«Ω! καλοκαίρια ολόξανθα τ’ απλού χωριού μου, να ‘μαι
Να ΄μαι σ’ εσάς που φτερουγώ στο σπίτι μου και πάλι,
Δυο μυρωδιές στο σπίτι μου, όντας παιδί, θυμάμαι:
Η μια ‘ναι από τα ζωντανά, απ’ τα καπνά η άλλη…»
Όλοι οι μαθητές περιμένουν με λαχτάρα να ‘ρθει το Πάσχα, να ‘ρθει το καλοκαίρι, να κλείσουν τα σχολεία, να ξεκουραστούν, να παίξουν, να απολαύσουν με τον καλύτερο τρόπο τις διακοπές τους!
Για κάποια παιδιά που μεγάλωσαν στα καπνοχώραφα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Οι διακοπές δεν ήταν μέρες ξεγνοισιάς και ξεκούρασης. Ήταν μέρες ευθύνης και μεγάλης κούρασης…
Για τα παιδιά «των χωραφιών» οι διακοπές είχαν άλλη σημασία:
Έπρεπε να συμμετέχουν κι αυτά, όσο μπορούσαν, στην καπνοκαλλιέργεια.
Περίπου στις διακοπές του Πάσχα ξεκινούσε το φύτεμα του καπνού. Κάθε πρωί όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Και τα παιδιά το ίδιο. Τα πιο μεγάλα βοηθούσαν στο βγάλσιμο του φυντανιού από τις βραγιές, τα κρύα πρωινά με τη δροσιά. Ύστερα, αφού γέμιζαν τα κασόνια ή τις καλάθες με το φυντάνι έπαιρναν μαζί τους τα απαραίτητα και κινούσαν όλοι μαζί για το χωράφι.
Σαν έφταναν εκεί, απίθωναν στον ίσκιο τα πράγματά τους κι άρχιζαν τη σκληρή δουλειά.
Οι άνδρες έσκαβαν τα αυλάκια, οι γυναίκες φύτευαν με το ξύλινο σουφλί, σκυμμένες ολημερίς στ’ αυλάκι και κάποιοι(συνήθως τα παιδιά) πότιζαν με το ποτιστήρι, ρίζα ρίζα τα καπνόφυτα για να ΄΄πιάσουν΄΄.
Τα πιο μικρά παιδιά κουβαλούσαν με προσοχή χεριές χεριές φυντάνι στα ΄΄πιάτα΄΄ των φυτευτάδων, για να μην καθυστερούν εκείνοι. Άλλοτε πάλι έφερναν με τα τσίγκινα κυπελάκια νερό στους διψασμένους καπνοφυτευτάδες.
Κάποιες φορές τα παιδιά κουβαλούσαν νερό με το ζώο από το κοντινό πηγάδι ή τη λούτσα.
Έβλεπες προσωπάκια ηλιοκαμένα, χεράκια ξεφλουδισμένα απ’ το χώμα και τις πέτρες, ρούχα γεμάτα ιδρώτα και λάσπη… Παιδιά που δούλευαν σαν μεγάλοι!
Και όταν σταματούσαν όλοι κάτω από κάποιον ίσκιο να ξανασάνουν λίγο και να φάνε μια μπουκιά ψωμί, βουτηγμένο σε λαδόξυδο με ελιές και κρεμμύδια, τότε σταματούσαν και τα παιδιά. Έτρωγαν λαίμαργα το λιτό φαγητό τους. Δεν είχαν απαιτήσεις. Βολεύονταν με “κεια τα λίγα”΄…
Σ’ αυτά τα διαλείμματα έβρισκαν την ευκαιρία να τρέξουν λίγο για να μαζέψουν λουλούδια, άγρια σπαράγγια και “βριές» … Και ύστερα πάλι στ’ αυλάκι…
Μέχρι να δύσει ο ήλιος…
Τότε φόρτωναν στο γάϊδαρο τα «σέα» τους και γύριζαν αποκαμωμένοι στο χωριό. Έπρεπε να πλυθούν βιαστικά, να φορέσουν καθαρά ρούχα και να πάνε στη εκκλησιά το Μεγαλοβδόμαδο… Έτσι κυλούσαν οι μέρες.
Πού καιρός για παιχνίδι! Και έφτανε η μέρα που άνοιγαν ξανά τα σχολεία. Οι διακοπές είχαν τελειώσει.
Μόνο που τα παιδιά «των χωραφιών» τις είχαν περάσει στα καπνοχώραφα…
Ερχόταν και το καλοκαίρι, που με τόση λαχτάρα το καρτερούνε τα παιδιά, για να απολαύσουν το παιχνίδι, το κολύμπι κλπ.
Μόνο που το καλοκαίρι για τα παιδιά «των χωραφιών», ήταν πάντα καυτό!
Γιατί έφτανε μαζί του: το μάζεμα, το αρμάθιασμα, το άπλωμα, το λιάσιμο στη λιάστρα… Όλα τα δύσκολα στάδια του καπνού.
Πρωί, νύχτα ακόμα, στο καπνοχώραφο.
Μισοκοιμισμένα παιδιά στους δρόμους…
Στο καπνοτόπι με το φως του φεγγαριού ή των φαναριών αρχίναγαν το μάζεμα των καπνόφυλλων.
Αχ, αυτό το πατόφυλλο! Πόσο σκύψιμο, πόσο γδάρσιμο στο χώμα! Κι ύστερα το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο… χέρι.
Αυτό, το πικρό λουλούδι του καπνού είχε μια έντονη μυρωδιά το πρωί με τη δροσιά. Αρκετές φορές έφερνε ναυτία στα αγουροξυπνημένα παιδιά.
Μάζευαν αγκαλιές τα φύλλα και τις απίθωναν στα χεράμια ή τις καλάθες, με προσοχή να μην χτυπηθούν. Εκεί στο μάζεμα του καπνού τραγουδούσαν κάπου κάπου για να ξυπνούν και να δουλεύουν καλύτερα.
Όταν τέλειωναν, φόρτωναν τα χεράμια στο ζώο και στα νεώτερα χρόνια στο τρακτέρ κι επέστρεφαν στο σπίτι. Έπλεναν τα χέρια τους με πράσινο σαπούνι για να φύγει το χώμα και η κόλλα του καπνού, έτρωγαν κάτι πρόχειρο και στρώνονταν στο αρμάθιασμα.
Με την ατσάλινη βελόνα, φύλλο φύλλο. Ως το βράδυ τραβούσε αυτή η διαδικασία. Κάποια διαλείμματα γίνονταν για φαγητό και για μια φέτα καρπούζι να δροσιστούν!
Έσμιγε τότε η γλύκα του καρπουζιού με την πίκρα του καπνού. Τα εργαζόμενα παιδιά το χαίρονταν έστω κι έτσι…
Όταν τέλειωνε το αρμάθιασμα, φορτώνονταν τις αρμάθες και τις κουβαλούσαν στη λιάστρα. Τις άπλωναν μία - μία για να λιαστούν και να πάρουν ένα ωραίο χρυσοκίτρινο χρώμα. Εδώ, τέλειωνε η δουλειά τους. Τέλειωνε όμως και η μέρα. Τα έπαιρνε αμέσως ο ύπνος μόλις ξάπλωναν στο κρεβατάκι τους.
Αύριο μια καινούργια μέρα ξημερώνει. Κι άντε πάλι απ’ την αρχή…
Το αρμάθιασμα είχε βέβαια και τα καλά του: αστεία, ανέκδοτα, αινίγματα, πειράγματα, παιχνίδια με τα τζιτζίκια ή τις ακρίδες που έβρισκαν μέσα στα φύλλα του καπνού, στοιχήματα ποιος θα κάνει τις περισσότερες αρμάθες (σ’ αυτά τα παρακινούσαν οι μεγάλοι, για να βγαίνει η δουλειά).Και το καλύτερο: το δροσερό υποβρύχιο! Η γνωστή βανίλια! Το φτηνό γλύκισμα της εποχής, ήταν απόλαυση για τα παιδιά «του καπνού».
Η δύσκολη ώρα ήταν εκεί κατά το μεσημέρι, μετά το φαγητό. Αποκαμωμένα από το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά του καπνού, τη ζέστη του καλοκαιριού, γέρνανε νυσταγμένα πάνω στη βελόνα.
Το κόψιμο της βελόνας καμιά φορά τα ξύπναγε τρομαγμένα!
Τα καθησύχαζε τότε η μάνα ή η γιαγιά:
Έλα, δεν είναι τίποτα! Τύλιξέ το με ένα καπνόφυλλο! Πάει, πέρασε!
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε πάθει κανένας μόλυνση. Έχει και τις θεραπευτικές του ιδιότητες ο καπνός…
Κάποιες φορές έρχονταν και οι γείτονες και έδιναν ένα χέρι βοήθειας. Υπήρχε αλληλοβοήθεια τότε, ευτυχώς. Έτσι, τελείωναν λίγο νωρίτερα το αρμάθιασμα. Τότε τα παιδιά έτρεχαν για παιχνίδι. Ήταν ωραία τα παιχνίδια στις γειτονιές. Σωστό μελισσολόι ακουγόταν στα σοκάκια του χωριού.
Το βράδυ μαζεύονταν στο σπίτι. Άκουγαν πολλές φορές τις προβλέψεις των γονιών :
Φέτος θα τα οικονομήσουν. Πήγε καλά ο καπνός. Πέτυχε η σοδειά τους!
Αχ, πόση χαρά τους έδινε αυτή η κουβέντα! Θα βγουν οι κόποι της φαμελιάς τους. Θα βάλουν και στην Τράπεζα. Και να οι υποσχέσεις:
Όταν ανοίξουν τα σχολεία θα τους αγοράσουν παπούτσια, ρούχα, σάκα και τετράδια. Όλα αυτά χαροποιούσαν τα κουρασμένα παιδιά.
Έτσι περνούσε ο καιρός. Τέλειωνε και ο καπνός. Λιαζόταν στα κρεβάτια ή λιάστρες.
Ακολουθούσε το βαντάκωμα και το κρέμασμα στην αποθήκη. Εργασίες στις οποίες βοηθούσαν πάλι τα παιδιά…
Ο καιρός περνάει. Η ζωή κυλάει…
Τα παιδιά «των χωραφιών» μεγάλωσαν…
Οι εποχές άλλαξαν. Οι καλλιέργειες άλλαξαν…
Μένουν όμως οι θύμησες αυτών που μεγάλωσαν στα καπνοτόπια. Των παιδιών που μπήκαν τόσο νωρίς στη βιοπάλη…
Που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο έγκριτο περιοδικό Ρίζα Αγρινιωτών, τεύχος 54, το 2004.
Αναδημοσιεύτηκε στην Νέα Εποχή, εφημερίδα στο διαδίκτυο.).
ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΦΙΛΕ ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΟΣ. ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΩΡΑΙΑ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΟΣΑΜΕ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ.......
Ωραίο κείμενο....μας θύμισε στιγμές καί όμορφες και δύσκολες. Πάντως καλύτερες από το χάλι το σημερινό. Τότε η οικογένεια μαζεμένη,τα παιδιά μπορεί να έμπαιναν νωρίς στην βιοπάλη,ήταν όμως ώριμα με σεβασμό... αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων,η δραχμή είχε αξία,σε συνδιασμό με την λιτή ζωή..κ.λ.π. Ευλογημένοι όσοι ζήσαμε αυτά τα χρόνια..
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πιο βάρβαρο επάγγελμα χωρίς κέρδος να μην το ξαναζήσω ποτέ μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα επάγγελμα για να τα οικονομάνε οι καπνοβιομηχανίες οι μεσίτες και τα άλλα τσιράκια ο αγρότης ήταν πάντα ο σκλάβος αυτός που θα δούλευε για αυτούς και στο τέλος να του πετάνε και τα καπνά στη φωτιά και αυτή τη στιγμή να κάνω χημειοθεραπείες από τα φυτοφάρμακα που έχουν φάει
ΑπάντησηΔιαγραφήοι άνθρωποι ολοκληρώνονται σωστά και καλλίτερα όταν ξέρουν τα πάντα
ΑπάντησηΔιαγραφήαπό ανεργία, γεωργία, δημαρχία έως και υπουργεία.
Καλύτερα στα καπνά παρά άνεργοι και χωρίς λεφτά για ψώνια , βόλτες και αλλα καλά.
Δεν ήμουνα από καπνοπαραγωγική οικογένεια, ήταν όντος πολύ κουραστική και απαιτητική δουλειά. Αφού ασχολούνταν από το μικρό παιδί της οικογένειας ως τον παππού και την γιαγιά την καλύτερη εποχή του χρόνου. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι ήταν γεμάτες οι τσέπες του κόσμου. Με τα καπνά δημιούργησαν τα μίζερα εκείνα χρόνια. Φτιάξανε σπίτια, σπούδασαν παιδιά, προίκισαν κορίτσια και γενικά όπως δούλευε σωστά δημιουργήθηκε γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα, και ο τόπος μας φτωχός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική ερμηνεία, αποτυπώνει με μεγάλη ευκρίνεια τα καλοκαίρια απ'τα παιδικά μας χρόνια,να προσθέσω επιπλέων ότι στο φύτεμα, δουλεύαμε πολλές φορές χωρίς καπέλο, ξυπόλητοι, μέσα στον ήλιο,και στο αρμαθιασμα το καλοκαίρι μας φόρτωναν στο σβέρκο καμιά δεκαριά αρμαθες χωρίς μπλούζα και ...βουρ..για τη Λιαστρα!η κόλλα κάλυπτε την μισή πλάτη,μια μπλούζα το βράδυ καί στην πλατεία για παιχνίδι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΠΩΣ ΤΑ ΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΘΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΑ ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΣΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΗΤΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΕΠΙΣΗΣ ΘΥΜΑΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ Η ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΝΑΜΕ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓ0ΥΣΤΟ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΠΑΝΙΟ.ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΑΙΤΙΑ ΠΟΥ ΦΥΓΑΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ.ΑΠΟ ΜΑΧΑΙΡΑ ΕΙΜΑΙ ΑΘΗΝΑ ΖΩ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ήταν καλά δεν θα έφευγαν όλοι για την Αθήνα θα κάθονταν στα χωριά τους να φυτεύουν καπνό Για ποια καπνά μιλάτε που δούλευε μία πενταμελής οικογένεια μέρα νύχτα όλο το χρόνο να κάνει τέσσερις τόνους καπνό για να πάρει 12.000 ευρώ Αν αυτά τα πέντε άτομα δούλευαν έτσι μεροκάματα αλλού θα κονομάνε πολύ περισσότερα τότε φορέσαμε όλα τα παλιά ρούχα πάνω μας μέσα στη βρωμιά μέσα στη μόλυνση μέσα στα φυτοφάρμακα αν ήταν το Χαμόγελο του Παιδιού τότε Πόσα παιδιά θα είχε μαζέψει λέτε ότι φτιάξανε ένα σπίτι με τη με τα ρούχα που δεν αγόραζαν με τα δόντια τα σάπια να μην έχουν πάει ποτέ σε γιατρό να μην έχουν αγοράσει κάτι για να ντυθούν και το φαγητό ότι ήταν πιο φθηνό ποιος θα δούλευε για αυτές τις ξέρω δεκάρες με σαρδέλες παστές μέσα στον ήλιο? Εγώ τα έζησα τριτοκοσμικά πράγματα αυτή τη στιγμή είμαι 40 χρονών και για το μόνο πράγμα που έχω να πω ευχαριστώ από τον καπνό είναι ότι μας έκανε ανθρώπους μας έκανε να σεβόμαστε να δουλεύουμε να εκτιμάμε τα λεφτά γενικότερα μας έκανε ανθρώπους
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι εχουμε περασει
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τα παιδιά των "χωραφφιών" μεγάλωσαν, κοντεύουν τα πενήντα και διαβάζουν από τον καναπέ τους με νοσταλγία τα πολύ όμορφα κείμενα της Κας Αγγέλη που μας ταξιδεύουν στο χρόνο και μας γεμίζουν συγκίνηση. Ευχαριστούμε, και Καλό είναι να γνωρίζουμε όλοι μας ότι οι δύσκολες εποχές πλάθουν ικανούς ανθρώπους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο λέει και το τραγούδι Δεν θέλω να δουλεύεις και στα καπνά να πας για 20 βαντάκια τα νιάτα σου να φας
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν χωράει αμφιβολία ότι η ζωή τότε ήταν πιο δύσκολη και πιο κουραστική.Σήμερα έχουμε όλες τις ανέσεις όμως χάσαμε τη χαρά και την αξιοπρέπεια. Ο καπνός με όλα τα κακά όπως είπαμε ,μεγάλωσε, σπούδασε και πάντρεψε παιδιά, κρατώντας την αξιοπρέπεια των φτωχών οικογενειών.
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλοί άνδρες δεν έκαναν τίποτα όλη μέρα αραχτοί
Διαγραφήκαι το άλλο φύλο μπελονιαζε κσι μαζευε όλο το καπνό αλλα τα λεφτα και το ταμειο το κουμσντάριζαν οι άνδρες..Οι εποχές άλλαξαν και ήρθε ο Ανδρέας και εφρερε Ισότητα.
Η δε Κατούνα ανέκαθεν δεν ήταν χωριό σοσιαλιστικό.
Μια ζωή Δεξιά ψήφιζε η Κατούνα.
ΔιαγραφήΕιμαι 45αρης αυτης της γενιας,πολυ καλο το αρθρο της αναμνησης και εχει πολλα περισσοτερα για θύμηση και σχολιασμο.Το θεμα ειναι να το καταλαβουν τα παιδια μας ωστε να δινουν τον καλυτερο εαυτο τους για τη μαθηση και την εργασια και να μην παρασυρονται απο τα ευχολογια της ευκολης,περιστασιακης ή και ευφημερης καλοπερασης που εχει η σημερινη εποχη νομιζοντας οτι σε αυτη τη ζωη εχουν μονο δικαιωματα και όχι υποχρεωσεις
ΑπάντησηΔιαγραφήΟτι περναγαν τοτε οι μαυρογύναικες τα περναγαν.οι περισσοτεροι αντρες ηταν στα καφενεια.η μανα οτι εκανε με εκεινα τα παιδακια απο πισω.
ΑπάντησηΔιαγραφή