Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

(Επετειακό διήγημα): Ο ΚΟΝΤΟΧΩΡΙΑΝΟΣ!!

Μ’ όσες δυνάμεις έχω, παίρνω στο σβέρκο το ετοιμοθάνατο κορμί και κάνω τον κατήφορο....

Γράφει ο: Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός

    Μας μάζευε ο μακαρίτης ο Μπαρμπα Ανδρέας πιτσιρικάδες τ’ απόβραδα τέτοια εποχή στο Αγγελόκαστρο, στη μεγάλη πέτρα που κάθονταν απάνω της ίσα μες 6-7 άτομα και βρισκότανε για χρόνια εκεί, έξω απ΄το κατώι του παλιού Ρομπολέϊκου σπιτιού, και μας εξιστορούσε με τη μεγάλη μαεστρία που τον διέκρινε στην αφήγηση, βιώματα που έζησε στο Αλβανικό. Μια τέτοια αφήγηση, μέρα που είναι σήμερα, σας μεταφέρω με διηγηματική μορφή, με όσα το μυαλό μου έχει συγκρατήσει από τότε, στο πέρασμα σχεδόν μισού αιώνα: 

Οι χειροβομβίδες «μπουμπούνιζαν» άγρια γύρω μου. Μια τρέλα μ’ είχε καταλάβει απ’ το φόβο. Ήθελα να γίνω ένα με το βράχο που είχα ριζώσει, και στριμώχτηκα πλιότερο στη ρίζα του... 
-Ε, στρατιώτη! κάποιος με φώναξε. Γυρίζω και βλέπω τον ανθυπολοχαγό της διμοιρίας μου. 
-Κρύβεσαι ορέ; Με ρωτάει. Προσπαθώ να σηκωθώ, αλλά ο δυνατός ήχος μιας οβίδας που σκάει λίγο παρακάτω με καρφώνει στον τόπο μου. 
-Έλα σήκω κι έλα πάνω στον ταγματάρχη! λέει, και χάνεται μέσα στα δένδρα. 
       Σα φίδι σύρθηκα ανεβαίνοντας στο ύψωμα. Φθάνω στην κρυψώνα που ήτανε ο ταγματάρχης. Σηκώνομαι ορθός για να χαιρετίσω και ν’ ακούσω τι θέλει, αλλά ένας ιταλικός όλμος με κάνει να ξαναπέσω πάλι κάτω......

 
«Η τηλεφωνική σύνδεσή μας με τα στρατεύματα στα μετόπισθεν καταστράφηκε τελείως από το εχθρικό πυροβολικό, και όμως εμείς πρέπει να ευρισκόμεθα εις διαρκή επαφή με τη μεραρχία. Σε κρίνω τον καταλληλότερο για σύνδεσμο. Πήγαινε αμέσως και κατόρθωσε με κάθε θυσία να πεις στον Συνταγματάρχη ότι οι Ιταλοί προετοιμάζονται με μεγάλες δυνάμεις να μας επιτεθούν απ’ ότι φαίνεται κατά τα μεσάνυχτα, και ότι είναι αδύνατο να αντισταθούμε και πρέπει να υποχωρήσουμε». 
     Σέρνουμαι μέσα σε αγριόκλαδα.... Γδέρνομαι απ’ τις μυτερές πέτρες κι απ’ τα ξερόκλαδα και προχωράω στα τυφλά , κινδυνεύοντας να πέσω στις εχθρικές γραμμές... Οι στιγμές μού φαίνονται ώρες ατέλειωτες. Και σέρνουμαι, χωρίς να ξέρω πού, ενώ οι οβίδες σπέρνουν παντού φωτιά και θάνατο... 
    Κάτι τσακάλια ουρλιάζουν μακριά στο μοίρασμα ενός σκοτωμένου φαντάρου, και το χιονόνερο άρχισε να γίνεται χιόνι πυκνό, ενώ η παγωνιά και η υγρασία περονιάζει τα κόκαλα. 
      Ξάφνου σκοντάφτω σε κάποιο κορμί. Σκύβω και τι να ιδώ. Αναγνωρίζω το Νίκο του Σαπλαούρα απ’ τον Αϊ Λιά, δίπλα απ’ τη Σταμνά. Εργάτη στον καπνέμπορα, που έρχονταν τακτικά στο Αγγελόκαστρο για να φορτώσουν τα καπνά. Είχαμε πιεί το περασμένο καλοκαίρι μπίρες μαζί στο πανηγύρι. Με τα παγωμένα μου χέρια ξεκουμπώνω το αμπέχονο κι ακούω την καρδιά του... Χτυπάει ακόμα..... 

         Κι εκεί μπρος στον ετοιμοθάνατο κοντοχωριανό, ξεχνάω και τη διαταγή του ταγματάρχη, κι όλα τα ξεχνάω.... Ας κάνουν λίγο υπομονή οι γαλονάδες σκέπτομαι. Μ’ όσες δυνάμεις έχω, παίρνω στο σβέρκο το ετοιμοθάνατο κορμί και κάνω τον κατήφορο, κατά εκεί που είχα ακούσει ότι βρίσκονταν στα μετόπισθεν οι πρώτες βοήθειες και τα γιατρεία του Στρατού. 
       Ένας εχθρικός προβολέας, το θμάμαι κι ανατριχιάζω, φώτιζε τον άσπρο από το χιόνι δρόμο στο βάθος, ενώ τα Ιταλικά κανόνια άρχισαν να ξερνούν χιλιάδες οβίδες στην κορυφή του λόφου, που είχε αρχίσει κιόλας η επίθεση. 

Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο