(Ένα ποίημα
του συνεργάτη μας)
ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ
ΑΝΔΡΕΑ
e-mail: a.moudouris @ gmail.com
Έγραφα ένα
άρθρο για την εφημερίδα μου, κι ενώ έψαχνα για κάποια στοιχεία σ’ ένα παλιό μου
βιβλίο (στην Πολιτική Οικονομία του SAMELSON), βρήκα
ανάμεσα στις σελίδες του μερικά ποιήματά μου. Ήταν γραμμένα σε κόλλες αναφοράς
κι έφεραν ημερομηνία 20 Νοέμβρη 1973. Το χαρτί και τα γράμματα αν κι ήσαν
ξεθωριασμένα, λόγω της πολυκαιρίας, ήταν καλογραμμένα κι ευανάγνωστα.
Σταμάτησα
λοιπόν το γράψιμο κι άρχισα να διαβάζω τα ποιήματα........
Ένιωσα
μεγάλη συγκίνηση, γιατί αυτά τα ποιήματα με γύρισαν πολύ πίσω, στα χρόνια της
νιότης μου, στην ηλικία των είκοσι τριών μου χρόνων. Υπηρετούσα τότε τη
στρατιωτική μου θητεία στον Έβρο, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ήταν η Περίοδος με
τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, Νοέμβρης 1973.
Είχα αποσπαστεί για
δυό μήνες από τη Μονάδα μου, που είχε έδρα το Διδυμότειχο, στο στρατιωτικό
φυλάκιο της Σιδηροδρομικής Γέφυρας του Έβρου, που βρισκόταν στο χωριό Πύθιο 12
χιλιομ. βόρειο-ανατολικά του
Διδυμοτείχου.
Θυμάμαι το
Φυλάκιο ήταν κτισμένο στις όχθες του ποταμού δίπλα στη Γέφυρα. Ήταν ένα
πανέμορφο πέτρινο κτήριο με πύργο και πολεμίστρες, όπου σε συνδυασμό με το
καταπράσινο τοπίο και τα νερά του ποταμού έμοιαζε με «πύργο παραμυθιού».
Τις
περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο Φυλάκιο. Ήταν Χειμώνας, κι έκανε θυμάμαι
πολύ κρύο, η θερμοκρασία ήταν 4 βαθμούς υπό του μηδέν, η ξυλόσομπα στο Γραφείο
μου έκαιγε μέρα-νύχτα.
Εκπαίδευση
εκεί δε γινόταν, η κύρια δουλειά μας ήταν να φυλάμε τα σύνορα. Κι αυτό γινόταν
με σκοπιές, περιπόλους και ενέδρες.
Στο Φυλάκιο
υπηρετούσαν εκτός από μένα, που είχα την ευθύνη της διοίκησης, τριάντα
στρατιώτες – τσολιάδες κι ένας υπαξιωματικός (Λοχίας). Οι τσολιάδες ήσαν όλοι
τους λεβεντόπαιδα, με ανάστημα πάνω από δύο μέτρα ο καθένας. Κάποια μέρα
θυμάμαι, ήθελα να βγάλω μια αναμνηστική φωτογραφία και ζήτησα να μου φέρουν μια
στολή «τσολιά» για να φορέσω. Όταν τη φόρεσα και στήθηκα στον καθρέφτη για να
δω πως είμαι, ξεκαρδίστηκα στα γέλια, το ίδιο έκαναν κι οι τσολιάδες.
Η φουστανέλα
έφθανε μέχρι τους αστραγάλους μου και το γιλέκο κάλυπτε τα γόνατά μου. Βέβαια
δεν ήμουν τόσο κοντός (Είμαι 1,68 μ.), μπροστά όμως στους τσολιάδες φαινόμουν
νάνος. Τέλος πάντων, φόρεσα την ημιεπίσημη στολή μου κι αφού πήγα στο μέσον της
Γέφυρας στήθηκα κάτω από τις δύο σημαίες (Γαλανόλευκη και Ημισέληνος) και με φόντο τα βαθιά νερά
του ποταμού και το Τούρκικο Φυλάκιο έβγαλα τις φωτογραφίες.
Στο Φυλάκιο είχα πολύ ελεύθερο χρόνο, τον
οποίο διέθετα στο διάβασμα βιβλίων, στο γράψιμο και σε συζητήσεις με τους
τσολιάδες. Άκουγα τις ερωτικές ιστορίες
των τσολιάδων και τις έκανα ποιήματα, κι όχι μόνο εκείνων αλλά και τη δική μου.
Το ποίημα «Μια ιστορία αγάπης», που ακολουθεί το έγραψα το 1973. Ήταν γραμμένο
σε τετράστιχα, εγώ όμως το μετέτρεψα σε δεκαπεντασύλλαβο. Δούλεψα λίγο το ρυθμό
και το μέτρο και προσπάθησα χωρίς να πειράξω τίποτε άλλο, να διατηρήσω όσο
μπορούσα την αυθεντικότητά του.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
του ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ
Του Αη Δημήτρη ήτανε και πήγα στο χωριό μου,
όμως δεν το περίμενα να βρω τη σύντροφό μου,
ενώ παπάδες ψέλνανε μέσα στην εκκλησία
παρέα νέων κοριτσιών έδινε παρουσία,
ευλαβικά ασπάστηκαν την Άγια Εικόνα,
η κάθε μια τους απ’ αυτές ήτανε μια Μαντόνα
κάποια, όμως ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες
ήταν η ομορφότερη και μού ’φερνε ζαλάδες.
Επίμονα με κοίταζε, της έκλεισα το μάτι
γλυκά μου χαμογέλασε μού ’δειξε την αγάπη.
Το εκκλησάκι κτίστηκε εκεί ψηλά στο λόφο
κατάνυξη θρησκευτική κι η θέα νά ’χουν λόγο.
Κι όλοι τους χαιρότανε την πλάση πέρα ως πέρα
κι εγώ γλυκειά μου, κοίταζα εσέ μόνο εσένα.
Οι φίλες σου ήταν γνωστές και χωριανές με μένα
αφού χαιρετηθήκαμε συστήσανε και σένα.
Το χέρι τότε σού ’πιασα κράτησα το σφυγμό σου,
τα μάγουλά σου άναψαν από τον πυρετό σου.
Δεν ήτο αρρώστιας πυρετός εκείνος που σε βρήκε
σκίρτημα ήτανε καρδιάς, ιδέα που εμπήκε
μέσα στο νού σου κι από κεί, καλή μου δεν εβγήκε.
Κατάματα σε κοίταξα διάβασα τη ψυχή σου
κι αμέσως σιγουρεύτηκα, πως θα βρεθώ μαζί σου.
Νέα, πανώρια, λυγερή με την κοτσίδα πίσω
τα πράσινα τα μάτια σου πως να μη σ’ αγαπήσω ;
Θαρρώ αδιάφορη και σύ δεν είχες μείνει φως μου,
γι’ αυτό και εσυγκράτησες και το τηλέφωνό μου.
Την αδερφή σου είχες μαζί σαν ήρθες και με βρήκες
κι απ’ την αρχή αγάπη μου μες στην καρδιά μου μπήκες.
Ερχόμουνα και σ’ έπαιρνα φώς μου απ’ το γραφείο,
γιατί ένοιωθα να κτίζουμε αγάπης μεγαλείο !
Ήταν Χειμώνας κι έβλεπα τον κόσμο να κρυώνει
κι εγώ κοντά σου έτρεχα σαν νά ’μουν χελιδόνι.
Αμφέβαλλε η καρδούλα σου αν θα με κατακτήσει,
κι ο αδελφός σου έμαθε πως μ’ έχεις αγαπήσει.
Θύμωσε και με κάλεσε μια μέρα μεσ’ το σπίτι
και μού ’πε η αγάπη μας πρέπει να σταματήσει.
Με την κοπέλα ως εδώ, έκανες τα δικά σου;
άντρας είσαι σε συγχωρώ χαλάλι και μαγκιά σου,
πάψε λοιπόν να ενοχλείς σταμάτα να τη βλέπεις
φίλε, την άλλη τη φορά άσχημα θα ξεμπλέξεις.
Όμως, εσύ μωρή τρελή μάζεψε τα μυαλά σου
και ξέχασε αυτόν εδώ, έλα στα συγκαλά σου.
Ήθελα εγώ να μάθαινα, που βλέπεις το κακό,
την αδελφή σου αγάπησα κι έχω καλό σκοπό,
πάψε λοιπόν να απειλείς καθόλου δε σου πρέπει,
αυτή είναι ενήλικη και μόνη θα διαλέξει.
Ευθύνομαι σαν αδελφός μαζί σου δε μαλώνω,
μα στους γονείς κάθε στιγμή πρέπει να δίνω λόγο.
Κι εγώ τότε του ζήτησα μόνο να σου μιλήσω,
μέχρι τη στάση πήγαμε να σ’ αποχαιρετήσω.
Ήσουν αγάπη μου γλυκειά με μάτια δακρυσμένα
και δυνατά εφώναζες πως χάνεσαι για μένα.
Στο σπίτι σου επίσημα, πήγα να σε ζητήσω,
όμως αυτοί δε θέλανε μήπως σε παρατήσω,
κι εσύ μαζί ερχόσουνα πιστή στον έρωτά μας ,
ενώ δικοί μας μπήχνανε μαχαίρια στην καρδιά μας.
Πρωί θυμάμαι ήτανε που πήγαμε στ’ Αντώνη,
κι εκείνος τότε έφυγε για να βρεθούμε μόνοι.
Τον έρωτα χαρήκαμε γλυκά με τρυφεράδα,
αγάλι-αγάλι το φιλί για νά ’χει νοστιμάδα,
Στην όμορφη τη σχέση μας εβρήκαμε τη λύση
για να την ασφαλίσουμε πριν το γυαλί ραγίσει.
Τους αρραβώνες βάλαμε σαν τόμαθε ο θειός σου
την επομένη Κυριακή πήγαμε στο χωριό σου.
Ήρθε γλυκειά μου ο καιρός να φύγω για φαντάρος
και τότε σύ με κλάματα ήρθες απ’ τη δουλειά σου.
Σου είπα κάνε υπομονή γρήγορα θα γυρίσω
τους όρκους που σου έδωσα εγώ θα τους τηρήσω.
Ερχόσουνα στην Κόρινθο στο «Κέντρο» να με βλέπεις
στ’ αμπέλια μέσα έμοιαζα του Διονύσου κλέφτης.
Στεφάνι κληματόφυλλα έβαζες στο κεφάλι
κι εγώ σα νά ’μουν σάτυρος, πολύ το λαχταρούσα
τα πλούσια ελέη σου, και πάλι να τρυγούσα.
Χάμω τα φύλλα έστρωνα η αγάπη μου να γείρει
δίπλα της ξάπλωνα κι εγώ τη φύλαγα στα χείλη.
Τα σώματά μας σα φωτιά, σίδερα αναμμένα
που καίγανε τη σάρκα μας, σαν ήταν ενωμένα.
Βόλτες στην πόλη κάναμε θυμάμαι κάποιο βράδυ
και οι παλιοί μας πείραζαν και γκόμενα στραβάδι.
Στην Κρήτη σε περίμενα στον Αερολιμένα,
στην αγκαλιά μου έπεσες με μάτια βουρκωμένα.
Και στον «Αστέρα» πήγαμε σ’ ένα ξενοδοχείο,
όπου εγκαταστήσαμε δικό μας στρατηγείο !
Αποκριές βρεθήκαμε σ’ ένα χωριό στα Σπήλια
θυμάμαι, που σου άρεσε να σε φιλώ στα χείλια.
Και στην Κνωσό επήγαμε να δούμε τα Αρχαία
στον έρωτα μας μύησαν Αριάδνης και Θησέα.
Η Αριάδνη έδωσε μιτάρι στο Θησέα,
κρατώντας την αγάπη τους αληθινή κι ωραία,
με βοήθεια τον έρωτα έμεινε ζωντανός,
δεν είν’ο γιος της Αφροδίτης ο πιο τρανός Θεός;
Τρεις μέρες δε χωρίσαμε πάντα αγκαλιασμένοι,
νομίζαμε, πως ήμασταν οι πιο ευτυχισμένοι.
Τι πάθος και τι έρωτας ! Νιώθαμε μια λατρεία.
Στην Αφροδίτη τη Θεά λες και κάναμε θυσία.
Κι ενώ εσύ μου έλεγες κορίτσι μου ωραίο,
όλα σχεδόν τα κάναμε, τι θά ’χουμε για νέο;
Έπρεπε λίγο να σκεφτώ για να σου απαντήσω,
έχω να δώσω πιο
πολλά ήταν μη σ’ αγαπήσω.
Και τώρα μάτια μου γλυκά πάλι θα σε προσμένω
στο Διδυμότειχο να ρθείς μ’ αγάπη περιμένω.
Κύριε Μουντούρη,επί τέλους μετά από 40 χρόνια μαθαίνω νέα σου! Το Ξηρόμερο news μου έδωσε αυτή την ευκαιρία. Είμαι πολύ υπερήφανος για σένα και σου στέλνω τα θερμά μου συγχαριτήρια! Υπηρετούσαμε μαζί στο 535 Τάγμα Πεζικού, ήμουν ο οδηγός σου στη Διμοιρία Π.Α.Ο. 106 χιλ....,τώρα κατάλαβες ποιος είμαι, θα σε πάρω τηλέφωνο και θα τα πούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε πολύ αγάπη ο Ξηρομερίτης παλιός φίλος σου.Χρόνια Πολλά και καλή Χρονιά!