Σε προηγούμενο κείμενο μου είχα γράψει για τον τρόπο που σήμερα γίνεται η ελαιοσυλλογή και με τα μέσα που μας προσφέρει η τεχνολογία κάνοντας την εργασία λιγότερο δύσκολη και με πολλές επιλογές. (Παρόλο όμως τα μέσα που διαθέτουμε σήμερα, αδυνατούμε να μαζέψουμε τις ελιές μας και εκλιπαρούμε σε ξένα εργατικά χέρια να το κάνουν. ) Σημεία των καιρών!
Γράφοντας το όμως μου ήρθαν σκέψεις του πολύ μακρινού παρελθόντος, από εξιστορήσεις ηλικιωμένων και ελάχιστες δικές μου εμπειρίες, όπου το μάζεμα της ελιάς ήταν μια απίστευτη και επώδυνη εργασία για τους γονείς μας, παππούδες και γιαγιάδες μας. Ως ελάχιστο φόρο τιμής οφείλω να προσπαθήσω να αποτυπώσω αυτόν τον τρόπο και να καταδείξω τον ηρωισμό τους, ως προς το καθήκον τους, να αναθρέψουν τις οικογένειές τους.
Εκείνα τα χρόνια, δεκαετίες μετά το 1930 ως το 1980, ως γνωστών δεν υπήρχαν πολλοί οργανωμένοι ελαιώνες και μάλιστα σε γόνιμα κι επίπεδα χωράφια όπως σήμερα. Η ιδιοκτησία του δέντρου της ελιάς σπανίζει και συνήθως τα δέντρα προέρχονταν από εμβολιασμό των αυτοφυών αγριελιών.( Για το θέμα αυτό θα ασχοληθώ σε επόμενο κείμενό μου.)
Για την καταπολέμηση της φτώχιας το κράτος έδινε το δικαίωμα στους κατοίκους των χωριών να εξημερώνουν τις άγριες ελιές και να έχουν στην ιδιοκτησία τους , ισόβια, τα ελαιόδεντρα και την επικαρπία τους, χωρίς όμως να διεκδικούν την ιδιοκτησία των εδαφών.
Εκ των πραγμάτων τα περισσότερα δέντρα από αυτά βρίσκονταν σε βουνά, σε οροπέδια, σε Λαγκάδες και Ραχούλες και ήταν πολύ ανεπτυγμένα.
Η έλλειψη μηχανικών μέσων ώστε να κλαδεύονται συχνά τα δέντρα είχε ως αποτέλεσμα να ξεφεύγουν στο ύψος φτάνοντας και τα πέντε - έξη, ίσως και τα δέκα μέτρα με την αντίστοιχη διάμετρο βλάστησης. Το έδαφος ήταν απόκρημνο και κακοτράχαλο, σε μεγάλο ποσοστό.
Σε αυτούς τους χώρους ήταν επίσης λογικό να μην υπήρχαν δρόμοι αλλά στενά δύσβατα μονοπάτια που ίσα που χωρούσες να περάσεις με το μουλάρι ή το γαϊδουράκι το οποίο ήταν και το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Κάποιες φορές χρειάζονταν να διασχίσουν ακόμα και χειμάρους - ρέματα με νερό για να οδηγηθούν στα ελαιόδεντρα.
Σε αυτά τα μεγάλα δέντρα και με αντίξοες συνθήκες καλούνταν οι γονείς μας να μαζέψουν τον καρπό τους.
Από νωρίς το πρωί ξεκίναγαν με το μουλάρι ή γαϊδουράκι να φτάσουν στις ελιές κοντά μισή ή και μία ώρα ποδαρόδρομο. Στο σακούλι τους είχαν μόνο ένα παγούρι νερό και ψωμί, τυρί, ελιές και λαδόξυδο. Ως εργαλεία μόνο δυο - τρεις ξύλινους λούρους για τίναγμα του καρπού. Ελαιόπανα ούτε συζήτηση εκείνες τις εποχές και αν κάποιοι έτυχε να είχαν ήταν ελάχιστοι όπως και μέσα μηχανικής κοπής των μεγάλων κλαδιών. Ένα τσεκούρι ή μια κλαδευτήρα και όχι πάντα ήταν τα κοπτικά εργαλεία.
Η ελαιοσυλλογή γινόταν με τίναγμα του καρπού από το έδαφος με τον λούρο και για το υπόλοιπο μέρος του δέντρου, που δεν έφταναν από κάτω, ανέβαιναν πάνω στο δέντρο της Ελιάς και από εκεί πάνω χτυπούσαν δυνατά τα κλωνάρια με τον λούρο για να πέσει ο καρπός Στην ελιά ανέβαιναν είτε σκαρφαλώνοντας είτε με ξύλινη σκάλα, όσοι είχαν.
Η εργασία αυτή απαιτούσε δύναμη και φοβερή ισορροπία πάνω στα κλωνάρια που ακόμα και σήμερα αδυνατώ να καταλάβω πως τα κατάφερναν να ισορροπούν σε τόσο μεγάλα δέντρα και να τινάζουν συγχρόνως με δύναμη τα κλαδιά. Από κει ψηλά, με το τσεκούρι, ήταν φορές που τολμούσαν να κόψουν και κλαδιά που ενοχλούσαν.
Ο καρπός που έπεφτε από το δέντρο έπεφτε στο χώμα μιας και όπως είπα στην αρχή δεν υπήρχαν ελαιόπανα (αυτά ήρθαν από τη δεκαετία το -70 και έπειτα), προσπάθειες να στρώσουν κουρελούδες και διάφορα άλλα υφαντά δεν έφερναν αποτέλεσμα.
Τον καρπό τον μάζευαν από το χώμα μία - μία ελιά ακόμα και μέσα στα πουρνάρια και άλλα θαμνώδη που θα τύχαινε να πέσει εκεί ο καρπός. Τα χέρια τους ήταν τόσο ταλαιπωρημένα και ροζιασμένα που δεν καταλάβαιναν από τσιμπήματα αγκαθιών και πουρναριών, δούλευαν μηχανικά! Είχαν ζώσει στη μέση τους από ένα σακούλι ώστε σκυμμένοι όπως μάζευαν τις ελιές αυτές να μπαίνουν κατεύθυναν στο σακούλι και όταν αυτό θα γέμιζε τότε θα σήκωναν το κορμί τους για να το αδειάσουν στα τσουβάλια. Τα τσουβάλια να σημειώσω ότι ήταν υφαντά που τα ύφαιναν στον αργαλειό οι γυναίκες.
Στο τέλος της ημέρας έδεναν τα τσουβάλια και τα φόρτωναν στο μουλάρι ή στο γάιδαρο και κατευθείαν μέσω των μονοπατιών και ποδαρόδρομου θα επέστρεφαν στο χωριό να ξεφορτώσουν τη σοδειά και να ετοιμαστούν για την επόμενη μέρα ,άλλη μια μέρα κούρασης και καταπόνησης. Τα τσουβάλια με τις ελιές, τα χρόνια που τα ελαιοτριβεία ήταν λίγα και με χαμηλή τεχνολογία, τα άδειαζαν στις ταράτσες ή στα υπόγεια των σπιτιών για δύο λόγους. Ο ένας ήταν γιατί δεν είχαν πολλά τσουβάλια διαθέσιμα και ο άλλος γιατί έπρεπε οι ελιές να απλωθούν ώστε να αποβάλουν τυχόν νερά που είχαν οι καρποί. Μετά και το τέλος της συγκομιδής τα ξανά τσουβάλιαζαν και τα πήγαιναν στο ελαιοτριβείο για να πάρουν επιτέλους το πολυπόθητο λαδάκι της χρονιάς.
Με το λαδάκι αυτό θα έφτιαχναν, για το καλό, τηγανίτες και θα το έριχναν πάνω σε ζεστό ψωμάκι με αλάτι και ρίγανη ,ως πρώτη δοκιμή της ποιότητας του.
Κι' όμως εκείνη η γενιά των γονιών μας, εκείνες οι γενιές των παππούδων και γιαγιάδων μας κρατούσαν σπίτι χωρίς να βαρυγκομούν, μεγάλωναν παιδιά χωρίς να βγει από το στόμα τους ένα ΩΧ ,δεν είπαν ποτέ ότι κουράστηκαν, δεν έδειξαν λυπημένο πρόσωπο ποτέ στα παιδιά τους κι ας ήταν αυτοί που επωμιζόταν όλα τα βάρη χωρίς τις περισσότερες φορές να ακούν ούτε ένα "ευχαριστώ". Ένα ευχαριστώ που ποτέ δεν ζήτησαν ούτε ζητιανεψαν. Έκαναν το καθήκον τους και ήταν υπερήφανοι και αξιοπρεπείς έως τα βαθιά τους γεράματα.
Σε αυτούς τους προγόνους μας αφιερώνω τούτες τις γραμμές αφήγησης καθημερινότητας εργασίας, για να μη ξεχαστούν τα όσα πέρασαν για να κρατήσουν τις οικογένειές τους όρθιες και δυνατές. Είναι εκείνες οι γενιές που ανόρθωσαν τη χώρα. Είναι οι γενιές που θα ήθελα να τους μοιάσω.
Σε αυτές τις γενιές, σε αυτές τις γυναίκες και άντρες οφείλουμε την ύπαρξη μας και αξίζει κάποια στιγμή να τιμηθούν με το πρέπον σεβασμό. Είναι οι ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ.
Γράφοντας το όμως μου ήρθαν σκέψεις του πολύ μακρινού παρελθόντος, από εξιστορήσεις ηλικιωμένων και ελάχιστες δικές μου εμπειρίες, όπου το μάζεμα της ελιάς ήταν μια απίστευτη και επώδυνη εργασία για τους γονείς μας, παππούδες και γιαγιάδες μας. Ως ελάχιστο φόρο τιμής οφείλω να προσπαθήσω να αποτυπώσω αυτόν τον τρόπο και να καταδείξω τον ηρωισμό τους, ως προς το καθήκον τους, να αναθρέψουν τις οικογένειές τους.
Εκείνα τα χρόνια, δεκαετίες μετά το 1930 ως το 1980, ως γνωστών δεν υπήρχαν πολλοί οργανωμένοι ελαιώνες και μάλιστα σε γόνιμα κι επίπεδα χωράφια όπως σήμερα. Η ιδιοκτησία του δέντρου της ελιάς σπανίζει και συνήθως τα δέντρα προέρχονταν από εμβολιασμό των αυτοφυών αγριελιών.( Για το θέμα αυτό θα ασχοληθώ σε επόμενο κείμενό μου.)
Για την καταπολέμηση της φτώχιας το κράτος έδινε το δικαίωμα στους κατοίκους των χωριών να εξημερώνουν τις άγριες ελιές και να έχουν στην ιδιοκτησία τους , ισόβια, τα ελαιόδεντρα και την επικαρπία τους, χωρίς όμως να διεκδικούν την ιδιοκτησία των εδαφών.
Εκ των πραγμάτων τα περισσότερα δέντρα από αυτά βρίσκονταν σε βουνά, σε οροπέδια, σε Λαγκάδες και Ραχούλες και ήταν πολύ ανεπτυγμένα.
Η έλλειψη μηχανικών μέσων ώστε να κλαδεύονται συχνά τα δέντρα είχε ως αποτέλεσμα να ξεφεύγουν στο ύψος φτάνοντας και τα πέντε - έξη, ίσως και τα δέκα μέτρα με την αντίστοιχη διάμετρο βλάστησης. Το έδαφος ήταν απόκρημνο και κακοτράχαλο, σε μεγάλο ποσοστό.
Σε αυτούς τους χώρους ήταν επίσης λογικό να μην υπήρχαν δρόμοι αλλά στενά δύσβατα μονοπάτια που ίσα που χωρούσες να περάσεις με το μουλάρι ή το γαϊδουράκι το οποίο ήταν και το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Κάποιες φορές χρειάζονταν να διασχίσουν ακόμα και χειμάρους - ρέματα με νερό για να οδηγηθούν στα ελαιόδεντρα.
Σε αυτά τα μεγάλα δέντρα και με αντίξοες συνθήκες καλούνταν οι γονείς μας να μαζέψουν τον καρπό τους.
Από νωρίς το πρωί ξεκίναγαν με το μουλάρι ή γαϊδουράκι να φτάσουν στις ελιές κοντά μισή ή και μία ώρα ποδαρόδρομο. Στο σακούλι τους είχαν μόνο ένα παγούρι νερό και ψωμί, τυρί, ελιές και λαδόξυδο. Ως εργαλεία μόνο δυο - τρεις ξύλινους λούρους για τίναγμα του καρπού. Ελαιόπανα ούτε συζήτηση εκείνες τις εποχές και αν κάποιοι έτυχε να είχαν ήταν ελάχιστοι όπως και μέσα μηχανικής κοπής των μεγάλων κλαδιών. Ένα τσεκούρι ή μια κλαδευτήρα και όχι πάντα ήταν τα κοπτικά εργαλεία.
Η ελαιοσυλλογή γινόταν με τίναγμα του καρπού από το έδαφος με τον λούρο και για το υπόλοιπο μέρος του δέντρου, που δεν έφταναν από κάτω, ανέβαιναν πάνω στο δέντρο της Ελιάς και από εκεί πάνω χτυπούσαν δυνατά τα κλωνάρια με τον λούρο για να πέσει ο καρπός Στην ελιά ανέβαιναν είτε σκαρφαλώνοντας είτε με ξύλινη σκάλα, όσοι είχαν.
Η εργασία αυτή απαιτούσε δύναμη και φοβερή ισορροπία πάνω στα κλωνάρια που ακόμα και σήμερα αδυνατώ να καταλάβω πως τα κατάφερναν να ισορροπούν σε τόσο μεγάλα δέντρα και να τινάζουν συγχρόνως με δύναμη τα κλαδιά. Από κει ψηλά, με το τσεκούρι, ήταν φορές που τολμούσαν να κόψουν και κλαδιά που ενοχλούσαν.
Ο καρπός που έπεφτε από το δέντρο έπεφτε στο χώμα μιας και όπως είπα στην αρχή δεν υπήρχαν ελαιόπανα (αυτά ήρθαν από τη δεκαετία το -70 και έπειτα), προσπάθειες να στρώσουν κουρελούδες και διάφορα άλλα υφαντά δεν έφερναν αποτέλεσμα.
Τον καρπό τον μάζευαν από το χώμα μία - μία ελιά ακόμα και μέσα στα πουρνάρια και άλλα θαμνώδη που θα τύχαινε να πέσει εκεί ο καρπός. Τα χέρια τους ήταν τόσο ταλαιπωρημένα και ροζιασμένα που δεν καταλάβαιναν από τσιμπήματα αγκαθιών και πουρναριών, δούλευαν μηχανικά! Είχαν ζώσει στη μέση τους από ένα σακούλι ώστε σκυμμένοι όπως μάζευαν τις ελιές αυτές να μπαίνουν κατεύθυναν στο σακούλι και όταν αυτό θα γέμιζε τότε θα σήκωναν το κορμί τους για να το αδειάσουν στα τσουβάλια. Τα τσουβάλια να σημειώσω ότι ήταν υφαντά που τα ύφαιναν στον αργαλειό οι γυναίκες.
Στο τέλος της ημέρας έδεναν τα τσουβάλια και τα φόρτωναν στο μουλάρι ή στο γάιδαρο και κατευθείαν μέσω των μονοπατιών και ποδαρόδρομου θα επέστρεφαν στο χωριό να ξεφορτώσουν τη σοδειά και να ετοιμαστούν για την επόμενη μέρα ,άλλη μια μέρα κούρασης και καταπόνησης. Τα τσουβάλια με τις ελιές, τα χρόνια που τα ελαιοτριβεία ήταν λίγα και με χαμηλή τεχνολογία, τα άδειαζαν στις ταράτσες ή στα υπόγεια των σπιτιών για δύο λόγους. Ο ένας ήταν γιατί δεν είχαν πολλά τσουβάλια διαθέσιμα και ο άλλος γιατί έπρεπε οι ελιές να απλωθούν ώστε να αποβάλουν τυχόν νερά που είχαν οι καρποί. Μετά και το τέλος της συγκομιδής τα ξανά τσουβάλιαζαν και τα πήγαιναν στο ελαιοτριβείο για να πάρουν επιτέλους το πολυπόθητο λαδάκι της χρονιάς.
Με το λαδάκι αυτό θα έφτιαχναν, για το καλό, τηγανίτες και θα το έριχναν πάνω σε ζεστό ψωμάκι με αλάτι και ρίγανη ,ως πρώτη δοκιμή της ποιότητας του.
Κι' όμως εκείνη η γενιά των γονιών μας, εκείνες οι γενιές των παππούδων και γιαγιάδων μας κρατούσαν σπίτι χωρίς να βαρυγκομούν, μεγάλωναν παιδιά χωρίς να βγει από το στόμα τους ένα ΩΧ ,δεν είπαν ποτέ ότι κουράστηκαν, δεν έδειξαν λυπημένο πρόσωπο ποτέ στα παιδιά τους κι ας ήταν αυτοί που επωμιζόταν όλα τα βάρη χωρίς τις περισσότερες φορές να ακούν ούτε ένα "ευχαριστώ". Ένα ευχαριστώ που ποτέ δεν ζήτησαν ούτε ζητιανεψαν. Έκαναν το καθήκον τους και ήταν υπερήφανοι και αξιοπρεπείς έως τα βαθιά τους γεράματα.
Σε αυτούς τους προγόνους μας αφιερώνω τούτες τις γραμμές αφήγησης καθημερινότητας εργασίας, για να μη ξεχαστούν τα όσα πέρασαν για να κρατήσουν τις οικογένειές τους όρθιες και δυνατές. Είναι εκείνες οι γενιές που ανόρθωσαν τη χώρα. Είναι οι γενιές που θα ήθελα να τους μοιάσω.
Σε αυτές τις γενιές, σε αυτές τις γυναίκες και άντρες οφείλουμε την ύπαρξη μας και αξίζει κάποια στιγμή να τιμηθούν με το πρέπον σεβασμό. Είναι οι ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ.
Παναγιώτης Ηλ. Χολής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο