Του
συνεργάτη μας ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ ΑΝΔΡΕΑ
Τέως
εφοριακός-συγγραφέας
E-mail: a.moudouris@gmail.com
Βρισκόμαστε
στις τελευταίες μέρες του Μάη, του έτους 1793.
Στο
χρονικό της ιστορικής εκείνης περιόδου, ο λαός της Γαλλίας αγωνίζεται ν’
αποτινάξει το ζυγό της Απολυταρχικής Μοναρχίας, της Φεουδαρχίας και του Δεσποτισμού,
και στη θέση του να στήσει το πανάκριβο βάθρο της ανθρωπιάς. Οραματίζεται μια
ελεύθερη κοινωνία αποδεσμευμένη από την ανάγκη και το φόβο, καινούργια, γεμάτη
από τη χαρά της δημιουργίας.
Σχεδόν,
όλη η Ευρώπη εκείνη την περίοδο, βράζει σ’ ένα ιδεολογικό καμίνι, όπου
σφυρηλατούνται ιδέες κι άνθρωποι θρεμμένοι απ’ τα ιερά νάματα της Γαλλικής Επανάστασης……….
Ένας
νεαρός Γάλλος αξιωματικός-επαναστάτης με αριστοκρατική καταγωγή (Κόμης),
υπακούοντας στη συνείδησή του και υπηρετώντας το μεγαλείο της ανθρωπιάς,
καταδικάζεται με την εσχάτη των ποινών, αυτή του θανάτου. Και ποιο ήταν το
έγκλημά του;
Έδειξε
έλεος στον μεγαλύτερο εχθρό της Επανάστασης, στον Μαρκήσιο ντε Λαντενάκ και τον
ελευθέρωσε!
Και
γιατί το έκανε αυτό; Γιατί, να
ελευθερώσει έναν επικηρυγμένο και καταδικασμένο εκ των προτέρων εχθρό του λαού;
Ο
Γκωβαίν, ο νεαρός αξιωματικός είχε τη νίκη, όμως ο μαρκήσιος, αν και ηττήθηκε
κατά κράτος απ’ τον μικρανεψιό του, τον Λοχαγό
Γκωβαίν, πέτυχε το θαύμα της διαφυγής. Είχε ξανακερδίσει τα δάση για να
οχυρωθεί εκεί, την ελευθερία για να πολεμήσει, τη σκιά για να κρυφτεί.
Ο
μαρκήσιος ήταν πια ασφαλής, έγινε ξανά ο αφέντης των δασών.
………………………… Ε ! λοιπόν ξαναπιάστηκε.
Ο
μαρκήσιος ντε Λαντενάκ, θεληματικά, αυθόρμητα, συνειδητά, άφησε το δάσος, την
ασφάλεια, τη σκιά, την ελευθερία, για ν’ αντιμετωπίσει πάλι τον πιο φοβερό
κίνδυνο, τη φωτιά.
Την
πρώτη φορά όπως είδε ο Γκωβαίν, ορμώντας μες στη φωτιά με κίνδυνο να κατακαεί,
και τη δεύτερη, κατεβαίνοντας τη σκάλα, που τον παρέδινε στους εχθρούς του.
Και
γιατί τόκανε αυτό ;
Για
να σώσει τρία παιδιά.
Και
τώρα τι θα τον έκαναν;
Θα τον
καρατομούσαν στην γκιλοτίνα.
Έτσι
λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος είχε διακινδυνεύσει τα πάντα γι’ αυτά τα τρία παιδιά.
Τα δικά του παιδιά; Όχι. Της
οικογενείας του; Όχι.
Για
τρία μικρά φτωχαδάκια, τα πρώτα τυχόντα, ορφανά, άγνωστα, κουρελιάρικα ξυπόλυτα.
Γι’ αυτά είχε κινδυνέψει τα πάντα αυτός ο Ευπατρίδης, αυτός ο πρίγκιπας, αυτός ο γέρος που είχε σωθεί, που είχε
νικήσει, γιατί η φυγή του ήταν ένας θρίαμβος.
Κ’
ύστερα, περήφανος, ενώ έδινε τα παιδιά στη μητέρα τους, είχε προσφέρει το
κεφάλι του, το άλλοτε τρομερό, και τώρα σεβάσμιο και ιερό.
Ο
μαρκήσιος είχε την εκλογή ανάμεσα στη ζωή των άλλων και τη δική του. Και σ’
αυτή την εκλογή προτίμησε το θάνατό του.
Και
θα τον σκότωναν.
Τι
αμοιβή, για τον ηρωισμό αλήθεια !
Τι
μείωση, για τη Δημοκρατία!
Ως
τώρα ο Γκωβαίν δεν έβλεπε στον Λαντενάκ, παρά το βάρβαρο πολεμιστή, το φανατικό
οπαδό της βασιλείας και της φεουδαρχίας, τον σφαγέα των αιχμαλώτων, το φονιά
που είχε αποχαλινώσει ο πόλεμος, αυτόν τον αιμοβόρο. Αυτόν τον άνθρωπο ο
Γκωβαίν δεν θα τον λυπόταν.
Όλα
ήταν ξεκάθαρα: Θα σκότωνε το φονιά. Αυτή ήταν η γραμμή της Επανάστασης. Όμως
μια μεταμόρφωση είχε συντελεστεί. Ο Γκωβαίν δεν είχε πια μπροστά του έναν
σφαγέα, αλλ’ έναν σωτήρα. Και το ουράνιο φως τον κατέβαλε. Ο Λαντενάκ τον
κεραυνοβόλησε με την καλοσύνη του! Κι
αυτή η μεταμόρφωση του ντε Λαντενάκ δε
θα μεταμόρφωνε τον Γκωβαίν;
Αυτό
το φως δε θα προκαλούσε αντιφέγγισμα ;
Ο
άνθρωπος του παρελθόντος θα τραβούσε μπροστά κι ο άνθρωπος του μέλλοντος θα
οπισθοχωρούσε;
Ο
άνθρωπος της βαρβαρότητας και των προλήψεων θάνοιγε φτερά και θα πετούσε, και θά ’βλεπε να σέρνεται στη λάσπη ο άνθρωπος με τις αξίες και τα ιδανικά;
Ο
Λαντενάκ αποδείχθηκε υπέροχος !
Τώρα
ήταν η σειρά του Γκωβαίν. Έπρεπε να δώσει την απάντηση.
Η κατάσταση
έμοιαζε μ’ ένα επίφοβο σταυροδρόμι, όπου κατέληγαν οι αντιμαχόμενες αλήθειες κι
όπου οι τρεις υπέρτατες ιδέες του ανθρώπου ατένιζαν η μια την άλλη: Η
Ανθρωπότητα, η Οικογένεια, η Πατρίδα.
Η
λογική έλεγε κάτι, το αίσθημα έλεγε κάτι άλλο, οι δυό λογικές ήταν αντίθετες.
Η
λογική είναι ψυχρή, το αίσθημα είναι συχνά συνείδηση.
Η μια
έρχεται από τον άνθρωπο η άλλη από πιο ψηλά. Αυτό είναι που κάνει το αίσθημα
λιγότερο καθαρό αλλά πιο δυνατό.
Τι
δύναμη, ωστόσο, που έχει η ψυχρή λογική !
Ο
Γκωβαίν δίσταζε. Άγρια αμηχανία:
Να
καταστρέψει τον μαρκήσιο ή να τον σώσει ;
Ποια
απ’ αυτές τις δύο αβύσσους είναι το καθήκον ;
Ο
Γκωβαίν προτίμησε το δεύτερο, να τον σώσει, αν και γνώριζε πως η
σωτηρία εκείνου θα γινόταν θάνατος για τον ίδιο.
Το
Δικαστήριο έγινε την ίδια μέρα με συνοπτικές διαδικασίες.
Πρόεδρος
του Έκτακτου Στρατοδικείου ορίστηκε ο Αβάς Σιμουρταίν, που είχε και το γενικό
πρόσταγμα, ως Μέλος της Επιτροπής Εθνικής Σωτηρίας.
Μάλιστα
ο Σιμουρταίν ήταν ο παιδαγωγός και πνευματικός πατέρας του λοχαγού Γκωβαίν.
Όμως παρ’ όλα αυτά, η ψήφος του Προέδρου έγειρε την πλάστιγγα της Δικαιοσύνης
προς την θανατική του καταδίκη………….
Κατά
τα μεσάνυχτα κάποιος που κρατούσε ένα φανάρι, πέρασε την αίθουσα της φρουράς,
δήλωσε την ταυτότητά του και διέταξε να του ανοίξουν της πόρτα της φυλακής.
Ήταν ο Σιμουρταίν. Μπήκε αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη πίσω του. Το κελί ήταν
σκοτεινό και σιωπηλό.
Ο
Γκωβαίν ήταν στο βάθος του κελιού, ξαπλωμένος επάνω στ’ άχυρα.
Κοιμόταν
βαθιά. Ο Σιμουρταίν προχώρησε όσο γινόταν πιο σιγανά, ήρθε κοντά στον Γκωβαίν
κι άρχιζε να τον κοιτάζει. Μια μητέρα που θα κοίταζε το παιδί της να κοιμάται
δε θά ’χε ένα βλέμμα πιο τρυφερό και πιο ανέκφραστο. Έμεινε για λίγο ακίνητος
κι ύστερα ανασήκωσε σιγά το χέρι του Γκωβαίν και τό ’φερε στα χείλη του. Ο
Γκωβαίν ανασάλεψε.
Άνοιξε
τα μάτια του και στο αδύναμο φως του φαναριού αναγνώρισε το Σιμουρταίν.
-Εσύ
είσαι δάσκαλέ μου;
-Ονειρευόμουν
πως ο θάνατος μου φίλησε το χέρι.
-Γκωβαίν!
Κοιτάχτηκαν! Ο Σιμουρταίν με κείνη τη φλόγα που
στεγνώνουν τα δάκρυα, κι ο Γκωβαίν με το πιο γλυκό χαμόγελο.
Ο
Γκωβαίν, ανασηκώθηκε στον αγκώνα του και είπε :
-Η
ουλή αυτή που βλέπω στο πρόσωπό σου είναι η σπαθιά που δέχτηκες για μένα. Χτες
ακόμα ήσουν μέσα στη φωτιά της μάχης, δίπλα μου. Αν έχω την αίσθηση του
καθήκοντος, εσύ μου την έδωσες. Μου αφήρεσες τις προλήψεις και μ’ άφησες να
μεγαλώσω ελεύθερος. Μέσα στο πιθανό έκτρωμα έβαλες μια συνείδηση. Χωρίς εσένα
θα μεγάλωνα μικρός. Χάρη σε σένα υπάρχω. Είχα γεννηθεί αρχοντόπουλο και μ’
έκανες πολίτη. Δεν ήμουν παρά πολίτης και μ’ έκανες πνεύμα. Μούδωσες για να βαδίζω στην ανθρώπινη πραγματικότητα το κλειδί της αλήθειας. Και να προχωρήσω
πέρα απ’ αυτή, το κλειδί του φωτός.
Ω !
δάσκαλέ μου, σ’ ευχαριστώ. Εσύ με δημιούργησες.
Αυτή
τη στιγμή τα διακρίνω όλα παράξενα κι ωραία. Κάτω απ’ τη σκαλωσιά της
βαρβαρότητας οικοδομείται ο ναός του πολιτισμού.
-Ναι,
απάντησε ο Σιμουρταίν, απ’ αυτό το προσωρινό θα βγει το οριστικό. Δηλαδή τα
παράλληλα δικαιώματα και καθήκοντα, η αναλογική και προοδευτική φορολογία, η
υποχρεωτική θητεία, και πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα η Δημοκρατία του απόλυτου.
-Πάντως
εγώ προτιμώ τη Δημοκρατία του Ιδεώδους.
Ω! δάσκαλέ μου, μέσα σ’ όλα αυτά που
είπες, που τοποθετείς την αφοσίωση, την αυτοθυσία, την αυταπάρνηση, το
μεγαλειώδη εναγκαλισμό της στοργής, τον έρωτα;
Το να
ισοζυγίσεις τα πάντα είναι καλό, αλλά να τα εναρμονίσεις είναι καλύτερο.
-Χάνεσαι
στα σύννεφα…...
-Και συ
στους υπολογισμούς. Εγώ θάθελα νάφτιαχνε τον άνθρωπο ο Ευκλείδης, θα τον προτιμούσα απ’ τον Όμηρο.
-Ποίηση,
…………. Γκωβαίν να δυσπιστείς στους
ποιητές.
-Ναι
το ξέρω αυτό. Να δυσπιστείς στις πνοές, στις αχτίδες, στ’ αρώματα, στα
λουλούδια, στους αστερισμούς !
-Τίποτα
απ’ αυτά δε σου δίνουν να φας.
-Που
το ξέρεις; Η ιδέα είναι κι αυτή τροφή. Όποιος σκέπτεται τρώει.
-Εκτός
απ’ το αυστηρό δίκαιο δεν υπάρχει τίποτα.
-Υπάρχουν
τα πάντα.
-Εγώ
δε βλέπω παρά μονάχα το δίκαιο.
-Εγώ
αποβλέπω σε κάτι υψηλότερο !
-Μα
τι υπάρχει, λοιπόν υψηλότερο απ’ το δίκαιο ;
-Η
κοινωνική δικαιοσύνη.
-Σε
προκαλώ να μου εξηγήσεις.
-Έστω.
Θέλετε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Εναντίον ποίων;
Εναντίον
άλλων ανθρώπων. Εγώ, όμως, δε θέλω καθόλου τη στρατιωτική θητεία. Θέλω την ειρήνη.
Θέλετε να βοηθήσετε τους εξαθλιωμένους. Εγώ ζητάω την εξάλειψη της αθλιότητας. Θέλετε την αναλογική φορολογία. Εγώ δε θέλω
καθόλου φορολογία. Τα κρατικά έξοδα να περιοριστούν στην απλούστερη μορφή τους
και να πληρώνονται απ’ την κοινωνική υπεραξία.
-Τι
εννοείς μ’ αυτό ;
-Να
καταργηθούν πρώτα όλοι οι παρασιτισμοί. Ύστερα να γίνει εντατική εκμετάλλευση
του πλούτου. Πετάτε τόσο λίπασμα στους υπονόμους. Ρίξτε το στα χωράφια. Η γή
έχει ένα υπόγειο δίχτυ φλεβών. Ανοίξτε αυτές τις φλέβες, για να ξεπηδήσει το νερό για τις κρήνες σας, τη φωτιά για τις
εστίες σας και το πετρέλαιο για την ενέργεια.
Σκεφθείτε
την κίνηση των κυμάτων, το πήγαινε-έλα της παλίρροιας.
-Να, που παρασύρθηκες πάλι από τ’ όνειρα…………..
-Και
τη γυναίκα ; Για ποιο ρόλο την
προορίζετε ;
Ο
Σιμουρταίν απάντησε:
-Nα υπηρετεί
τον άντρα.
-Ναι,
αλλά μ’ έναν όρο.
-Με ποιόν
;
-Ο
άντρας να είναι υπηρέτης της γυναίκας.
-Τι
λες ! φώναξε ο Σιμουρταίν. Ο άντρας
υπηρέτης ;
Ποτέ.
Ο άντρας είναι ο αρχηγός. Ο άντρας στο σπίτι του είναι βασιλιάς.
-Ναι.
Μ’ έναν όρο.
-Ποιόν
;
-Η
γυναίκα νάναι βασίλισσα.
-Δηλαδή
θέλεις για τον άντρα και τη γυναίκα;
Πως είναι δυνατόν ;
Τα
δύο αυτά πλάσματα διαφέρουν τόσο πολύ.
-Είπα
στην ισότητα, όχι στην ταυτότητα.
-Και
το παιδί; Σε ποιόν το δίνεις;
-Πρώτα
στον πατέρα που το γεννάει, ύστερα στη μάνα που το γαλουχεί.
Μετά
στο δάσκαλο που το ανατρέφει. Μετά στην πολιτεία που τον αντρώνει. Ύστερα στην
πατρίδα πούναι η μεγαλύτερη μητέρα και
τέλος στην ανθρωπότητα πούναι η μεγάλη πρόγονος.
-Δε
λες τίποτε για το Θεό.
-Καθεμιά
απ’ αυτές τις βαθμίδες, πατέρας, μητέρα, δάσκαλος, πολιτεία, ανθρωπότητα,
είναι κ’ ένα σκαλοπάτι της σκάλας που ανεβαίνει ως το θεό. Όταν βρίσκεσαι στην
κορυφή της σκάλας έχεις φτάσει ως το Θεό.
Ο
Θεός ανοίγει την αγκαλιά του. Δεν έχεις παρά να μπεις !
-Πας
πολύ γρήγορα.
-Ίσως,
γιατί δεν έχω καιρό, είπε ο Γκωβαίν
χαμογελώντας.
Την
άλλη μέρα, πρωί-πρωί έγινε η εκτέλεση του Λοχαγού Γκωβαίν. Ο Σιμουρταίν που
παρακολουθούσε τη φοβερή αυτή διαδικασία από τον εξώστη του πύργου, μόλις είδε
το κεφάλι του αγαπημένου του μαθητή να κυλάει στο ικρίωμα της θανατικής εκτέλεσης δεν το άντεξε
και την ίδια στιγμή με το τουφέκι του έθεσε τέρμα στη ζωή του, ευελπιστώντας
πως είχε κάνει το καθήκον του στο ακέραιο....
Υ.Γ.
Μελετώντας με προσοχή και μεγάλο ενδιαφέρον τα έργα του ογκόλιθου της
παγκόσμιας λογοτεχνίας Β. Ουγκώ, διαπίστωσα,
πως ο μεγάλος στοχαστής και ρομαντικός,
περισσότερο από πενήντα χρόνια έκανε υπόθεσή του κάθε
κίνημα εθνικής αποκατάστασης. Ας μη ξεχνάμε τη φλογερή του συμπαράσταση στο
δικό μας Αγώνα το «1821», όπου, «με
στόμα γεμάτο φωτισμένα σκοτάδια, με μάτια γεμάτα κραυγές»,
……… Η παραπάνω αφήγηση, αποτελεί μια περιληπτική
παρουσίαση του αριστουργήματος του Β. Ουγκώ «1793», που αναφέρεται στην Γαλλική
Επανάσταση, και θεωρώ πως τα μηνύματα και οι ιδέες, που προβάλλονται μέσα απ’
αυτό, είναι τόσο επίκαιρα σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, κι ο καθένας, ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα ……………….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο