του Λ. Τηλιγάδα
Ο Γάκιας δούλευε χρόνια στις αποθήκες του Παπαστράτου. Και όχι μόνο αυτός αλλά και ο πατέρας του και η μάνα του και τα αδέρφια του. Όλη η οικογένεια εργάτες στου Παπαστράτου. «Μην ακούτι, π’ λένι ότ’ σόι πάει του βασίλειου»… τον θυμούνταν κάποιοι να λέει. «Κι η εργατιά σόι πάει… Σόι καταραμένο!!! Κι γράμματα να μάθ’ς κι επιστήμουνας να γίν’ς, άμα πιριμέν’ς του μερουκάματου, πάλι ιργάτης περνιέσαι, γι’ αυτόν που σ’ του δίν’».
Το γεγονός είχε γίνει γρήγορα αντιληπτό από τον κυρ Γιάννη, τον επιστάτη των αποθηκών, ο οποίος καιρό τώρα προσπαθούσε να τον νουθετήσει αλλά ό,τι και να του έλεγε… «ο μπενάκης κι ο βγαινάκης», για τον Γάκια.
Εκείνη τη μέρα όμως… του αγρίεψε…
– Γάκια… Πάλι «πατούρα» είσι;
– Δι μ’ λες κυρ Γιάνν’, του αντιμίλησε ο Γάκιας, αφού πρώτα τον κοίταξε «ψ’λα – χαμπλά» με βλέμμα στο κενό. Μπουρείς να μ’ ξηγήσεις, πώς γίνετι, όταν τα πίνου ιγώ να γίνουμι πατούρα κι όταν τα πίν’ ου Παπαστράτους να «τελεί εν ευθυμία»;
Πηγή: agriniostories.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο