Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Τα κάλαντα και τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην Παλαιομάνινα και δοξασίες

Οι γιορτές των Χριστουγέννων (Κριστσιούνε, στην Παλαιομάνινα) και της Πρωτοχρονιάς μέχρι και των Φώτων, αναμένονταν με μεγάλη χαρά και θρησκευτική ευλάβεια από τους κατοίκους του χωριού μας, από τα παιδιά (για τα φραγκοδίφραγκα από τα κάλαντα!) και ιδιαίτερα από τους … χαρτοπαίκτες!


Γράφει ο: Δημήτρης Στεργίου*


Πέρα από τα κάλαντα, οι γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων συνοδεύονταν και από διάφορα έθιμα, τα οποία απαντώνται σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και στο μακρινό παρελθόν και στο χωριό μας.
Θυμάμαι ότι τα (βλάχικα) κάλαντα των Χριστουγέννων στο χωριό μας, τα οποία έλεγαν οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας τα παλαιότερα χρόνια, είχαν μια ξεχωριστή ζεστασιά.....

 Την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν γινόταν και η γουρουνοχαρά, τα αγόρια γύριζαν όλα τα σπίτια, των οποίων οι αυλές μοσχομύριζαν από τα νόστιμα και ζεστά κουλούρια (κουάκου) και το χριστόψωμο, που φούρνιζαν οι γιαγιάδες. Τα παλαιότερα χρόνια οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα κουλούρια και ντόπια γλυκά και σπανιότερα χρήματα. Σημειώνεται ότι τότε στο χωριό μας ποτέ δεν χρησιμοποιούσαν τα παιδιά … τρίγωνα!
 Τα βλάχικα κάλαντα της Παλαιομάνινας είναι απλώς μια παραλλαγή των «Κόλιντα Μπάμπω ή Βάβω» (κάλαντα της γιαγιάς), που είναι γνωστά σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο έως τον Έβρο. Την ονομασία τους την πήραν από τη λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Το έθιμο υπήρχε στην Ελλάδα πριν από τη Ρώμη. Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (είναι η δωρική λέξη ειρεσιώνη= έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στη συνέχεια το έθιμο καθιερώθηκε και στη Ρώμη.
Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα που λέγαμε στην Παλαιομάνινα είναι τα εξής:
Κολίντι, μελίντι,
ντένι, μάϊε, κουλάκου,
κου σου τάλιε αράπου,*
αράπου ντι  λα ούσιε,
κου κίπουρου ντικούσιε.

= Κόλιντα, μέλιντα,
δωσ΄  μου, γιαγιά, κουλούρι,
για να μη σφάξω τον αράπη,
τον αράπη στην πόρτα (του σπιτιού)
με το κουδούνι στο λαιμό.
Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στην Παλαιομάνινα ξεχωρίζουν από όλα τα άλλα κυρίως από μια λέξη που υπάρχει σε αυτά (δεν την έχω εντοπίσει έως τώρα σε άλλα κάλαντα). Πρόκειται, όπως διαπιστώσατε, για τη λέξη «αράπου» (στον ελληνοβλάχικο λόγο) = αράπης, η οποία με είχε προβληματίσει από μικρό παιδί για δύο λόγους:
Πρώτον, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος Αράπης (μελαμψός κλπ) στο χωριό μας.
Δεύτερον, δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ότι στην πόρτα των σπιτιών όλης της Παλαιομάνινας στεκόταν κάποιο μαύρο ζώο (σκυλί, για παράδειγμα) ως φύλακας με κουδούνι στο λαιμό.
Δύο ήταν οι κυριότερες εκδοχές που επικρατούσαν για την ερμηνεία του «Αράπου». Η πρώτη αναφερόταν σε μαύρο σκύλο ως φύλακα, ο οποίος υπάρχει στην ελληνική λογοτεχνία (διήγημα) και η άλλη στο «θύμα» των ημερών, το γουρούνι.
Αλλά, ήταν τόσο ασθενείς και οι δύο αυτές εκδοχές ώστε με το ζόρι γίνονταν δεκτές. Ώσπου ανέτρεξα στη Λαογραφία, όπου βρήκα και την απάντηση. Στη Λαογραφία, λοιπόν, «αράπης» είναι ένα φανταστικό ον, δαιμόνιο ή στοιχειό, που εμφανίζεται με διάφορες μορφές:
Εμφανίζεται ως φύλακας σπιτιών πλουτίζοντας τον οικοδεσπότη και τρώγοντας από την άλλη τους άπληστους.
Εμφανίζεται ως μελαμψός φύλακας κρυμμένων θησαυρών.
Εμφανίζεται ως ρωμαλέος αντίπαλος ήρωα  τον οποίο υπηρετεί αφού νικηθεί από αυτόν
Συχνά αναφέρεται ως φόβητρο για τα μικρά παιδιά: «φάε το φαί σου γιατί θα φωνάξω τον αράπη» κλπ.
Όλες αυτές οι παραπάνω ερμηνείες δικαιολογούν την αναφορά του «αράπη» στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στην Παλαιομάνινα, αφού συνδυάζει όλες τις «μορφές» του. Είναι φύλακας σπιτιών, είναι μελαμψός φύλακας θησαυρών, είναι φόβητρο για τα παιδιά, τα οποία, υποσυνείδητα, στα κάλαντα θέλουν να τον «σφάξουν» αν δεν δώσει η γιαγιά κάτι από το «θησαυρό».
Τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς
Όλο σχεδόν το χωριό ήταν … άγρυπνο. Ενώ σε όλα τα σπίτια και τις γειτονιές ακούγονταν τα κάλαντα των παιδιών. Βέβαια, δεν είχαν πάντοτε οικονομικές … επιτυχίες όλες οι επισκέψεις για τα κάλαντα, αφού πολλά νοικοκυριά, λόγω απελπιστικής έλλειψης χρημάτων, κερνούσαν τα παιδιά … λουκούμια, γεγονός που προκαλούσε μεγάλη απογοήτευση! Τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς τα έλεγαν τα παιδιά (αγόρια μόνο) του χωριού μας ανήμερα, δηλαδή μετά τις δύο το πρωί. Ήτα ακριβώς τα κάλαντα που λέγανε σε όλη την Ελλάδα, με δύο μόνο διαφορές: Η πρώτη αφορούσε τη μουσική, που ήταν μονότονη, και η δεύτερη αφορούσε την παράλειψη του δεύτερου στίχου κάθε δίστιχου. Παραθέτουμε τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς που λέγονταν στο χωριό μας (σε παρένθεση η παράλειψη του στίχου):
Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά
 (ψηλή μου δεντρολιβανιά)

κι αρχή καλός μας χρόνος
(εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος).

Αρχή που βγήκε ο Χριστός

(άγιος και Πνευματικός),
στη γη να περπατήσει
(και να μας καλοκαρδίσει).

Αγιος Βασίλης έρχεται,

(και δεν μας καταδέχεται),
από την Καισαρεία,
(συ' σαι αρχόντισσα κυρία)

Βαστά εικόνα και χαρτί

(ζαχαροκάρνο, ζυμωτή)
χαρτί και καλαμάρι
(δες και με-δες και με το παλικάρι).

Το καλαμάρι έγραφε,

(τη μοίρα του την έλεγε)
και το χαρτί-και το χαρτί ομίλει
(Άγιε μου-άγιε μου καλέ Βασίλη).


Ακολουθούσαν και τα κάλαντα των Φώτων, αλλά με πολύ μικρότερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον στο χωριό μας.
Έθιμα και δοξασίες
Τα κυριότερα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην Παλαιομάνινα ήταν τα εξής:
1.
Πόρκου ντι Κριστσιούνε: Εκείνο το χριστουγεννιάτικό έθιμο που δημιουργούσε μιαν αλλόκοτη γιορτινή ατμόσφαιρα στο χωριό μας ήταν η σφαγή του οικόσιτου γουρουνιού ή γουρουνιών τα Χριστούγεννα (Πόρκο ντι Κριστσιούνε). Από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων σε όλο το χωριό ακούγονταν συνεχώς και παντού, σε όλες τις αυλές των σπιτιών και σε όλες τις γειτονιές στο σπαρακτικό σκούξιμο των γουρουνιών, τα οποία τα έσφαζαν ή τα ίδια τα «αφεντικά» τους ή πιο ειδικοί γείτονες ή συγγενείς. Στο χωριό μας υπήρχε κι ένα άλλο έθιμο –δοξασία ή δεισιδαιμονία: Στα γουρούνια των Χριστουγέννων έμπηγαν ένα σιδερικό(μαχαίρι ή πιρούνι) και ψωμί για μην τα «βαρέσει ο ίσκιος» (ξωτικό)!
 Σε παλιότερες εποχές το κρέας ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας. Τότε, έτρωγαν κρέας μόνο τις Απόκριες, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Καθώς όμως οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν να εξασφαλίσουν και την ανάλογη ποσότητα κρέατος. Αγόραζαν, λοιπόν, κατά  το τέλος του καλοκαιριού μικρά γουρούνια, τα οποία  τάιζαν μέχρι τα Χριστούγεννα επιδιώκοντας να γίνουν όσο το δυνατόν πιο παχιά. Το εξέτρεφε κάθε οικογένεια στον κήπο ή σε ειδικό μέρος (κουμάσι) στην αυλή με τυρόγαλο (τζέρου – αρχαία ελληνική λέξη!), πίτουρα, βελάνα, καλαμπόκι, καρπουζόφλουδες, πεπονόφλουδες, αποφάγια και άλλα.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων οι άνδρες μαζεύονταν και συνεννοούνταν για τις γουρνοχαρές. Ακόνιζαν τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, ενώ οι γυναίκες ετοίμαζαν τις τάβλες, τα ταψιά, τα καζάνια. Το πρωί, παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων έφταναν στο σπίτι οι άνδρες που θα έσφαζαν το γουρούνι. Η νοικοκυρά τους έφτιαχνε καφέ και τους κερνούσε λίγο ούζο. Στη συνέχεια, οι άνδρες αφού έστριβαν τσιγάρο, σκούμπωναν τα μανίκια και τραβούσαν για το κουμάσι. Η νοικοκυρά πιο πέρα, περίμενε με το βραστό νερό για το κεφάλι του γουρουνιού (γουρνοκέφαλο). Ο πιο ψύχραιμος άνδρας έμπαινε μέσα στο κουμάσι με ένα κομμάτι χοντρό σκοινί (τριχιά) και μαζί με τους υπόλοιπους το τραβούσαν έξω από το κουμάσι. Το γουρούνι καταλάβαινε ότι έφτανε το τέλος του και άρχιζε να ουρλιάζει δυνατά μέχρι ωσότου η λάμα του μαχαιριού μπει βαθιά στο λαιμό του και κόψει το νήμα της ζωής του. Σχεδόν την ίδια ώρα ακουγόταν ουρλιαχτά γουρουνιών απ' όλες τις αυλές των σπιτιών του χωριού.
Μόλις έκοβαν το γουρνοκέφαλο, έβαζαν το σφαγμένο γουρούνι ανάσκελα χάμω κι άρχιζαν το γδάρσιμο, πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Το λίπος στο μέρος εκείνο το χρησιμοποιούσαν για το παστό (βασιλόξιγκο). Το κάθε γουρούνι έβγαζε δέκα με δεκαπέντε γκάζια λίπος (λίπα, η οποία είναι ομηρική λέξη!). Μετά το γδάρσιμο αφαιρούσαν τα εντόσθια. Ο πιο έμπειρος άνδρας κοιτούσε τη σπλήνα και αποφαινόταν σχετικά. Αν ήταν διογκωμένη, ο χειμώνας θα παρατεινόταν πιθανώς μέχρι τον Μάρτιο. Στην αντίθετη περίπτωση ο χειμώνας θα ήταν κανονικός. Οι άνδρες και οι γυναίκες έπεφταν, κατόπιν, κυριολεκτικά πάνω στο γδαρμένο γουρούνι: άλλος ξεχώριζε το λίπος από το κρέας, άλλος έβγαζε κρέας για τηγανιά (φαγητό φτιαγμένο στο τηγάνι από ψαχνό κρέας, συκώτι, σπλήνα, καρδιά), άλλος καθάριζε τα λουκάνικα, άλλος ταχτοποιούσε το τομάρι ώστε να στεγνώσει και να φτιάξουν τα περίφημα γουρνοτσάρουχα. Όταν τελείωνε ο τεμαχισμός του γουρουνιού γινόταν μια ολιγόωρη παύση. Οι σφάχτες σκούπιζαν τα μαχαίρια, έπλεναν τα χέρια τους με ζεστό νερό και τραβούσαν για το σπίτι ια να φάνε τη νόστιμη τηγανιά ή το κοψίδι που είχε ετοιμάσει η οικοδέσποινα.
2.
Παστό, τσιγαρίδες, λουκάνικα: Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο από το χριστουγεννιάτικο γουρούνι. Το λίπος ή λίπα στα βλάχικα (ομηρική λέξη!) το λεγόμενο παστό, το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έλιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Η φωτιά έπρεπε να καίει με ένταση χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ώστε το λιώσιμο να γίνεται κανονικά για κάθε καζάνι. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος (βασιλόξιγκο) στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι τσιγαρίδες, τις οποίες οι συγχωριανοί μας έβαζαν στον τραχανά και στις πίτες.
Το λιωμένο λίπος το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πιθάρια.και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν ο σουφλιμάς και, φυσικά τα γνωστά νόστιμα χωριάτικα λουκάνικα που παρασκεύαζαν με μεγάλη επιμέλεια.
3. Η γουρνόφουσκα: Εμείς, τα παιδιά, παρακολουθούσαμε όλη αυτή την «άγρια» διαδικασία και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Πέρα από ότι θα τρώγαμε περισσότερο … κρέας τις ημέρες αυτές, περιμέναμε με αγωνία θα ολοκληρωθεί η διαδικασία της σφαγής για να πάρουμε την … πολυπόθητη … γουρνόφουσκα! Ήταν η … ουροδόχος κύστις του γουρουνιού την οποία φουσκώναμε και παίζαμε είτε ως μπαλόνι είτε ως … μπάλα!!!
4. Το Χριστόψωμο: Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά. Απαραίτητος στη μέση, επάνω,  ο σταυρός από ζυμάρι. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια, ανάλογα με το μεράκι ή τις οικογενειακές παραδόσεις της νοικοκυράς. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
5. Το Ύψωμα: Με διαφορετική επιμέλεια και «αώτο» (ομηρική λέξη), δηλαδή προζύμι, οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν το Ύψωμα για τους νεκρούς, το οποίο, κομμάτια – κομμάτια το πρόσφεραν σε όλους και, φυσικά, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
6. Γευστικά κουλουράκια: Την παραμονή των Χριστουγέννων οι αυλές των σπιτιών μοσχομύριζαν από τα κουλουράκια που έψηναν οι νοικοκυρές στους φούρνους και που έδιναν και στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Είχαν διάφορα σχήματα και στολίδια.
7. Το  μεγάλο κούτσουρο ή «Χριστόξυλο»: Από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης διάλεγε το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από βελανιδιά.  Είναι το ξύλο ή το κούτσουρο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το κούτσουρο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μή βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το κούτσουρο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το κούτσουρο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το κούτσουρο να καίει μέχρι τα Φώτα.
8. Γιαούρτια: Όσοι είχαν αιγοπρόβατα παρασκεύαζαν απαραιτήτως σε μεγάλες κατσαρόλες γιαούρτι, το οποίο μοίραζαν και σε οικογένειες που δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή.
9. Μπακλαβάς «κόθουρο»: Έχει ομηρικές ρίζες. Οι νοικοκυρές, συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, άνοιγαν φύλλα για τον μπακλαβά και έφτιαχναν το πατροπαράδοτο αυτό γλυκό των Χριστουγέννων χρησιμοποιώντας χοντρό φύλλο, σουσάμι, αμύγδαλα, γαρύφαλλο και κανέλα. Είναι το γνωστό «ριβανίε» στα βλάχικα ή «κόθουρο», επειδή ήταν στριφτό το σχετικό γέμισμα. Ήταν μια διαδικασία στην οποία επιδίδονταν οι άξιες νοικοκυρές με κέφι και μεράκι. 'Eπειτα, περήφανες μοίραζαν κομμάτια από τον μπακλαβά σε φιλικά σπίτια ή τα πρόσφεραν στους επισκέπτες και φίλους κατά την Πρωτοχρονιά και κατά την ονομαστική εορτή προσώπων της οικογενείας. Φυσικά, παρασκεύαζαν κι άλλα γλυκά, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε νοικοκυριού!
10.
 Η μπόσκα (στα βλάχικα) ή αγριοκρεμμύδα: Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Ακόμα και να το βγάλεις απ' τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα. Για το λόγοι αυτό οι Ριμένοι της Παλαιομάνινας καθώς και κάτοικοι πολλών περιοχών της χώρας μας την Πρωτοχρονιά κρεμούσαν τη μπόσκα στα εξώθυρα των σπιτιών τους (όπως ο αρχαίος πρόγονός μας… Πυθαγόρας) και μετά την έριχναν στις κεραμοσκεπές. Ο Διοσκουρίδης την περιγράφει: “Εστί δε και αλεξιφάρμακον όλη προ των θυρών κρεμαμένη” (Περί ύλης Ιατρικής Β, 171).
11. Το σπάσιμο του ροδιού: Οι Ριμένοι της Παλαιομάνινας είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στη χρήση του ροδιού ως συμβόλου αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Άλλωστε, τα παλιά χρόνια δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει και μια ροδιά στην αυλή ή στο χωράφι! Την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, στην εξώπορτα του σπιτιού πετούσανε και σπάζανε ένα ρόδι και έμπαιναν μέσα στο σπίτι με το δεξί, κάνοντας ποδαρικό. Ώστε ο καινούριος χρόνος να τα φέρει όλα δεξιά.
12. Το πέταλο: Το κρεμούσαν στην πόρτα για … γούρι!
13. Το αρνί: Όσοι είχαν αιγοπρόβατα, έσφαζαν στην εξοχή ένα αρνάκι ή κατσικάκι. Για να το μεταφέρουν όμως στα σπίτια καθαρά, μετά την εκδορά κλπ, γύριζαν το δέρμα ανάποδα και το έβαζαν ξανά σε αυτό ως θήκη. Αυτό το έθιμο απαντάται μόνο στο χωριό μας και, φυσικά, η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί σε πρακτικούς λόγους (ασφαλής μεταφορά και προφύλαξη από … βρωμιές!)
14.  Μακαρονόπιττα: Η βλάχικη πίτα των Χριστουγέννων στην Παλαιομάνινα. Τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά οι Ριμένες της Παλαιομάνινας παρασκεύαζαν, μαζί με τα χοιρινά κοψίδια και άλλα φαγητά, και την περίφημη νόστιμη βλάχικη  μακαρονόπιτα. Ήταν νόστιμη γιατί, πέρα από την επιτηδευμένη παρασκευή (παραδοσιακό φύλλο, παραδοσιακό ψήσιμο κλπ), περιείχε και νόστιμα, υγιεινά και παραδοσιακά τυροκομικά και άλλα υλικά:
Υλικά:
½ κιλό μακαρόνια Νο 5
1/3 κιλό τυρί φέτα
5 αυγά
¼ κιλού γάλα
½ κουταλάκι του γλυκού αλάτι
2 κουτάλες φαγητού λάδι
Για τη ζύμη: 3/4 κιλού αλεύρι και 2 κουταλάκια του γλυκού αλάτι. Σήμερα πουλιούνται έτοιμα χοντρά γευστικά χοντρά παραδοσιακά φύλλα για πίτα, αν δεν θέλουμε να παρασκευάσουμε σπιτικά με το γνωστό παραδοσιακό τρόπο.
Εκτέλεση:
Ανοίγουμε το φύλλο κατά το γνωστό τρόπο. Σε ένα πιάτο χτυπάμε τα αυγά και τα ρίχνουμε σε  μπολ. Βράζουμε τα μακαρόνια για 15 επτά και υα σουρώνουμε. Στο ίδιο μπολ προσθέτουμε τα μακαρόνια, το τυρί, το γάλα, το αλάτι και το λάδι και με ένα κουτάλι τα ανακατεύουμε. Το γέμισμα του ταψιού γίνεται όπως με την κολοκυθόπιτα, δηλαδή στρώνουμε τα πρώτα φύλλα, ρίχνουμε τη γέμιση, σκεπάζουμε τα υπόλοιπα φύλλα, χαρακώνουμε την επιφάνεια με κάθετες μαχαιριές, ρίχνουμε λίγο νερό με κατάβρεγμα και τοποθετούμε το ταψί στο φούρνο μέχρι να ροδοκοκκινίσει Θα βγει μια πίτα  φουσκωμένη και πολύ νόστιμη.  Μόλις κρυώσει λίγο, την κόβουμε σε ατομικά κομμάτια. Και του χρόνου!
15. Κοτόσουπα: Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι απαραίτητη ήταν η κότα, η οποία ήταν μαγειρεμένη με ρύζι (σούπα με αυγολέμονο) που συμβόλιζε την αφθονία. Την κότα τη σφάζανε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και με το αίμα της έκαναν έναν σταυρό (δεν συνηθιζόταν στο χωριό μας η γαλοπούλα!)
16. Φρέσκο νερό στα δοχεία την ημέρα των Φώτων: Την παραμονή των Φώτων δεν κρατούσαν στο σπίτι αποθηκευμένο νερό στα δοχεία, αλλά το έχυναν ώστε την άλλη μέρα να τα γεμίσουν με καινούργιο.
(* Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Στεργίου γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας  και διετέλεσε διευθυντής μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και περιοδικών).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο