Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΒΡΟΣ 1974» του Ανδρέα Μουντούρη


Του Ανδρέα Μουντούρη
Συντ/χος εφοριακός – συγγραφέας
E-mail:  a.moudouris@gmail.com

V-
        ……Έβλεπα από την τηλεόραση τους Τούρκους στρατιώτες με τα σακίδια στον ώμο τους, να αποβιβάζονται από τα πλοία τους και να μοιάζουν με τουρίστες, που έβγαιναν από κρουαζερόπλοια και πήγαιναν να επισκεφτούν αρχαιολογικούς τόπους. Τι να πώ, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι ! Ένα πολυβόλο να υπήρχε στις ακτές, έστω κι ένα, θα θέριζε εκατοντάδες από δαύτους!
       Ας τολμήσουν λοιπόν, να κάνουν το ίδιο κ’ εδώ  στον Έβρο και μάλιστα αυτή την εποχή,  που είναι ήρεμα τα νερά του, τους δίνεται η ευκαιρία για βαρκάδα αναψυχής, κι εγώ  ορκίζομαι  να μετατρέψω το ποτάμι σε  υγρό τους τάφο και τις βάρκες τους σε φέρετρα........



      Ο λόχος μας, αν χρειαστεί να πολεμήσει, πρέπει να γνωρίζετε, ότι θα μάχεται από οχυρωμένες αμυντικές τοποθεσίες, οι οποίες είναι απόρθητες και δεν έχει να φοβηθεί απολύτως τίποτε σε σχέση  με τον εχθρό, που στην περίπτωση που θ’ αποφασίσει να επιτεθεί σίγουρα θα  αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα. 

      Το πρώτο απ’ αυτά,  είναι το φυσικό εμπόδιο του ποταμού, το δεύτερο,  τα φονικά μας ναρκοπέδια που στρώνει καθημερινά σε καίριες και προσπελάσιμες περιοχές το Μηχανικό μας,  το τρίτο,  τα υπερσύγχρονα όπλα μας, που θα τους σφυροκοπούν ανελέητα από ξηρά και αέρα και το τέταρτο, το κυριότερο από όλα, έχει να κάνει με την ελληνική ψυχή, που ξέρει να δίνει μάχες και να τις κερδίζει, κι αυτό δεν το λέω εγώ,  αλλά η ιστορία μας με τα χιλιάδες παραδείγματα ηρωισμού και ανδρείας, που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της.
       Ας τολμήσουν λοιπόν οι γείτονες να μας επιτεθούν, το ποτάμι και τα χωριά τους απέναντι βρίσκονται στο βεληνεκές των όπλων μας, εμείς τους περιμένουμε και τους υποσχόμαστε να καλοπεράσουν…..

       Και τώρα ακούστε τις τελευταίες διαταγές. Θα ξεκινήσουμε με τη σήμανση του συναγερμού. Οι διμοιρίτες να φροντίσουν τις διμοιρίες τους και να επιβλέπουν την επιβίβαση των οπλιτών στα οχήματα.
         Θα κινηθούμε σε φάλαγγα, της οποίας θα ηγούμαι ο ίδιος προσωπικά.
         Θα ακολουθεί η ομάδα διοικήσεως και στη συνέχεια οι διμοιρίες, με πρώτη κατά σειρά τη διμοιρία των αντιαρματικών πυροβόλων, δεύτερη τη διμοιρία όλμων και τρίτη τη διμοιρία πολυβόλων. Οι πρώτες δυνάμεις μας θα εγκατασταθούν στο ύψωμα της «Παγάλας», που δεσπόζει της ευρύτερης περιοχής και μετά θα συνεχίσουμε βορειοανατολικά………

        Ο λοχαγός δεν πρόφθασε να ολοκληρώσει κι οι σειρήνες του συναγερμού άρχισαν να σημαίνουν, ενώ συγχρόνως εκείνη τη στιγμή ακουγόταν απέναντι απ’ το ποτάμι θόρυβος οχημάτων.
      Ο ανθυπολοχαγός Μωραΐτης πήρε τα κιάλια του κι έριξε μια ματιά προς το σημείο εκείνο απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος κι αμέσως διαπίστωσε, πως Τουρκικά άρματα μάχης, κινούμενα σε φάλαγγα κατευθυνόταν βόρεια προς την Αδριανούπολη.
       Ο λοχαγός σκέφθηκε, πως λογικό είναι οι Τούρκοι να συγκεντρώνουν τις περισσότερες από τις δυνάμεις τους στην Αδριανούπολη, γιατί το σημείο εκεί είναι τριεθνές και η πόλη μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες της Ανατολικής Θράκης κι έπρεπε να την προστατέψουν………….

      Σε λίγο οι σειρήνες σίγησαν κι απ’ τα μεγάφωνα τώρα ακούγονταν μόνο εθνικά εμβατήρια. Οι λόχοι της Μονάδος ήσαν όλοι πανέτοιμοι κι ένας –ένας με τη σειρά του εγκατέλειπε το στρατόπεδο πηγαίνοντας, για την πρώτη γραμμή. 
      Όλοι αισθάνονταν ρίγη συγκίνησης κι εθνικής περηφάνιας. Έβλεπαν τους πολίτες με τις οικογένειές τους, άλλοι με τ’ αυτοκίνητά τους κι άλλοι πάνω σε κάρα κι αραμπάδες με τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης φορτωμένα, να κατευθύνονται δυτικά. Είχαν κλειδαμπαρώσει τα σπίτια τους κι έφευγαν. 
       Όσοι είχαν συγγενικά τους πρόσωπα, που διέμεναν μακριά από τη μεθόριο πήγαιναν εκεί για φιλοξενία, οι υπόλοιποι θα κατασκηνώσουν στην ύπαιθρο, μέχρι η κατάσταση να ξεκαθαρίσει, άλλωστε ήταν καλοκαίρι κι οι συνθήκες  ευνοούσαν. Ο λόχος του Καρακώστα δεν είχε απομακρυνθεί απ’ το στρατόπεδο ούτε τριακόσια μέτρα, κι ένας αραμπάς, που τον έσερναν δυό βόδια, σταμάτησε ξαφνικά κι ο αραμπατζής έκανε νόημα στο λοχαγό να σταματήσουν. 
         Τότε η γυναίκα του, μια όμορφη και γεροδεμένη κυρά, γύρω στα πενήντα, πήρε ένα πάνινο τραπεζομάνδηλο έβαλε μέσα δυό ζεστά καρβέλια ψωμί κι ένα μεγάλο «κεφάλι» γελαδινό τυρί, το έδεσε καλά και το πρόσφερε στο λοχαγό.
- Μα κυρία μου, τι κάνετε εκεί; Σας παρακαλώ, όλα αυτά, που μας προσφέρετε θα σας χρειαστούν, για μας μην ανησυχείτε καθόλου, η «μαμά»  πατρίδα,  μας φροντίζει  και  μάλιστα με το παραπάνω !
– Εγώ, σας παρακαλώ κύριε Λοχαγέ, να δεχτείτε τη μικρή προσφορά μας, γιατί τις πρώτες μέρες, μέχρι να οργανωθείτε και να προσαρμοστείτε στις καινούργιες συνθήκες θα σας χρειαστούν, κάτι ξέρουμε κι εμείς από στρατό, αποκτήσαμε βλέπετε αρκετή πείρα από προηγούμενες αναμπουμπούλες.
      Έπειτα, κι εγώ παλικάρι μου έχω ένα γιό, ο οποίος  επιστρατεύτηκε και σήμερα πρωί-πρωί έφυγε, για την Ορεστιάδα.  «Ο Χριστός κι η Παναγιά να είναι μαζί σας και με το καλό όλοι, να γυρίσετε και πάλι στα σπίτια σας». 
       Η καλοσυνάτη εκείνη γυναίκα με δάκρυα στα μάτια χαιρέτησε το λοχαγό και ενστικτωδώς τον έσφιξε στην αγκαλιά της, εκείνη τη στιγμή ένιωθε, σαν να έβλεπε το δικό της παιδί και χωρίς να μπορεί απ’ τη συγκίνηση ν’ αρθρώσει άλλη λέξη τράβηξε απ’ τον ώμο του το χέρι της και με αργές κινήσεις ανέβηκε στον αραμπά, ενώ με τη μανδήλα της σκούπιζε τα δάκρυά από το πρόσωπό της.

     Ο λοχαγός κοίταξε τον οδηγό του κι είπε: «Όταν οι άνθρωποι σου δείχνουν τόση αγάπη και περιμένουν από σένα να υπερασπιστείς την τιμή και την ελευθερία τους μπορείς, αν χρειαστεί, να μη δώσεις, ακόμη και τη ζωή σου;».

      Η μεγαλύτερη έκπληξη, που περίμενε το λοχαγό και το λόχο του, ήταν η στιγμή εκείνη, που διέσχιζαν την περιμετρική λεωφόρο Διδυμοτείχου και πλησίαζαν τη γέφυρα του Ερυθροπόταμου. Εκεί ακριβώς, έπεσαν πάνω στο συλλαλητήριο, το οποίο είχε οργανώσει η νεολαία Διδυμοτείχου και των γύρω περιοχών, προκειμένου να διαδηλώσουν, για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη διχοτόμηση του νησιού.
     Στο συλλαλητήριο συμμετείχαν μαθητές Γυμνασίου, Λυκείου, φοιτητές ανώτερης και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, νέοι διαφόρων παραγωγικών τάξεων αλλά και πολίτες κάθε ηλικίας με τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, που τα κρατούσαν απ’ το χέρι ή τα κουβαλούσαν στους ώμους τους. Είχε προηγηθεί συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία και πορεία διαμαρτυρίας στους δρόμους της πόλης, κι ενώ η διαδήλωση έφθασε στο τέλος της και το πλήθος άρχισε να διαλύεται, μόλις εμφανίστηκε η στρατιωτική φάλαγγα, οι διαδηλωτές άρχισαν εκ νέου να συσπειρώνονται γύρω από τα στρατιωτικά οχήματα.
       Το πλήθος παραληρούσε από ασυγκράτητο ενθουσιασμό, αγκάλιαζε και φιλούσε τους στρατιώτες, τους χειροκροτούσε και με αυτοσχέδια συνθήματα της στιγμής προσπαθούσε να τους ενθαρρύνει και ν’ αναπτερώσει το ηθικό τους:
«Στο θρύλο των Ελλήνων, εκεί μεσ’ την Αγιά Σοφιά
δοξάστε την Κυρά-Δέσποινα και το Χριστό ξανά».
Άλλο σύνθημα έλεγε:  «Μεσ’ του Βοσπόρου τα στενά το μπόγια της Ασίας να πνίξετε παιδιά». …
«Διώξτε ξανά τους Τούρκους στις στέπες της Ανατολής, που θέλουν να γίνουν κύριοι απανταχού της γης ».

      Κάποια στιγμή μερικοί διαδηλωτές πλησίασαν το αυτοκίνητο του λοχαγού, το έπιασαν ολόγυρα και το σήκωσαν στον αέρα, ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο.
     Όταν το αυτοκίνητο ακούμπησε στο έδαφος, ένα κοριτσάκι, περίπου επτά χρόνων, που το συνόδευε ο πατέρας του, πλησίασε το λοχαγό και σηκώνοντας ψηλά το χεράκι του προσπαθούσε να του δώσει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
       Ο λοχαγός,  όταν το αντιλήφθηκε, φανερά συγκινημένος, κατέβηκε από το αυτοκίνητό το, πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά του και το φίλησε στο μέτωπο, εκείνο ανταπέδωσε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο και με την παιδική του αθωότητα του είπε: «Θέλω κύριε Λοχαγέ, εσύ κι οι στρατιώτες σου να σκοτώσετε όλους τους Τούρκους, γιατί είναι κακοί άνθρωποι».
-Γιατί αγάπη μου, να σκοτώσουμε όλους τους Τούρκους, τι έκαναν κι είναι κακοί άνθρωποι ;
- Γιατί, οι Τούρκοι μας πήρανε τη μισή Κύπρο και σκότωσαν τους Έλληνες!

       Ο λοχαγός ενθουσιάστηκε με την εξυπνάδα της μικρής κι αφού την έσφιξε ξανά στην αγκαλιά του, τη φίλησε και στη συνέχεια την παρέδωσε στον πατέρα της, μπήκε μετά στ’ αυτοκίνητό του στάθηκε λίγο όρθιος μπροστά απ’ το κάθισμά του κι αφού ακούμπησε το χέρι του στο τζάμι του ξεσκέπαστου τζιπάκι του είπε δυό λέξεις στο συγκεντρωμένο πλήθος. «Θέλω σαν διοικητής αυτού του λόχου, να σας απευθύνω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ, για την αγάπη σας και την αμέριστη συμπαράστασηΠριν τριάντα τέσσερα χρόνια, οι πατεράδες μας πολέμησαν στα βουνά της Αλβανίας, για να ζήσουν τα παιδιά τους ελεύθερα, σήμερα ο κλήρος έλαχε σε μας, να υπερασπιστούμε την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας κι εκείνο, που μπορώ να σας πω είναι, ότι αν χρειαστεί, με ηρωισμό κι αυταπάρνηση θα κάνουμε το καθήκον μας, για να ζήσει το αγγελούδι αυτό, που προηγουμένως κρατούσα στην αγκαλιά μου αλλά κι όλα τα παιδιά της Ελλάδας ελεύθερα κι ευτυχισμένα!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο