μουσικό πολιτισμό της παλιάς Ελλάδας.
Παρόλο που
αγνοήθηκε από την επίσημη λαογραφία για πάνω από πενήντα χρόνια και κυνηγήθηκε
από την κυρίαρχη ιδεολογία όσο κανένα άλλο είδος μουσικής, κατάφερε να
επιβιώσει και να εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα.
Η σπουδαιότητά του, εξάλλου, διαφαίνεται
από τις δεκάδες μελέτες που δημοσιεύουν γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια κάθε λογής
διανοούμενοι, ρεμπετολόγοι και μουσικολόγοι. Έχει γραφτεί ότι είναι το
σπουδαιότερο είδος πρωτότυπης τέχνης και ίσως η μόνη αυθεντική γηγενής λαϊκή
τέχνη στην Ευρώπη του 20ού αιώνα..
Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα σήμερα είναι ότι
το μουσικο-κοινωνικό φαινόμενο του ρεμπέτικου τραγουδιού επηρέασε βαθιά το
σχήμα της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της σύγχρονης Ελλάδας, σε βαθμό που ένας
ολόκληρος λαός να χαρακτηρίζεται από αυτό το είδος τέχνης..........
Η ιστορική στιγμή της δημιουργίας και
διαμόρφωσης του ρεμπέτικου τραγουδιού συμπίπτει με τον ξεριζωμό και την
ακόλουθη μετεγκατάσταση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στη «μάνα» Ελλάδα.
Οι
συνθήκες που δημιουργήθηκαν με τη μετακίνηση των πληθυσμών στις μεγάλες πόλεις
και κυρίως στα λιμάνια της Ελλάδας, ήταν πρωτόγνωρες όχι μόνο για τα ελληνικά
αλλά και για τα παγκόσμια δεδομένα. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά της κατάστασης: ενάμισι
εκατομμύριο Μικρασιάτες ήρθαν να εγκατασταθούν σε μια χώρα με πληθυσμό έξι
εκατομμυρίων, εκ των οποίων τα τέσσερα ζούσαν στην ύπαιθρο. Αν προσθέσουμε και
το γεγονός ότι μοναδική περιουσία των ξεριζωμένων ήταν τα ρούχα που φορούσαν,
καθώς και ότι οι μισοί από αυτούς ήταν πρώην κάτοικοι μεγάλων πόλεων και είχαν
πλήρη άγνοια για την αγροτική ζωή, έχουμε μια εικόνα του σκηνικού που
διαμορφώθηκε.
Στις πόλεις των μεγαλύτερων λιμανιών της χώρας
συνωστίζεται ένα πολυπληθές ανθρώπινο σύνολο σε συνθήκες απόλυτης
προλεταριοποίησης. Οι άνθρωποι ζουν στο κοινωνικό περιθώριο, μέσα σε
αποπνιχτικούς χώρους, και συμβιώνουν με πόρνες, λωποδύτες, αλλά και
μικρομαγαζάτορες που προσπαθούν να συντηρηθούν από αυτούς. Η τέχνη της
επιβίωσης που δημιουργείται από τον φόβο της πείνας, αποδεικνύεται ιδιαίτερα
ευρηματική και τα θεσπισμένα όρια της νομιμότητας συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη,
με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να μπαινοβγαίνει στις φυλακές.
Μέσα σε αυτήν την κοινωνία, εμφανίζεται το ρεμπέτικο
τραγούδι ως μέσο έκφρασης και αυτοδήλωσης καταρχήν εκατοντάδων ανθρώπων από
διαφορετικά γεωγραφικά, κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα που βρέθηκαν να
συμβιώνουν στο ίδιο περιβάλλον κάτω από άθλιες συνθήκες. Το ρεμπέτικο ήταν
είδος αστικολαϊκού τραγουδιού -δηλαδή υπήρξε προϊόν των κατώτερων τάξεων των
πόλεων- και συγκρότησε αυτόνομες μουσικές και ιδεολογικές αξίες.
Οι φορείς του
ήταν ένα ετερώνυμο πλήθος από επαγγελματίες και ερασιτέχνες με καταγωγή από τη
Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, αλλά και διάφορες πόλεις της ελληνικής υπαίθρου.
Ο όρος «ρεμπέτης» ή «κουτσαβάκης» αποδιδόταν αρχικά στα άτομα που απέρριπταν τη
συμβατική συμπεριφορά και αντιπαρέθεταν σε αυτήν το δικό τους σύστημα αρχών και
κανόνων.
Η σύνδεση όμως των ρεμπετών με παράνομες δραστηριότητες, όπως η
κατανάλωση χασισιού, οδήγησε στην καθιέρωση μιας αρνητικής ερμηνείας του όρου
και την αντίστοιχη αντιμετώπιση όλης της τάξης. Το ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι
της φτωχολογιάς, των προλετάριων, που κάποιοι απ’ αυτούς έγιναν περιστασιακοί ή
μόνιμοι εργάτες, άλλοι παράνομοι, άλλοι κομμουνιστές, ναυτικοί, φαντάροι,
πόρνες, μικρέμποροι και λαθρέμποροι. Για όλους αυτούς, το ρεμπέτικο λειτούργησε
ως μέσο ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού καθώς εμπεριείχε και εξέφραζε ένα σύνολο
αξιών και ηθικής, κανόνων συμπεριφοράς, στάσεων, και γενικότερα μια νοοτροπία
που τους χαρακτήριζε.
Να σημειώσουμε εδώ ότι την ίδια εποχή, η διασκέδαση των
μεσαίων στρωμάτων της πόλης βασιζόταν στο εισαγόμενο και «μεταγλωττισμένο»
δυτικό τραγούδι, στις χοροεσπερίδες, στο λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, στα ταγκό,
στη νεοεμφανιζόμενη θεατρική επιθεώρηση και τις οπερέτες του δυτικού συρμού.
Αναφορικά με τη διάθεση της εκάστοτε εξουσίας απέναντι
στο ρεμπέτικο και τους φορείς του, μπορούμε να πούμε πως ήταν από αρνητική
μέχρι άκρως επιθετική. Η εθνικιστική πολιτική του Βενιζέλου οδηγεί στην
πολιτιστική απομόνωση και περιθωριοποίηση των λαϊκών στοιχείων ανατολίτικου
χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων τραγουδιών και χώρων έκφρασης.
Η
δικτατορία του Πάγκαλου (1925) ξεκινά ένα ανελέητο κυνηγητό στους φορείς του
ρεμπέτικου, κλείνει τα μαγαζιά στα οποία παίζονταν, και θεωρεί παράνομους τους
οργανοπαίχτες.
Η λογοκρισία δεν αφορά πλέον μόνο τους στίχους αλλά και
μουσικολογικά στοιχεία που θυμίζουν Ανατολή (π.χ., οι χρωματικοί δρόμοι με τα
τριημιτόνια) με αποτέλεσμα πολλά τραγούδια να γράφονται σε δυο εκδοχές, μία
κανονική και μία που προορίζεται για τη δισκογραφία στην οποία οι παραπάνω
δρόμοι αντικαθίστανται με διατονικούς.
Οι άγριες διώξεις εντείνονται ακόμα
περισσότερο κατά τη δικτατορία του Μεταξά (1936-1940), αφού τώρα εκτός από το
κλείσιμο των τεκέδων, ένας μεγάλος αριθμός από τους φορείς του ρεμπέτικου
φυλακίζεται ή εξορίζεται. Την ίδια εποχή, η λογοκρισία στα κείμενα των
δισκογραφικών τραγουδιών καθιερώνεται με ειδικό νόμο και οι παραβάτες
τιμωρούνται με ιδιαίτερα αυστηρές ποινές.[1]
Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε εδώ ότι παρά τις εκάστοτε απαγορεύσεις και
ποινές, η δισκογραφική παραγωγή του ρεμπέτικου δεν σταμάτησε ποτέ και ο λόγος
φυσικά δεν είναι άλλος από τα μεγάλα χρηματικά έσοδα που απέφερε το δημοφιλές
είδος στο κράτος και τις εταιρείες. Εκτός όμως από την πολιτική εξουσία, στον πόλεμο
ενάντια στο ρεμπέτικο συνέβαλε και η καθεστωτική αριστερά -που όπως φαίνεται,
ποτέ δεν ξέχασε τη θέση της ως δεκανίκι του συστήματος- με επιχείρημα ότι η
συγκεκριμένη μουσική δεν συμβάλλει στον λαϊκό αγώνα και οδηγεί την κοινωνία
στην απάθεια προς όφελος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.
Όσο και αν κυνηγήθηκε
πάντως, η αγάπη του λαού προς το ρεμπέτικο τραγούδι ήταν αυτή που ανάγκασε
τελικά όλες τις μορφές εξουσίας να σταματήσουν κάθε πολεμική προς το είδος μετά
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ρεμπέτικο, έστω κι αν
άρχισε από τους καταδιωκόμενους της υπαίθρου που μαζεύτηκαν στις πόλεις και
δημιούργησαν τα επαγγέλματα του νέου κόσμου και υποκόσμου, έγινε πανελλήνιο
τραγούδι και αυτό αποτελεί εθνική και παγκόσμια πρωτοτυπία.
Ίσως να είναι η
πρώτη φορά που ένα κράτος έφτασε στο σημείο να απαγορεύει στους πολίτες του να
τραγουδούν τις αξίες τους, παρόλο που αυτή η απαγόρευση έφερε ακριβώς τα
αντίθετα αποτελέσματα. Οι αξίες αυτών των απόκληρων, όπως εκφράστηκαν από το
τραγούδι τους, απέκτησαν διαχρονικότητα και επηρέασαν όλες τις επόμενες γενιές.
Εκτός από το περίτεχνο πάντρεμα ανατολικής και δυτικής μουσικής, το ρεμπέτικο
ανέδειξε και το μπουζούκι ως ένα νέο μουσικό όργανο που αποτελεί σήμερα ένα από
τα πλέον αναγνωρίσιμα εθνικά σύμβολα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο