Θεόδωρος Μυλωνάς
Σε μια μακρινή πολιτεία μετά από αιώνες θα έλεγαν τον μύθο:.
Κάποτε υπήρχαν τρία αδέλφια. Ο μεγαλύτερος, τον έλεγαν Αχελώο, ήταν ο πιο δυνατός από όλους. Ξακουστός, δυνατός, ορμητικός, έκανε ότι ήθελε.......
Διαβάστε περισσότερα »
Ο κόσμος τον φοβότανε. Όποτε του άρεσε άλλαζε μορφές. Οι Θεοί ακόμα τον υπολόγιζαν σαν ίσο τους και τον έκαναν θεό. Πάνω στις δόξες του έβαλε στο μάτι μια βασιλοπούλα την Δηιάνειρα. Αλλά μέχρις εκεί. Ένας άλλος, ο ημίθεος Ηρακλής που αγαπούσε και αυτός την Δηιάνειρα τάβελε μαζί του. Αυτός άλλαξε μορφή και έγινε ένας θηριώδης ταύρος. Ο Ηρακλής όμως κατάφερε και του έσπασε το ένα κέρατο. Τότε αυτός παραδέχτηκε την ήττα του, αποχώρησε από την διεκδίκηση της βασιλοπούλας, τα μάζεψε και μετά είπε να κάνει κάτι καλό. Σκέπαζε, με ό,τι έσερνε, λίμνες- θάλασσες, τις έκανε πεδιάδες, ένωσε τα νησιά που τα έλεγαν Εχινάδες και ο κόσμος τον ευγνωμονούσε.
Ο κόσμος τον φοβότανε. Όποτε του άρεσε άλλαζε μορφές. Οι Θεοί ακόμα τον υπολόγιζαν σαν ίσο τους και τον έκαναν θεό. Πάνω στις δόξες του έβαλε στο μάτι μια βασιλοπούλα την Δηιάνειρα. Αλλά μέχρις εκεί. Ένας άλλος, ο ημίθεος Ηρακλής που αγαπούσε και αυτός την Δηιάνειρα τάβελε μαζί του. Αυτός άλλαξε μορφή και έγινε ένας θηριώδης ταύρος. Ο Ηρακλής όμως κατάφερε και του έσπασε το ένα κέρατο. Τότε αυτός παραδέχτηκε την ήττα του, αποχώρησε από την διεκδίκηση της βασιλοπούλας, τα μάζεψε και μετά είπε να κάνει κάτι καλό. Σκέπαζε, με ό,τι έσερνε, λίμνες- θάλασσες, τις έκανε πεδιάδες, ένωσε τα νησιά που τα έλεγαν Εχινάδες και ο κόσμος τον ευγνωμονούσε.
Ο δεύτερος αδελφός, Εύηνο το λέγανε, δυνατός και αυτός, έτρεχε συνέχεια και έκανε όλο κόλπα. Φείδαρης ήτανε το παρατσούκλι του. Βοηθούσε τα καράβια να ανεβαίνουν μέχρι το κάστρο της βασιλοπούλας Δηιάνειρας, κόρης του Οινέα. Στον Οινέα, πρώτον εμπιστεύτηκαν οι θεοί τον οίνο, το κρασί και από αυτόν πήρε το όνομά του. Τον Εύηνο τον είχε εμπιστευτικό του και επειδή στην αρχή βοηθούσε να βγαίνει πολύ καλός οίνος τον ονόμασε Εύοινο. Ο Εύηνος, έτσι τον φώναζαν μετά, εκεί που ξεκουραζόταν, κάθε τόσο όταν έβρεχε πολύ, σαν τον αδελφό του τον μεγάλο, με ότι έσερνε από τα βουνά καθώς κατέβαινε, κάλυπτε την θάλασσα και έτσι έφτιαξε μια μεγάλη πεδιάδα που οι άνθρωποι για να τον ευχαριστήσουν της έδωσαν το όνομα του Ευηνοχώρι. Η μάνα τους ήταν η Ελλάδα.
Είχαν και έναν τρίτο αδελφό, που γεννήθηκε πολύ αργότερα. Πολύ λίγο γνωστός από την αρχαία ιστορία. Δεν ήταν ορμητικός όσο τα αδέλφια του. Ήταν αρκετά ψηλός και έβλεπε από μακριά ότι συνέβαινε. Αράκυνθος ήταν το όνομά του. Καμάρωνε για τα μεγάλα του αδέλφια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους μοιάσει. Όλο σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει για να γίνει και αυτός γνωστός. Τα χρόνια, οι αιώνες περνούσαν και όλο ζήλευε που όλοι μιλούσαν για τα αδέλφια του και κανένας για αυτόν. Από εκεί ψηλά που αγνάντευε σε δύση και ανατολή του ήρθε μια ιδέα. Τι έκαναν τα αδέλφια του και τα έχουν καταφέρει τόσο καλά;. Είδε πως ήταν η βροχή που άρεσε στη φύση, στο κόσμο, στα ζώα . Από την παλιά εποχή αυτή τον βοηθούσε πολύ όταν έβρεχε να γίνουν πανύψηλα και πιο σκληρά τα δένδρα στην ράχη του. Με αυτά οι άνθρωποι έφτιαχναν καράβια που πιο σπουδαία ήταν τα 40 που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Μια και δυο τρέχει, βρίσκει την βροχή της εξομολογείται την αγάπη του και της ζητάει να ενωθεί μαζί του για κάτι ωραίο και ξακουστό. Εκείνη δέχτηκε με χαρά γιατί θα την άφηνε να βλέπει από εκεί που ήταν εκείνος όλη την οικουμένη. Μετά από χρόνια οι θεοί ευλόγησαν την ένωση και τους έδωσαν ένα αγόρι. Το ονόμασαν Μεσολόγγι. Ο Αράκυνθος σκέφτηκε «..θέλω το παιδί μου να γίνει ονομαστό, σε όλο τον κόσμο, πιο πολύ από τα αδέλφια μου». Και άρχισε να το φροντίζει πάρα πολύ. Το αγόρι έπαιζε στη θάλασσα. Ανάλογα με τις εποχές η βροχή κανόνιζε με την φύση, πόση ποσότητα νερού χρειαζόταν να λούσει τα δέντρα, τα φυτά, τα χωράφια, να γεμίσει τις λίμνες. Κάθε φορά όμως που ο θεός Ουρανός έβλεπε πως οι άνθρωποι βίαζαν τη θεά Φύση, θύμωνε για τις ατασθαλίες που έκαναν, συννέφιαζε πολύ και έδινε εντολή στην Βροχή να τιμωρήσει τους ανθρώπους με πολλή βροχή. Τότε ο καημένος ο πατέρας ο Αράκυνθος, έτρεχε και με βοηθό τον Αρακύνθιο ποταμό, σκέπαζε με ρούχα το αγόρι. Και συνέχεια το κάλυπτε με καινούρια ρούχα. Κουρσάροι πειρατές που περνούσαν μακριά από την θάλασσα έβλεπαν την μεταμόρφωση αυτή, τους άρεσε η θέση και σιγά-σιγά παράτησαν την πειρατεία και ήρθαν κοντά στο αγόρι, μέσα στη λίμνη και έμειναν μαζί του, φτιάχνοντας καλύβες πάνω σε πασσάλους. Κοντά τους ήρθαν και πολλοί βοσκοί, από τα χίλια σπίτια, που ζούσαν εκεί κοντά, Άρεσε στον Αράκυνθο και στην Βροχή αυτό και συνέχιζαν να σκεπάζουν την λίμνη με ότι είχαν πάνω τους. Έτσι το αγόρι τους μεγάλωσε, έγινε μια στεριά, μια πολιτεία ισχυρή, το Μεσολόγγι, και χαίρονταν οι άποικοι. Τροφή υπήρχε άφθονη από τα ψάρια της λίμνης. Το νερό καθαρό, φρόντιζε γιαυτό ο Πατέρας Αράκυνθος με την μάνα Βροχή που συνεχώς έρρεε και επιφανειακά αλλά και υπόγεια μέσα από τις φλέβες του Αράκυνθου. Εκείνη την εποχή το αλάτι που ήταν ο λευκός θησαυρός, έμαθαν να το βγάζουν από την απέραντη λίμνη, το πήγαιναν με τα καράβια τους, από την θάλασσα, σε άλλες πολιτείες. Ξυλεία για τα καράβια έβγαζαν από τις ράχες του Αράκυνθου, μπόλικη καλή και σκληρή από βελανιδιές, Αυτός χαιρόταν που το έβλεπε αυτό και όλο ανανέωνε τις πλαγιές του με καινούρια δέντρα. Όταν όμως έκαναν χαζομάρες οι άνθρωποι, έρχονταν η τιμωρία, έπεφτε ακατάπαυστα η βροχή και πλημμύριζε η πολιτεία, γίνονταν καταστροφές. Τότε οι άνθρωποι σκέφτηκαν να φτιάξουν μια τάφρο μέσα στη πόλη που πήγαινε τα νερά από τις πλημμύρες στη λίμνη είτε δεξιά είτε αριστερά. Και ακόμη επειδή αυτό δεν έφτανε και πάλι πλημμύριζαν στην πόλη, ο Αράκυνθος τους έδωσε την ιδέα να σκάψουν ψηλά εκεί που έρχονταν το περισσότερο νερό. Έτσι και έκαναν, έστριψαν το ποτάμι ώστε να πηγαίνει πιο ανατολικά και για να μην ξαναγυρίσει το νερό στη παλιά του στάθμη σφήνωσαν στην στροφή «φούντες από γιδόμαλλο».
.Ήρθε ο καιρός που ένας μεγάλος εχθρός κατέλαβε όλες τις πολιτείες, όλη την Ελλάδα.. Όλα τα έβλεπε ο Αράκυνθος και όλο όσο μπορούσε βοηθούσε την μικρή πόλη. Τα καράβια που έφτιαχναν στα καραβοστάσια ήταν πολύ γερά από την ξυλεία που εύκολα έπαιρναν από τις ράχες του. Με αυτά κινούνταν σε όλη την μεγάλη θάλασσα, και έγιναν για ένα χρονικό διάστημα ο πρώτος εμπορικός στόλος. Τα κατάφεραν και τα είχαν καλά με τον εχθρούς. Πέρασαν οι αιώνες και η πολιτεία το Μεσολόγγι μεγαλούργησε.
Έφτασε η εποχή που δεν άντεχαν άλλο τους εχθρούς. Συνεννοήθηκαν και με τις άλλες πολιτείες, τους έδιωξαν από την δική τους και έφτιαξαν τείχος από την στεριά για να προστατευτούν. Πολλοί οι ήρωες που επαναστάτησαν. Από την θάλασσα έρχονταν οι τροφές, αλάτι είχαν, νερό καθαρό και άφθονο τους έστελνε ο Αράκυνθος. Για πέντε χρόνια υπήρξε η μόνη πολιτεία στην χώρα που παρέμεινε ελεύθερη. Αυτό όμως δεν άρεσε στον δυνάστη εχθρό και έβαλε με κάθε τρόπο ως στόχο όλων των στρατευμάτων του την πολιορκία και την καταστροφή της. Όσο κρατούσαν οι πολιορκίες, από όλα τα ξένα κράτη έρχονταν βοήθειες και σε υλικό αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Ο εχθρός στην τελευταία του πολιορκία και δέκα μήνες πριν γίνει η ηθελημένη έξοδος από τους πολιορκημένους βρήκε το νερό που υδροδοτούσε την πόλη, το έκοψε και πανηγύριζε για το τέλος της πολιτείας. Όλα αυτά τα έβλεπε από ψηλά ο Αράκυνθος. Αμέσως μήνυσε στους πολιορκημένους ότι οι φλέβες του περνούν κάτω από τα τείχη και θα μπορούσαν να πάρουν το ποθούμενο νερό. Έτσι για τους επόμενους μήνες από τα πηγάδια που άνοιξαν, τουλάχιστον από το νερό, δεν είχαν πρόβλημα. Σε όλα τα κράτη της δύσης ο πολιτισμένος κόσμος ξεσηκώθηκε, συμπαραστεκόταν στο Μεσολόγγι και ανάγκασε κυβερνήτες και βασιλιάδες να πολεμήσουν τον εχθρό με οποιοδήποτε τρόπο για να αφήσει ελεύθερο το Μεσολόγγι και την Ελλάδα. Τελικά το Μεσολόγγι καταστράφηκε, όμως η θυσία του ήταν η αιτία το αρχαίο έθνος των Ελλήνων να ελευθερωθεί. Ο θάνατός του αστραποβόλησε σε ανατολή και δύση. Έγινε ο φάρος της ελευθερίας. Το αγόρι που ονειρεύτηκε ο Αράκυνθος το Μεσολόγγι ξακουστό στην οικουμένη, περισσότερο από τα δυο του αδέλφια, έγινε ταυτόσημο με την έννοια της ελευθερίας. Οι θεοί το πήραν το ανέβασαν στον Όλυμπο στην έδρα τους και το ονόμασαν Θεό της Ελευθερίας. Οι άνθρωποι το δόξασαν και στο εξής το αποκαλούσαν Ιερή Πόλη Μεσολογγίου.
Τι έπαθαν όμως δυο αιώνες μετά την ηρωική Έξοδο;. Ήρθε ο μεγάλος επενδυτής, είδε ότι ο λευκός θησαυρός πολύ εύκολα έβγαινε από τις λίμνες της πόλης. Παρατήρησε τους ανθρώπους πως δούλευαν, τις τεράστιες λίμνες γύρω από την πόλη και αμέσως έβαλε σε εφαρμογή να εκμεταλλευτεί την περιοχή και τους ανθρώπους για να πλουτίσει. Η ανοιχτή θάλασσα, που βρισκόταν μπροστά από την λίμνη, συνέχεια έφερνε αλμυρό νερό μέσα στη λίμνη και όσο αυτό εξατμιζόταν τόσο περισσότερο αλάτι έβγαινε. Παρατήρησε και κάτι άλλο. Το πιο καλό και άριστης ποιότητας αλάτι έβγαινε κοντά στην πόλη. Υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Το νερό της βροχής που ήταν γλυκό δεν έπρεπε να ανακατεύεται με το αλμυρό της λίμνης. Όταν έβρεχε και ο Αράκυνθος από ψηλά, δεν μπορούσε να συγκρατήσει όλα τα νερά, αυτά όμως περνούσαν μέσα από την πόλη και χυνόταν ήρεμα στην λίμνη. Έτσι σκέφτηκε αβασάνιστα πως έπρεπε να απαλλαγεί η λίμνη από τα γλυκά νερά. Δεν ήθελε να πειραματιστεί σε άλλη θέση της λίμνης πιο δυτικά από την πόλη αλλά μόνο στο σημείο εκείνο που από παλιά έπαιρναν το καλύτερο αλάτι. Έτσι η Πολιτεία-Κράτος αφού πείστηκε, πως το όφελος θα είναι τεράστιο πήγε στους κατοίκους της πόλης τους γυάλισε τα μάτια με μπιχλιμπίδια που τους έδωσε και τους ζήτησε να επιτρέψουν στον επενδυτή να κλείσει όλα τα χαντάκια που πήγαιναν τα νερά της βροχής στη λίμνη. Θα τους έφτιαχνε δρόμους πεζοδρόμια πλατείες αγωγούς για τα λύματα από τους βόθρους με εργοστάσιο καθαρισμού, αλλά και αγωγούς υπόγειους για τα νερά της βροχής μακριά από την λίμνη. Ακόμα ότι γύρω από το εργοστάσιο για το αλάτι θα έφτιαχνε και πολλά άλλα εργοστάσια και όλος ο κόσμος από φτωχοί που ήταν με τα ψάρια θα είχαν πάντα δουλειά και η πόλη τους θα γίνονταν μια πολύ πλούσια πόλη. Αυτά είπαν στους ντόπιους κατοίκους τους θάμπωσαν με τα μπιχλιμπίδια τους και εκείνοι δέχτηκαν. Ήρθε ο καιρός που μπήκαν σε εφαρμογή όλα αυτά. Με τα έργα τι έκαναν;. Εγκατέστησαν ένα φράγμα, γύρω από την πόλη. Ένα τείχος ώστε τα νερά της βροχής μέσα από την πόλη να μην πηγαίνουν προς την λίμνη και ανακατεύονται με τα αλμυρά της λίμνης, αλλά με τα αντλιοστάσια από τους υπόγειους αγωγούς, είτε δεξιά είτε αριστερά να φεύγουν προς τάφρους και από εκεί στην ανοιχτή θάλασσα. Ενώ στην αρχή η Πολιτεία επιδοτούσε για την λειτουργία των αντλιοστασίων, μετά τα άφησε στην μοίρα των κατοίκων. Το κόστος συντήρησης, λειτουργίας και απασχόλησης ανθρώπων ήταν τεράστιο. Οι κάτοικοι το κατάλαβαν αυτό και αντέδρασαν. Η Πολιτεία τότε αντιλήφθηκε το πρόβλημα και έκανε σύμβαση με τους ίδιους. Για μερικά χρόνια επιχορηγούσε με ένα ποσόν που συμφωνήθηκε αμοιβαία, για τα αντλιοστάσια των ομβρίων. Στην συνέχεια αναίτια και χωρίς εξήγηση άφησε ολόκληρη την πόλη στο έλεος κάθε θεομηνίας, χωρίς καμιά χορηγία για τα αντλιοστάσια, λέγοντας πλέον ότι τα όμβρια είτε χύνονται στην λίμνη είτε όχι δεν παίζουν κανένα ρόλο. Το τείχος που έφτιαξε γύρω από την λίμνη εγκλώβισε τους κατοίκους λες και ήταν φυλακή και ταυτόχρονα τους άφησε μέσα να τρώνε τις σάρκες τους. Να αναγκάζονται εξ ιδίων να πληρώνουν για τα αντλιοστάσια που έφτιαξε η Πολιτεία-Κράτος για κάποιον επενδυτή, για να λειτουργούν ώστε, με κάποια εσφαλμένα εκείνης της εποχής δεδομένα, να μην πλημμυρίζει η πόλη τους. Ο στόχος ήταν να μην πηγαίνουν τα νερά της βροχής προς την λίμνη, όπως παλιά, αλλά προς τις τάφρους. Τα αντλιοστάσια δεν μπορούσαν να δεχτούν όλο τον όγκο του νερού που έρχονταν από τον Αράκυνθο. Οι πλημμύρες συνεχίζονταν μέσα στην πόλη με τεράστιες καταστροφές σε πολλά νοικοκυριά. Η παλιά τους δουλειά με τα ψάρια σταμάτησε, η λίμνη Πλώσταινα έγινε μια νεκρή λίμνη με αφόρητη δυσοσμία το καλοκαίρι, Οι καταστροφές ήταν ακόμα περισσότερες όταν δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα ή σταματούσε λόγω έλλειψης χρημάτων από τους κατοίκους. Έξω από την πόλη πέρασε ένας μεγάλος διεθνής δρόμος και εκεί ακόμα από ηθελημένη ή αθέλητη τεχνική αστοχία δεν δόθηκε πρόσβαση προς την πόλη, στο λιμάνι. Η κατάσταση έγινε τραγική, οι κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν, δεν υπήρχε οικογένεια που να μην έχει ένα παιδί της μακριά, ένα ξενοδοχείο για κάποιον επισκέπτη φάνταζε ξένο, κατάντησε μια πόλη έρημη. Δυστυχώς και αυτό έγινε με τις ευλογίες μιας ευνομούμενης Ευρωπαϊκής χώρας. Αναγκάστηκαν τότε να πάνε στον δικαστή, να ζητήσουν το αυτονόητο, δηλαδή η Πολιτεία που έφτιαξε το τείχος ώστε τα νερά της βροχής να μην πηγαίνουν κατευθείαν στην λίμνη και μειώνουν την αλατότητα στις προθερμάστρες, αλλά με την βοήθεια των αντλιοστασίων υπόγεια σε τάφρους, να αναλάβει και την ευθύνη να χρηματοδοτεί για την καλή λειτουργία αυτών των αντλιοστασίων, με την όποια δυνατότητα και ικανότητα έχουν. Δυστυχώς ο δικαστής δυο φορές απέρριψε το δίκαιο αίτημα των κατοίκων λέγοντας ότι τα αντλιοστάσια πλέον είναι περιουσία τους και ότι αυτοί έχουν την υποχρέωση να τα συντηρούν και να τα λειτουργούν και ακόμη ότι τα όμβρια-γλυκά νερά αν πέφτουν στις λίμνες δεν επηρεάζουν την παραγωγή σε αλάτι. Ζήτησαν από την Πολιτεία να φτιάξει δυο κανάλια μέσα στη πόλη που να λειτουργούν μόνο σε ημέρες μεγάλων πλημμυρών, αλλά και πάλι δεν εισακούστηκαν. Τότε δεν τους έμεινε άλλο, παρά για να μείνουν με τις οικογένειές τους, όσοι απόμειναν, να γκρεμίσουν το τείχος, να κλείσουν τον δίαυλο που ένωνε τις προθερμάστρες και να ανοίξουν τις μικρές λίμνες, όπως ήταν παλιά, με την ανοιχτή θάλασσα. Πέρασαν τα χρόνια και η Πολιτεία-Ελλαδα κατάλαβε το λάθος της πήρε το μήνυμα από τον Πατέρα Αράκυνθο να κάνει ότι χρειάζεται ώστε να επαναφέρει, στην θέση που της αρμόζει, την Ιερή Πόλη. Για τα πολλά νερά που κατέβαιναν και έκαναν ζημιές στην πόλη έστριψε πιο πάνω, από την κάτω αρχική στροφή, το μεγάλο ποταμό. Έφτιαξε στην Πόλη τρία κανάλια ένα οριζόντιο από ανατολή σε δύση και δύο κάθετα προς την λίμνη. Έβαλε στόμια προς τις προθερμάστρες-λίμνες ώστε τους ζεστούς μήνες που είναι για τη συγκομιδή του αλατιού να μην πηγαίνουν γλυκά νερά. Αυτό άρεσε πολύ στους ντόπιους και νοιάζονταν να είναι όλα καθαρά για να τα χαίρονται αυτοί τα παιδιά τους και όλοι οι ξένοι. Τα ξενοδοχεία που είχαν ερημώσει άνοιξαν. Επισκέπτες όλο και περισσότεροι έρχονταν. Απολάμβαναν εκτός από την πλούσια σε ομορφιά φύση, τα σπάνια πουλιά και θαλάσσια αγωνίσματα στη λίμνη. Ακόμη τα φημισμένα εδέσματα με τα θαλασσινά τις τσιπούρες- τα λαβράκια και τις λιχουδιές από μικρά παστά ψάρια αλλά και το νοστιμότατο αυγοτάραχο. Ακόμη οι ουράνιοι θεοί έδωσαν εντολή στην Πολιτεία και εκείνη το έκανε πράξη και έφτιαξε μπροστά και μέσα στη ζωοδότρια λίμνη σε θόλο το Ιερό της Ελευθερίας. Εκεί εγκαταστάθηκε η Θεά της Ελευθερίας και σαν την αρχαία Πυθία ερχόταν από όλο τον Κόσμο και ζητούσαν τη συμβουλή της.
….και έζησαν… «τότε» αυτοί καλά και εμείς… «σήμερα» καλύτερα!!!!.
Θεόδωρος Μυλωνάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο