Σουλιώτικες φορεσιές κα Αντρέα Μπότσαρη, ο κ. Κωνσταντίνος Παχής και ο κ. Βασίλης Αναστόπουλος που κρατάει το μπαϊράκι του Σουλίου. |
Επιτροπή ΠΡΕΒΕΖΑ 1821-2021 «ΙΣΤΟΡΙΑ-ΜΝΗΜΗ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Υπό την Αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO
Υπό την Αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO
ΘΕΜΑ: Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΤΟ 1821
Την Τρίτη 9 Φεβρουαρίου, στην Αθήνα, στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής, τελέσθηκε Πανηγυρικός Εσπερινός προς τιμήν του Πολιούχου της πόλης μας Αγίου Χαραλάμπους και Επιμνημόσυνη Δέηση προς τιμήν των Αγωνιστών-Ηρώων του 1821.
Τον Εσπερινό, εκτός των άλλων, τίμησε με την παρουσία της η κυρία Ανδρέα Μπότσαρη, απόγονος του Μάρκου Μπότσαρη, η οποία φορούσε την αυθεντική Σουλιώτικη φορεσιά, την ποδιά και τα κοσμήματα της Χρυσούλας Καλογήρου, συζύγου του Μάρκου Μπότσαρη με καταγωγή από την Καμαρίνα Πρέβεζας.
Η κα. Αντρέα Μπότσαρη, με τη σουλιώτικη φορεσιά. |
Μετά από την από κοντά επαφή μας με την αυθεντική σουλιώτικη φορεσιά, μας δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον, να μάθουμε περισσότερα για την παραδοσιακή Σουλιώτικη ενδυμασία, όχι μόνο των γυναικών, αλλά και των ανδρών.
Ο κ. Κωνσταντίνος Παχής, Δικηγόρος – Ιστορικός- Εθνολόγος, είχε την ευγένεια να μας μιλήσει και να μας δώσει τα παρακάτω σχετικά στοιχεία:
Η πολύτιμη και σπάνια
γυναικεία ενδυμασία , άγνωστη στις μέρες μας, αποτελείτο από πολλά
κομμάτια τα οποία είναι κατά σειράν ένδυσης τα παρακάτω:
1. Εσωτερικό μεσοφόρι-πουκάμισο μαλλοβάμβακο
2. Εξωτερικό λευκό πλατύτατο βαμβακερό πουκάμισο που το έλεγαν ρουτί, κεντημένο με πολύ επιμέλεια στον ποδόγυρο στην τραχηλιά και τα μανίκια με λευκά κεντήματα χειρός και χιλιάδες μικρές φούντες
3. Τα χέρια από τους καρπούς μέχρι τον αγκώνα κάλυπταν χερόχτια από μάλλινο δίμιτο ύφασμα κεντημένα στις άκρες του καρπού
4. Κατόπιν φοριόταν η καμτζέλα, ένα γιλέκο από χοντρό βαμβακερό ύφασμα μέχρι τη μέση με μανίκια ως τον αγκώνα απ όπου έβγαιναν τα πλατιά μανίκια του πουκαμισου. Το γιλέκο αυτό φορέθηκε αποκλειστικά στο Σούλι κι όχι στα υπόλοιπα χωριά της Παραμυθιάς
5. Κατόπιν έμπαινε το κατωσέγκουνο από μάλλινο μαύρο σαγιάκι κεντημένο στην περίμετρο με κόκκινα σκούρα μάλλινα γαϊτάνια. Την περίμετρο και τα ανοίγματα του διέτρεχε στενή φάσα από τσόχα γκρενα χρώματος. Έφτανε μέχρι τα γόνατα ώστε να μην κρύβει το πλούσιο ασπροκέντημα του πουκάμισου.
6. Τη μέση περιέβαλαν πάντα 2 ζώνες. Ένα πλατύ μάλλινο ζωνάρι πρώτα, χρώματος γκρενά με πλούσιες φούντες που έπεφταν πλάγια πίσω πάνω στο σιγκούνι κι από πάνω του στενή μάλλινη ζώνα πολύχρωμη με βασικό χρώμα το κόκκινο.
7. Πάνω από το ζωνάρι δενόταν η μάλλινη ποδιά πάντα κόκκινου σκούρου χρώματος ολοκέντητη με άσπρα λινά ράμματα σε αρχαία τοπικά σχέδια, της οποίας τα μάλλινα κορδόνια που έδεναν στη μέση καλυπτόταν με τέχνη κάτω από τη στενή ζώνα.
8. Στις γάμπες φορούσαν κάλτσες πολύχρωμες με βασικό χρωμα το κόκκινο δίχως πάτο, από τον αστράγαλο μέχρι το γόνατο που στο εμπρός μέρος που ακουμπούσαν στη ράχη του ποδιού έφεραν μικρή φούντα.
9. Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια κόκκινα σκούρα με μαύρη φούντα
10. Το κεφάλι στολιζόταν το μυτερό κόκκινο φέσι κεντημένο με μαύρες ταινίες, το οποίο στην εμπρός πλευρά του κοσμούνταν με φλωριά και κορόνα ένα κεντρικό επιμετώπιο
κόσμημα. Πάνω από το φέσι έπιπτε το μαύρο σταμπωτό με πολύχρωμα άνθη τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το δέσιμο του μαντηλιού είναι ιδιότυπο διότι αφού στερεώνει το φέσι πάνω στο κεφάλι οι άκρες του σταυρώνουν πίσω στον αυχένα, έρχονται στην καλή όψη του μαντηλιού και πέφτουν εκατέρωθεν της μύτης του μαντηλιού στερεούμενες με μικρή καρφίτσα κόσμημα. Επιστέγασμα του πλούσιου κεφαλόδεσμου είναι τα σκουλαρίκια, τριοπόδαρα στην τοπική διάλεκτο, που κρέμονταν ραμμένα πάνω στο φέσι στο ύψος των αυτιών, κατάλοιπο των Βυζαντινών πρεπενδουλίων των Αυτοκρατόρων κι ενώνονταν πίσω με αλυσίδα που καρφωνόταν σε 3 μεριές στο φέσι. Από την πίσω μύτη του μαντηλιού που φτάνει χαμηλά στην πλάτη προβάλλουν οι δύο πλούσιες κοτσίδες στολισμένες στις άκρες τους με κοχύλια και νομίσματα στερεωμένα σε πολύχρωμα νήματα.
11. Πλουσιότατα τα κοσμήματα της φορεσιάς ξεκινούν από αυτά του στήθους που είναι: τα γκρέπια, τσιγκελωτό επιστήθιο κόσμημα , τον σταυρό που καρφώνεται έξω-έξω στο κατωσέγκουνο πάντα δεξιά του στήθους, το κιμεράκι του στήθους και το κιμεράκι του λαιμού που είναι πόρπες. Τη μέση έζωνε το αλυσιδωτό θηλυκάρι που έσφιγγε το σιγκούνι, Στην ποδιά κρεμόταν πάντα η ασημοσουγιά. Αυτή ήταν η γιορτινή Σουλιώτικη ενδυμασία. Την ημέρα μόνο του γάμου η νύφη έφερε πλέον όλων τούτων και πάνω απο όλα τα άλλα ενδύματα, εν είδει παλτού, το πανωσέγκουνο, κεντητο στην πλάτη και στην περίμετρο με γαϊτάνια και τσόχα ίδια με αυτά του κατωσέγκουνου ενώ στη μέση πάνω στη στενή ζώνα φόραγε τους ευμεγέθεις τοκάδες δηλαδή την κεντρική πόρπη της μέσης. Αυτή ήταν στην πληρότητά της η Σουλιώτικη ενδυμασία στον 19ο αιώνα.
Πολεμική ενδυμασία Σουλίου και ηπειρωτικής Ελλάδας περιόδου Επαναστάσεως 1821.
1. Εσωτερικά κατάσαρκα φόραγαν πρώτα πρώτα το λευκό βαμβακερό πανωβράκι εντελώς στενό κι εφαρμοστό στα πόδια μέχρι το γόνατο. Έδενε στη μέση σφιχτά με κορδόνι χοντρό. Τα δύο «πόδια» του πανωβρακιού ενώνονταν μεταξύ τους με τετράγωνο ύφασμα διπλωμένο τριγωνικά που δημιουργούσε τη «σέλα» και διευκόλυνε πολύ στο βάδισμα και το διασκελισμό, αναγκαία συνθήκη στους επαναστάτες.
2. Στον κορμό κατάσαρκα χωρίς άλλο ένδυμα, φοριόταν η λευκή βαμβακερή πουκαμίσα, «το κοντορούτι» όπως την έλεγαν στην Ήπειρο, κοντή μέχρι πάνω απο τα γόνατα. Φοριόταν από το κεφάλι, είχε άνοιγμα μέχρι το στήθος κι έκλεινε στη λαιμοκοψη με κορδόνι. Είχε μανίκια μέτρια φαρδιά, μακριά μέχρι πάνω από τον καρπό για να μην δυσκολεύουν τον αγωνιστή στις μάχες.
3. Από το γόνατο και κάτω φόραγαν κάλτσες χωρίς πάτο, εφαρμοστές, από μάλλινο δίμιτο που έδεναν και κρατούνταν σταθερές κάτω από το πέλμα με κορδόνι που το έλεγαν «πατήχι». Στο γόνατο οι κάλτσες έμπαιναν ελαφρά μέσα στο πανωβράκι.
4. Μαύρα μάλλινα κορδόνια «τα γονατάρια» δεμένα σφιχτά πάνω στο πανωβράκι κρατούσαν σταθερές τις κάλτσες στο γόνατο.
5. Στα πόδια φόραγαν τα γουρνοτσάρουχα από δέρμα χοιρινό δεμένα με τα λουροτσάρουχα, τα ποια αφού σταύρωναν χιαστί στη γάμπα, έδεναν σε μικρό μπρούτζινο τοκά που ήταν στερεωμένος στο κορδόνι των γοναταριων στην εξωτερική πλευρά του γονάτου. Επανω στο μετατάρσιο έβαζαν ένα κομμάτι ύφασμα χοντρό μάλλινο για να μην τους «κόβουν» τα λουριά από τα γουρνοτσάρουχα.
6. Πάνω από την πουκαμίσα φόραγαν το γελέκι αμάνικο πάντα, που έφτανε μέχρι την αρχή της μέσης. Με το γελέκι Μόνο χωρίς άλλο πανωφόρι έβγαιναν να πολεμήσουν εξ ου και η φράση «βγήκε στο γελέκι».
7. Στη μέση τύλιγαν 2-3 βόλτες, φαρδύ μάλλινο ζωνάρι, διπλωμένο στα δυό κατά μήκος, σε σκούρες αποχρώσεις χωρίς να αφήνουν να κρέμονται καθόλου οι φούντες του. Μέσα στο ζωνάρι έβαζαν τα όπλα τους, μπιστόλες, γιαταγάνι, χαρμπί.
8. Πάνω από το ζωνάρι φόραγαν στενή δερμάτινη ζώνη που έκλεινε μπροστά με δυο πολύ μικρούς μεταλλικούς τοκάδες. Η ζώνη αυτή στερέωνε καλύτερα το μάλλινο ζωνάρι μέσα στο οποίο ήσαν χωμένα τα όπλα τους. Στη δερμάτινη αυτή ζώνη πέρναγαν πίσω τις παλάσκες τους και μπροστά το παλασκόνι και το μεδουλάρι τους.
9. Στο κεφάλι φορούσαν μικρό κοφτό φεσάκι με μικρή μάλλινη φούντα να στολίζει την κορφή του. Κατά περίπτωσιν κάποιοι τύλιγαν γύρω στο φέσι ένα στενόμακρο σκούρο ύφασμα που το έλεγαν σερβέτα. Αυτή ήταν η καθαρή πολεμική ενδυμασία των αγωνιστών του 21 σε όλη την Ελλάδα στην Ήπειρο και στο Σούλι. Η φουστανέλα ήταν επίσημο ένδυμα που το φόραγαν οι γαμπροί στο γάμο, σε επίσημες εκδηλώσεις κλπ. Στον πόλεμο όμως ήσαν ντυμένοι λιτά και πρακτικά αφού η ευελιξία ήταν προσόν για να κερδίσουν τη μάχη.
1. Εσωτερικό μεσοφόρι-πουκάμισο μαλλοβάμβακο
2. Εξωτερικό λευκό πλατύτατο βαμβακερό πουκάμισο που το έλεγαν ρουτί, κεντημένο με πολύ επιμέλεια στον ποδόγυρο στην τραχηλιά και τα μανίκια με λευκά κεντήματα χειρός και χιλιάδες μικρές φούντες
3. Τα χέρια από τους καρπούς μέχρι τον αγκώνα κάλυπταν χερόχτια από μάλλινο δίμιτο ύφασμα κεντημένα στις άκρες του καρπού
4. Κατόπιν φοριόταν η καμτζέλα, ένα γιλέκο από χοντρό βαμβακερό ύφασμα μέχρι τη μέση με μανίκια ως τον αγκώνα απ όπου έβγαιναν τα πλατιά μανίκια του πουκαμισου. Το γιλέκο αυτό φορέθηκε αποκλειστικά στο Σούλι κι όχι στα υπόλοιπα χωριά της Παραμυθιάς
5. Κατόπιν έμπαινε το κατωσέγκουνο από μάλλινο μαύρο σαγιάκι κεντημένο στην περίμετρο με κόκκινα σκούρα μάλλινα γαϊτάνια. Την περίμετρο και τα ανοίγματα του διέτρεχε στενή φάσα από τσόχα γκρενα χρώματος. Έφτανε μέχρι τα γόνατα ώστε να μην κρύβει το πλούσιο ασπροκέντημα του πουκάμισου.
6. Τη μέση περιέβαλαν πάντα 2 ζώνες. Ένα πλατύ μάλλινο ζωνάρι πρώτα, χρώματος γκρενά με πλούσιες φούντες που έπεφταν πλάγια πίσω πάνω στο σιγκούνι κι από πάνω του στενή μάλλινη ζώνα πολύχρωμη με βασικό χρώμα το κόκκινο.
7. Πάνω από το ζωνάρι δενόταν η μάλλινη ποδιά πάντα κόκκινου σκούρου χρώματος ολοκέντητη με άσπρα λινά ράμματα σε αρχαία τοπικά σχέδια, της οποίας τα μάλλινα κορδόνια που έδεναν στη μέση καλυπτόταν με τέχνη κάτω από τη στενή ζώνα.
8. Στις γάμπες φορούσαν κάλτσες πολύχρωμες με βασικό χρωμα το κόκκινο δίχως πάτο, από τον αστράγαλο μέχρι το γόνατο που στο εμπρός μέρος που ακουμπούσαν στη ράχη του ποδιού έφεραν μικρή φούντα.
9. Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια κόκκινα σκούρα με μαύρη φούντα
10. Το κεφάλι στολιζόταν το μυτερό κόκκινο φέσι κεντημένο με μαύρες ταινίες, το οποίο στην εμπρός πλευρά του κοσμούνταν με φλωριά και κορόνα ένα κεντρικό επιμετώπιο
κόσμημα. Πάνω από το φέσι έπιπτε το μαύρο σταμπωτό με πολύχρωμα άνθη τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το δέσιμο του μαντηλιού είναι ιδιότυπο διότι αφού στερεώνει το φέσι πάνω στο κεφάλι οι άκρες του σταυρώνουν πίσω στον αυχένα, έρχονται στην καλή όψη του μαντηλιού και πέφτουν εκατέρωθεν της μύτης του μαντηλιού στερεούμενες με μικρή καρφίτσα κόσμημα. Επιστέγασμα του πλούσιου κεφαλόδεσμου είναι τα σκουλαρίκια, τριοπόδαρα στην τοπική διάλεκτο, που κρέμονταν ραμμένα πάνω στο φέσι στο ύψος των αυτιών, κατάλοιπο των Βυζαντινών πρεπενδουλίων των Αυτοκρατόρων κι ενώνονταν πίσω με αλυσίδα που καρφωνόταν σε 3 μεριές στο φέσι. Από την πίσω μύτη του μαντηλιού που φτάνει χαμηλά στην πλάτη προβάλλουν οι δύο πλούσιες κοτσίδες στολισμένες στις άκρες τους με κοχύλια και νομίσματα στερεωμένα σε πολύχρωμα νήματα.
11. Πλουσιότατα τα κοσμήματα της φορεσιάς ξεκινούν από αυτά του στήθους που είναι: τα γκρέπια, τσιγκελωτό επιστήθιο κόσμημα , τον σταυρό που καρφώνεται έξω-έξω στο κατωσέγκουνο πάντα δεξιά του στήθους, το κιμεράκι του στήθους και το κιμεράκι του λαιμού που είναι πόρπες. Τη μέση έζωνε το αλυσιδωτό θηλυκάρι που έσφιγγε το σιγκούνι, Στην ποδιά κρεμόταν πάντα η ασημοσουγιά. Αυτή ήταν η γιορτινή Σουλιώτικη ενδυμασία. Την ημέρα μόνο του γάμου η νύφη έφερε πλέον όλων τούτων και πάνω απο όλα τα άλλα ενδύματα, εν είδει παλτού, το πανωσέγκουνο, κεντητο στην πλάτη και στην περίμετρο με γαϊτάνια και τσόχα ίδια με αυτά του κατωσέγκουνου ενώ στη μέση πάνω στη στενή ζώνα φόραγε τους ευμεγέθεις τοκάδες δηλαδή την κεντρική πόρπη της μέσης. Αυτή ήταν στην πληρότητά της η Σουλιώτικη ενδυμασία στον 19ο αιώνα.
Πολεμική ενδυμασία Σουλίου και ηπειρωτικής Ελλάδας περιόδου Επαναστάσεως 1821.
1. Εσωτερικά κατάσαρκα φόραγαν πρώτα πρώτα το λευκό βαμβακερό πανωβράκι εντελώς στενό κι εφαρμοστό στα πόδια μέχρι το γόνατο. Έδενε στη μέση σφιχτά με κορδόνι χοντρό. Τα δύο «πόδια» του πανωβρακιού ενώνονταν μεταξύ τους με τετράγωνο ύφασμα διπλωμένο τριγωνικά που δημιουργούσε τη «σέλα» και διευκόλυνε πολύ στο βάδισμα και το διασκελισμό, αναγκαία συνθήκη στους επαναστάτες.
2. Στον κορμό κατάσαρκα χωρίς άλλο ένδυμα, φοριόταν η λευκή βαμβακερή πουκαμίσα, «το κοντορούτι» όπως την έλεγαν στην Ήπειρο, κοντή μέχρι πάνω απο τα γόνατα. Φοριόταν από το κεφάλι, είχε άνοιγμα μέχρι το στήθος κι έκλεινε στη λαιμοκοψη με κορδόνι. Είχε μανίκια μέτρια φαρδιά, μακριά μέχρι πάνω από τον καρπό για να μην δυσκολεύουν τον αγωνιστή στις μάχες.
3. Από το γόνατο και κάτω φόραγαν κάλτσες χωρίς πάτο, εφαρμοστές, από μάλλινο δίμιτο που έδεναν και κρατούνταν σταθερές κάτω από το πέλμα με κορδόνι που το έλεγαν «πατήχι». Στο γόνατο οι κάλτσες έμπαιναν ελαφρά μέσα στο πανωβράκι.
4. Μαύρα μάλλινα κορδόνια «τα γονατάρια» δεμένα σφιχτά πάνω στο πανωβράκι κρατούσαν σταθερές τις κάλτσες στο γόνατο.
5. Στα πόδια φόραγαν τα γουρνοτσάρουχα από δέρμα χοιρινό δεμένα με τα λουροτσάρουχα, τα ποια αφού σταύρωναν χιαστί στη γάμπα, έδεναν σε μικρό μπρούτζινο τοκά που ήταν στερεωμένος στο κορδόνι των γοναταριων στην εξωτερική πλευρά του γονάτου. Επανω στο μετατάρσιο έβαζαν ένα κομμάτι ύφασμα χοντρό μάλλινο για να μην τους «κόβουν» τα λουριά από τα γουρνοτσάρουχα.
6. Πάνω από την πουκαμίσα φόραγαν το γελέκι αμάνικο πάντα, που έφτανε μέχρι την αρχή της μέσης. Με το γελέκι Μόνο χωρίς άλλο πανωφόρι έβγαιναν να πολεμήσουν εξ ου και η φράση «βγήκε στο γελέκι».
7. Στη μέση τύλιγαν 2-3 βόλτες, φαρδύ μάλλινο ζωνάρι, διπλωμένο στα δυό κατά μήκος, σε σκούρες αποχρώσεις χωρίς να αφήνουν να κρέμονται καθόλου οι φούντες του. Μέσα στο ζωνάρι έβαζαν τα όπλα τους, μπιστόλες, γιαταγάνι, χαρμπί.
8. Πάνω από το ζωνάρι φόραγαν στενή δερμάτινη ζώνη που έκλεινε μπροστά με δυο πολύ μικρούς μεταλλικούς τοκάδες. Η ζώνη αυτή στερέωνε καλύτερα το μάλλινο ζωνάρι μέσα στο οποίο ήσαν χωμένα τα όπλα τους. Στη δερμάτινη αυτή ζώνη πέρναγαν πίσω τις παλάσκες τους και μπροστά το παλασκόνι και το μεδουλάρι τους.
9. Στο κεφάλι φορούσαν μικρό κοφτό φεσάκι με μικρή μάλλινη φούντα να στολίζει την κορφή του. Κατά περίπτωσιν κάποιοι τύλιγαν γύρω στο φέσι ένα στενόμακρο σκούρο ύφασμα που το έλεγαν σερβέτα. Αυτή ήταν η καθαρή πολεμική ενδυμασία των αγωνιστών του 21 σε όλη την Ελλάδα στην Ήπειρο και στο Σούλι. Η φουστανέλα ήταν επίσημο ένδυμα που το φόραγαν οι γαμπροί στο γάμο, σε επίσημες εκδηλώσεις κλπ. Στον πόλεμο όμως ήσαν ντυμένοι λιτά και πρακτικά αφού η ευελιξία ήταν προσόν για να κερδίσουν τη μάχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο