(Ένα
απόσπασμα του διηγήματος)
Του Ανδρέα
Μουντούρη
(Συντ/χου εφοριακού-συγγραφέα)
E-mail:a.moudouris@gmail.com
…..Τον
τελευταίο καιρό είμαι πολύ χαρούμενος! Νιώθω ευδιάθετος κι αρκετά αισιόδοξος !
Κατάφερα να διώξω από μέσα μου, όλες εκείνες τις ανασφάλειες, που με βασάνιζαν,
μετά από κάποιο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισα, και τώρα, «Δόξα τω Θεώ ! »,
αισθάνομαι υπέροχα!
Προσπαθώ να
σκέπτομαι θετικά και ν’ απολαμβάνω, όσο μπορώ την κάθε μου στιγμή, την κάθε
μέρα που περνάει.
Φροντίζω τον
εαυτό μου, προσέχω την υγεία μου, κι από κει και πέρα, ας γίνει όπως τα θέλει ο Θεός !
Οι
πνευματικές εντρυφήσεις σε συνδυασμό με τις χειρωνακτικές αγροτικές εργασίες
είναι, ότι καλύτερο για μένα.......
Είναι ένα
είδος ψυχοθεραπείας, κυρίως, όταν αυτές είναι δημιουργικές.
Όλες αυτές
τις μέρες, όπως και τις προηγούμενες, έχω κάνει ένα σωρό δουλειές, πράγμα που
μου πρόσφερε ηθική ικανοποίηση και μου έδωσε την ευκαιρία ν’ απολαμβάνω τη χαρά
της δημιουργίας !
Ξεκίνησα από
τον ανθόκηπο, που καλύπτει τη νότια και δυτική πλευρά του σπιτιού. Έκοψα όλα τ’
αγριόχορτα καθώς και τα μονοετούς καλλιέργειας λουλούδια, που είχαν ξεραθεί,
και τ’ αντικατέστησα με άλλα Φθινοπωρινά.
Κλάδεψα τις
τριανταφυλλιές και τα υπόλοιπα καλλωπιστικά φυτά.
Έσκαψα τα
λουλούδια ολόγυρα και τους έριξα κοπριά και καστανόχωμα.
Δύο
τριανταφυλλιές, προς τη μεριά του δρόμου, ήταν γεμάτες τριαντάφυλλα και λυπήθηκα
να τις κλαδέψω, περιορίστηκα μόνο, στο να σκύψω πάνα τους και ν’ απολαύσω το
υπέροχο άρωμά τους.
Κούρεψα το
χλοοτάπητα της αυλής και κλάδεψα τα λιγούστρα, τα οποία σχηματίζουν το φυσικό
φράχτη, που χωρίζει την αυλή του σπιτιού από το μικρό μου περιβόλι.
Όλο το
περιβάλλον του σπιτιού μου άλλαξε κι έγινε αγνώριστο.
Όλα τώρα μου
φαίνονται πιο όμορφα και πιο ζωντανά !
Όμως πιο
πολύ καμαρώνω για το λιοστάσι μου, γιατί είναι το μοναδικό κτήμα που έχω, και
για να είμαι ειλικρινής τα τελευταία χρόνια το είχα εντελώς παραμελήσει.
Θυμόμουν πως είχα λιοστάσι, μόνο όταν ερχόταν ο καιρός να μαζέψουμε τις ελιές.
Όμως σήμερα απ’ τα χαράματα βρισκόμουν εκεί μαζί με δύο εργάτες, όπου κάναμε
τις απαραίτητες εργασίες για να το επαναφέρουμε στην παλιά του κατάσταση.
Φυτέψαμε και
τρία νεαρά ελαιόδεντρα που είχαμε φέρει μαζί μας και νομίζω
πως κατά ένα μεγάλο μέρος πετύχαμε το στόχο μας.
Τα
ελαιόδεντρα τα είχα αγοράσει την προηγούμενη μέρα από το φίλο μου το Σωτήρη,
έναν χωριανό μου, που ασχολείται με φυτώρια.
Μου έδωσε
μάλιστα ο Σωτήρης και τις απαραίτητες συμβουλές, για να έχω επιτυχία στο
φύτεμα.
-Κάνεις πολύ
καλά Αλέξη, μου είπε, που τις ελιές τις φυτεύεις τώρα το Φθινόπωρο. Να δεις, θα
τις «πάρει» μέσα ο Χειμώνας, θα πιούν το νεράκι τους, θα ριζοπιάσουν και πέρα
την Άνοιξη θα είναι πανέτοιμες να πετάξουν τα νέα τους βλαστάρια!
-Ακριβώς,
αυτό σκέφθηκα κι εγώ Σωτήρη, άλλωστε εμείς στα μέρη μας έχουμε ήπιους Χειμώνες
και δεν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από τις παγωνιές. Άσε, που αυτές, μέχρι την
Άνοιξη, θα δυναμώσουν και δεν θα χρειασθούν και πολλά ποτίσματα το Καλοκαίρι.
-Αυτές τις
ελιές, που θα τις βάλεις; Έχεις ελεύθερο χώρο ή ξεστρεμμάτισες τίποτε άκρες;
-Θα τις
φυτέψω κοντά σε τρία άλλα παλιά ελαιόδεντρα, που έχουν χρόνια να καρπίσουν και
είναι έτοιμα να ξεραθούν.
Στη δυτική πλευρά του κτήματος υπάρχει ένα μικρό ρέμμα,
που όταν βρέχει, πιάνει τα νερά που
κατεβαίνουν από το βουνό και με τη σειρά του τα αποχετεύει στο λαγκαδάκι, που
περνά κοντά στον «Αη Δημήτρη».
Το ρέμα δεν
πήγα ποτέ να το καθαρίσω, έτσι κάποια στιγμή μπαζώθηκε.
Τα νερά
μπήκαν στο κτήμα και το έδαφος διαβρώθηκε, έφυγε το χώμα από τις ελιές και οι
ρίζες τους βγήκαν στην επιφάνεια.
Τι ήθελες να
κάνουν τα δεντράκια; Πώς να καρποφορήσουν;
Και πώς να
μη ξεραθούν, όταν τους έλειπε η τροφή και το νερό;
Και να ήταν
μόνο αυτό ; Το λιοστάσι έγινε δάσος απ’ τα πουρνάρια και τα
παλιούρια, που είχαν φυτρώσει, κι όσο για τα βάτα, αυτά είχαν σκαρφαλώσει στις
ελιές και τις έπνιγαν, δεν τις άφηναν καν ν’ αναπνεύσουν!
Αν, ζούσε ο
πατέρας μου, κι άραζε από κάποια μεριά και τις έβλεπε, σίγουρα τον άνθρωπο θα
τον έπιανε «κόλπος»!
Αγαπούσε
πολύ τα κτήματά του και τα φρόντιζε, όπως και τα ζωντανά του. Ήταν δεμένος με
τη γή του, γιατί την παιδεύτηκε και μ’ αυτή, μπόρεσε ν’ αναστήσει και να
μεγαλώσει μια «θράκα» φαμελιά.
Οι αγρότες,
εκτός από τα προϊόντα που παρήγαγαν, για την κατανάλωση, προσφέροντας τα
μέγιστα στην εθνική οικονομία, είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό και την οικιακή
οικονομία.
Θυμάμαι τον
πατέρα μου, που ήταν αληθινός αγρότης. Εκείνος είχε δεν είχε δουλειά στα
κτήματα, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα θα τα επισκέπτονταν, οπωσδήποτε. Στο
κτήμα σου μου έλεγε, και τίποτε να μην κάνεις, μόνο που θα σε δει και θ’
ακούσει την καλημέρα σου, αυτό θα σου
χαμογελάσει, κι όταν έρθει η ώρα της συγκομιδής θα σ’ ανταμείψει με τους
καρπούς του.
Τα δέντρα
μου έλεγε, είναι σαν τον άνθρωπο, για να επιβιώσουν χρειάζονται φως, αέρα, νερό
και καλό έδαφος.
Όταν ήμουν
μικρός θυμάμαι, έπαιρνε κι εμένα μαζί του. Πηγαίναμε καβάλα στ’ άλογο, αυτός
καθόταν στο σαμάρι κι εγώ μεσοκάπουλα.
Δε γνώριζε
γράμματα, όμως ήταν καλός άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, είχε πολλές αρετές
και καλλιέργεια ψυχής.
Συχνά μ’
ορμήνευε να κάνω το σωστό. Όλα όσα μου είχε πει, στη ζωή τα βρήκα μπροστά μου.
Κάποτε στα
πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, αν δεν κάνω λάθος, πήγαινα στην πρώτη τάξη του
Λυκείου, κι ήταν Ιούνης μήνας, περίοδος των εξετάσεων. Μόλις είχα γυρίσει απ’
το σχολείο, έφαγα κάτι στα γρήγορα, κι ετοιμαζόμουν να ριχτώ στη μελέτη, γιατί
την επόμενη μέρα έγραφα διαγώνισμα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μπροστά μου ο
πατέρας μου και μου είπε, πως έπρεπε να φύγω γρήγορα και να πάω στο χωράφι, να
σκαλίσω καπνό. Εκεί βρίσκονταν απ’ το πρωί και οι μεγαλύτερες αδελφές μου κι
έπρεπε να πάω να τις βοηθήσω.
Στην αρχή
αντέδρασα. Μα πατέρα έχω εξετάσεις, του είπα, αύριο γράφω αρχαία ελληνικά, πότε
θα προφτάσω να διαβάσω;
-Άκουσε
παιδί μου, όποιος θέλει μπορεί να τα κάνει και τα δύο!
Θα πας τώρα
να δουλέψεις, και με το ηλιοβασίλεμα αφού γυρίσετε στο σπίτι, τότε διαβάζεις με τη λάμπα! Το ηλεκτρικό δεν είχε φθάσει ακόμη στο χωριό.
Πήγα λοιπόν
στο χωράφι, δούλεψα κάνα δυό ώρες, αλλά ο τόπος δεν με «χώραγε», σκεπτόμουν
συνέχεια τις εξετάσεις κι έτσι τόσκασα να πάω να διαβάσω. Όμως για κακή μου
τύχη, στο δρόμο για το σπίτι, πέφτω πάνω στον πατέρα μου !
Τα χρειάστηκα
! Που πας, με ρώτησε. Μα πατέρα…… πάω να
διαβάσω του είπα, τα μαθήματα είναι πολλά και δεν θα προφθάσω με τη λάμπα !
-Δε θα
προφτάσεις; Και τον υπόλοιπο καιρό τι
έκανες; Τώρα μέσα σε
δυό ώρες θα τα μάθεις όλα;
Χωρίς
δεύτερη κουβέντα, πήρε από το σαμάρι του αλόγου μια φαλτσέτα, έκοψε μια χοντρή
βέργα από τις λυγιές που βρίσκονταν εκεί γύρω, κι’ άρχισε να με χτυπά με δύναμη
στα πόδια και στα χέρια.
Ήταν
καλοκαίρι, ήμουν ξυπόλητος και φορούσα κοντό παντελονάκι, τα πόδια μου
είχαν καταματώσει !
Πονούσα πολύ
! Μα πιο πολύ πονούσε η ψυχή μου !
Είχα
ξεσπάσει σε λυγμούς και φώναζα μ’ αναφιλητά: Φύγε ! Φύγε !
Δε σ’ έχω
πατέρα ! Δε θέλω να σε ξαναλέω πατέρα!
Εκείνο το
βράδυ, όταν γύρισα στο σπίτι, δεν άνοιξα καν το βιβλίο, ούτε είχα όρεξη για
φαγητό. Έπεσα μπρούμυτα, κάπου εκεί σε μια γωνιά και αμέσως αποκοιμήθηκα.
Από τότε
είχαν περάσει τρία χρόνια. Τέλειωσα το Λύκειο κι έδωσα εξετάσεις στο
Πανεπιστήμιο, όπου και πέρασα, με υποτροφία !
Στο σπίτι
όλοι το χάρηκαν και το γιόρτασαν με τη ψυχή τους.
Ο πατέρας
μου μ’ αγκάλιασε, με φιλούσε κι έκλεγε απαρηγόρητα, το ίδιο έκανε και η μάνα μου. Στην αρχή νομίσαμε πως
κλαίνε από χαρά και φροντίσαμε ν’ αποφορτίσουμε λίγο την ατμόσφαιρα.
Όμως
εκείνος, κάποια στιγμή με πλησίασε και μου είπε: -Παιδί μου, δεν
ξέρω αν ποτέ, θα μπορέσεις να με συχωρέσεις!
Ξαφνιάστηκα
μ’ εκείνα τα λόγια του, και τον ρώτησα:
-Μα πατέρα,
τι έκανες και πρέπει να σε συχωρέσω;
-Εσύ αγόρι
μου, ήθελες να μάθεις γράμματα, κι εγώ ο άθλιος κάποτε, που έφυγες απ’ το
χωράφι, σε χτύπησα άσχημα!
-Εγώ πατέρα
μου τα ξέχασα πια, ούτε που τα θυμάμαι !
Αλλά, τι να έκανες
κι εσύ; Είχες χίλιες δυό σκοτούρες στο μυαλό σου και δέκα στόματα να θρέψεις,
αν δε βοηθούσαμε κι εμείς, μόνος σου, πώς να τα
έβγαζες πέρα ;
Δε θέλω
λοιπόν να στεναχωριέσαι, άλλωστε πρέπει να σου χρωστώ κι ευγνωμοσύνη. Αυτό που
μου συνέβη τότε με πείσμωσε πολύ, μ’ έκανε να βάλω
στόχους στη ζωή μου, κι όπως είδες άρχισα κιόλας να τους πραγματοποιώ !
-Αλέξη, τον
πατέρα σου τον θυμάμαι καλά, το ίδιο και τη μάνα σου. Και οι δυό
τους, ήταν καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας σου ήταν λεβέντης και μερακλής, κάθε χρόνο
στο πανηγύρι του χωριού, έσερνε πρώτος το χορό.
Ο «κοφτός»
ήταν ο αγαπημένος του. Έπαιζε και πολύ καλά «φλογέρα».
Τον άκουσα
για πρώτη φορά σ’ ένα γάμο, που έτυχε να πάω. Κάποιοι από τους καλεσμένους τον
παρακάλεσαν να παίξει το «Χαρηκλάκι» το σουξέ της
εποχής, και μ’ άρεσε πολύ.
Ο γέρος μου,
ο μπάρμπα- Ανδρέας, που ήταν κι αυτός γλεντζές και χωρατατζής, είχε να το λέει,
για τον πατέρα σου.
Αλλά και η
μάνα σου η κυρά–Λένη, ήταν καλή και άξια γυναίκα, και πολύ πονόψυχη ! Όμως, ότι και να πει κανείς γι’ αυτές τις
ηρωίδες μάνες του χωριού μας, που έδιναν καθημερινά μεγάλο αγώνα, για την
επιβίωση της φαμίλιας τους, θα είναι λίγο !
-Εμένα θα
μου πεις, Σωτήρη μου; Που, η καημένη η
μάνα μου, έβγαζε τη μπουκιά απ’ το στόμα της και τη μοίραζε. Κάναμε, θυμάμαι,
εκείνα τα χρόνια χίλιες πεντακόσιες οκάδες κρασί, κι ερχόταν το Πάσχα και δεν
είχαμε να πιούμε!
Τότε, υπήρχε
αγάπη στον κόσμο. Ο ένας καταλάβαινε τον άλλον και βοηθούσε στην ανάγκη, μη
κοιτάζεις σήμερα, που μας έφαγε η απληστία κι ο εγωισμός, και προσπαθούμε με
κάθε τρόπο, πως θα κατασπαράξει ο ένας τον άλλον.
-Φίλε Αλέξη,
εκεί που φθάσαμε δεν πρόκειται να βρούμε άκρη, γι’ αυτό ας γυρίσουμε καλύτερα
στο θέμα μας. Με το λιοστάσι τελικά τι έκανες ;
-Να σου πω
Σωτήρη, από τότε που βγήκα στη σύνταξη, βρίσκω όλο και περισσότερο ελεύθερο
χρόνο, για ν’ ασχολούμαι και με τα κτήματα.
Έβαλα λοιπόν
δύο εργάτες και το καθάρισαν από τους θάμνους και τα βάτα, έσκαψαν και το
χαντάκι στην άκρη, για να φεύγουν τα νερά, κι αν το δεις τώρα ; Δε θα το
γνωρίσεις ! Επί τέλους νοικοκυρεύτηκε ! Κι έχω ακόμα πολλά να κάνω, αλλά πρώτα
να είμαστε καλά !
-Αυτό να
λέγεται ! Πάνω απ’ όλα να έχουμε υγεία κι όλα θα γίνουν, αρκεί να υπάρχει
θέληση. Όμως, πες μου Αλέξη, εκτός απ’ αυτό το λιοστάσι ο μπάρμπα - Λάμπρος σου
έδωσε τίποτε άλλο ;
-Ναι, και
βέβαια μου έδωσε. Όταν παντρεύτηκα κι έκανα τη δική μου οικογένεια, με κάλεσε
και μου είπε: Αλέξη παιδί μου, κάθε γονιός, όσο βρίσκεται ακόμη στη ζωή, θα
πρέπει να τακτοποιεί την περιουσία του, να τη μοιράζει δίκαια στα παιδιά του,
και να μην την αφήνει «εξ αδιαθέτου» όπως λέτε εσείς οι μορφωμένοι, κι έπειτα
εκείνα μαλώνουν μεταξύ τους, για τα κληρονομικά.
Εσένα λοιπόν
σου δίνω το λιοστάσι στην «Πάνω Ραχούλα» και να έρχεσαι, μια φορά το χρόνο, να
μαζεύεις τις ελιές και να παίρνεις το λαδάκι σου.
Σου δίνω κι
ένα μέρος από το οικόπεδο, που βλέπει προς το Βορρά, κι όποτε μπορέσεις και σ’
αξιώσει ο Θεός, να κάνεις ένα- δυό δωματιάκια, για να έρχεσαι στο δικό σου
σπίτι και να μην αποκοπείς από τις ρίζες σου. Και να μάθεις αργότερα και στα
παιδιά σου ν’ αγαπούν τον τόπο μας. Κι επειδή ξέρω, ότι σου αρέσουν τα δέντρα
τα οπωροφόρα, θα σου δώσω και τον κήπο στις «Ταράτσες» να κάνεις περιβόλι.
-Και τι
έγινε; Έκανες τελικά το περιβόλι ;
-Δεν τα
κατάφερα, αν και το προσπάθησα πολύ. Όταν γύρισα στο χωριό, δυό φορές φύτεψα
εκεί διάφορα οπωροφόρα, αλλά δεν μου έκαναν προκοπή, η περιοχή αυτή δεν έχει
νερό, κι όπως καταλαβαίνεις περιβόλι χωρίς νερό δεν γίνεται. Στην αρχή
κουβαλούσα το νερό με τα δοχεία, κάπου, όμως απελπίστηκα κι έτσι το κτήμα το
έδωσα στον αδελφό μου.
Μπορείς , να
το φανταστείς αυτό; Στο νομό μας να έχουμε οκτώ λίμνες και τρία ποτάμια, και
μόνο στην περιοχή μας να σκεφτείς, περισσότερα από τριάντα χιλιάδες στρέμματα
είναι ξηρικά.
Κατά τα
άλλα, «τρομάρα μας»! Θέλουμε να λέμε, πως είμαστε κι Ευρωπαίοι !
Όταν, που
λες Σωτήρη, ο πατέρας μου έκανε τη γονική παροχή, εγώ για να
τον πειράξω του είπα χαμογελώντας: Μου φαίνεται πατέρα, πως
εμένα μ’ έριξες λίγο, στους άλλους έδωσες περισσότερα !
Τότε
εκείνος, φανερά στεναχωρημένος, με πλησίασε, άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου,
μ’ αγκάλιασε και μου είπε:
Άκουσε παιδί
μου, το σωστό και το δίκιο είναι, κάθε γονιός να ξεκινά όλα του τα παιδιά απ’
το ίδιο σημείο, κι όποιο στην πορεία είναι πιο έξυπνο, πιο εργατικό, όποιο
σταθεί πιο τυχερό, ας προκόψει περισσότερο. Όλους σας αγαπώ το ίδιο, όμως, οι
γονείς καμιά φορά τα παιδιά εκείνα που είναι πιο αδύναμα,που έχουν
μεγαλύτερη ανάγκη τα φροντίζουν περισσότερο, σε λίγο Αλέξη θα γίνεις και συ
πατέρας και τότε θα με καταλάβεις.
Έπειτα δεν
πρέπει να ξεσυνερίζεσαι τ’ αδέρφια σου! Εσύ έμαθες τα γραμματάκια σου, βρήκες
μια καλή και σίγουρη δουλειά, και να λες : «Δόξα τω Θεώ ! », είμαι μια χαρά !
Ενώ αυτοί μια ζωή θα παλεύουν με τα χώματα! Η δουλειά του αγρότη είναι δύσκολη κι έχει και ρίσκο!
Τότε,
αμέσως συνειδητοποίησα, πως είχα κάνει γκάφα, μ’ εκείνο τ’ αστείο μου, και
στεναχώρησα χωρίς λόγο τον πατέρα μου. Έτρεξα λοιπόν κοντά
του, τον αγκάλιασα τον φίλησα και του είπα :
-Πατέρα, δικά
σου είναι τα κτήματα, εσύ τα παιδεύτηκες, και να τα κάνεις, ότι θέλεις, για μας
έχεις κάνει αρκετά, και ειλικρινά στο λέω, σ’ εμένα και
τίποτε να μη μου δώσεις, καθόλου δε με νοιάζει. Εσύ νά ’σαι
καλά και να σε χαιρόμαστε !
Τότε εκείνος
χαμογέλασε, με χτύπησε δυό φορές στην πλάτη και μου είπε :
«Παλιόπαιδο, με πίκρανες χωρίς λόγο, κι εγώ που νόμισα, πως
το έλεγες στα σοβαρά ! »……
Μας γυρίσατε πολύ πίσω κύριε Μουντούρη, ειλκρινά μας συγκινήσατε,
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν έχω να πω τίποτε άλλο,
Μράβω σας !!!