Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

1950, διάνοιξη του δρόμου Θέρμου – Δρυμώνα.

«Οι συσκέψεις κατέληξαν σε αποφάσεις για αδήριτο ανάγκη αµαξιτού δρόµου από το Θέρµο στον ∆ρυµώνα»

του Αρ. Παπακωστόπουλος

Ήταν αρχές της 10ετίας του 1950 και η πατρίδα µας προσπαθούσε να συνέλθει και να κλείσει τις πληγές που της κληρονόµησε η προηγούµενη 10ετία µε τους πολέµους, εσωτερικούς και εξωτερικούς και τις άλλες διενέξεις, και η ζωή στην χειµαζόµενη ύπαιθρο χώρα, άρχιζε σιγά-σιγά να ζωηρεύει και οπωσδήποτε µετά την επάνοδο των κατοίκων στα χωριά τους η κίνηση ήταν εµφανής.



Tο χωριό µας, ένα µικρό κεφαλοχώρι που ήταν, άρχισε να ζωντανεύει ξαφνικά και µε την επάνοδο των κατοίκων που είχαν καταφύγει στα χαµηλότερα µέρη για περισσότερη ασφάλεια ,γέµισε ζωή.

Οι επαναπατριζόµενοι, άρχισαν αµέσως µε τα λίγα µέσα που διέθεταν, πρώτα να επισκευάζουν τα σπίτια τους, µετά να καθαρίζουν τις αυλές και τα χωραφάκια τους και οπωσδήποτε να προµηθεύονταν και από λιγοστά ζωντανά (πρόβατα ,κατσίκες κότες κλπ) για τις καθηµερινές ανάγκες τους.

Κάποια µέρα, επέστρεψε και η δική µου οικογένεια από τον κάµπο της Μυρτιάς που είχε καταφύγει και οι γονείς µας άρχισαν να επισκευάζουν το διώροφο σπίτι µας, να καθαρίζουν την αυλή µας ,να σκάβουν τον κήπο µας ,αγοράζοντας συγχρόνως και τρία ζευγάρια κότες, για λοιπά ζωντανά κανένας λόγος. Άλλωστε εγώ έφερα µαζί µου ένα θηλυκό κατσικάκι που µου χάρισε ένας οικογενειακός φίλος στην Μυρτιά ,µε την ευχή του να κάνει προκοπή, πράγµα που επαληθεύθηκε αργότερα και τη θυµάµαι µια µεγάλη γαλάρια κατσίκα.

Τότε ακριβώς προέκυψαν σε όλο το χωριό, µεγάλες ανάγκες µεταφοράς αγαθών από το µεγάλο κεφαλοχώρι Θέρµο, καθ’ όσον 4-5 µουλάρια που διέθετε το χωριό µας δεν επαρκούσαν για την εξυπηρέτηση όλων των κατοίκων του χωριού το οποίο συνεχώς µεγάλωνε και επιπλέον δε εκτός που ήταν έδρα κοινότητας µε άλλα χωριά ,διέθετε και Αστυνοµικό Σταθµό Χωροφυλακής και έδρα µεταβατικού Αποσπάσµατος ,καθώς επίσης και Τ.Ε.Α. µε µεγάλη περιοχή και ακτίνα δράσεως.

Οι µεταφορικές ανάγκες έφεραν συσκέψεις, και οι συσκέψεις κατέληξαν σε αποφάσεις για αδήριτο ανάγκη αµαξιτού δρόµου από το Θέρµο στον ∆ρυµώνα σε πρώτη φάση και στην συνέχεια τον τελικό προορισµό στον Προυσσό Ευρυτανίας. Οι συνεχείς παραστάσεις στην Νοµαρχία, οι συνεχείς πιέσεις στα βουλευτικά γραφεία του νοµού, έφεραν αποτέλεσµα και τελικά την έγκριση κατασκευής του εν λόγω αµαξιτού δρόµου, πράγµα που χαροποίησε τους κατοίκους της όλης περιοχής σε αντίθεση µε τους 2-3 αγωγιάτες που αντελήφθησαν το τέλος του επαγγέλµατός τους.

Οι πρώτες τσαπιές – φτυαριές, έπεσαν για πρώτη φορά ,λίγο έξω από το χωριό Μέγα ∆ένδρο, εκεί που σήµερα βρίσκεται η είσοδος του επιβλητικού Ι. Ναού του ΠατροΚοσµά. Εργάτες από όλη την ευρύτερη περιοχή (∆ρυµωνιώτες, Τσαπατνιώτες, Κλοποτιώτες κ. λ.π ) έδωσαν το παρών στην έναρξη του έργου, µε ανάδοχο του έργου τον δικηγόρο Ακρίδα Τάσιο, τον πρώτο επιστάτη (πατέρα µου) Ξενοφώντα Παπακωστόπουλο που αργότερα προστέθηκαν και άλλοι επιστάτες και φυσικά µε εµένα 7-8 χρόνων παιδάκι. Όταν δεν είχα σχολείο ,παρών από το πρωί, όταν δεν είχα όπως το Σάββατο το µεσηµέρι εκεί, λες και έπρεπε να παρακολουθώ το έργο και την πορεία του, όταν δε ρώτησα τον επιστάτη πατέρα, γιατί να πηγαίνω τόσο συχνά, µου απάντησε ξερά «να βλέπεις και να µαθαίνεις». Άχνα εγώ, δεν έµαθα ποτέ το γιατί, πάντως µηχανικός δεν έγινα. Αργότερα, όταν µεγάλωσα και πονήρεψα λίγο, κατάλαβα ότι ήταν δάκτυλος της µάνας Ουρανίας η οποία αξίωνε την αποµάκρυνσή µου από το σπίτι για λόγους ….ασφαλείας και ησυχίας.

Το έργο προχωρούσε και η πορεία του ήταν ικανοποιητική ,δεδοµένου ότι όλες οι εργασίες γίνονταν µε τα χέρια, και τα βασικά εργαλεία ήταν ο κασµάς, το φτυάρι και που και που κανένας λοστός.

Οι πρώτες δυσκολίες παρουσιάστηκαν στη θέση Μυλοκοπιά, στα πρώτα βράχια και εκεί για πρώτη φορά που είδα εγώ ,χρησιµοποιήθηκαν κάτι σιδερένιες βέργες (παραµίνες) µε τις οποίες τρυπούσαν τα βράχια και στη συνέχεια ,στο τέλος της ηµέρας τα ανατίναζαν µε γέµισµα από µαύρο µπαρούτι και ένα κοµµάτι ‘’ζυµάρι’’, εκρηκτική ύλη. Με τη φωνή του επιστάτη πατέρα και των άλλων εργατών «φουρνέλλο – φουρνέλλο» οι εργάτες έτρεχαν να προφυλαχτούν από τα θραύσµατα, κι εγώ σαν κατσίκι έφευγα µπροστά από αυτούς ακουµπώντας οι φτέρνες στον σβέρκο µου από τον φόβο µου.

Με αυτά και µε αυτά η εργασία προχωρούσε ,και σε λίγες ηµέρες έφτασε στο ποτάµι, µπροστά στην τοξότη γέφυρα που στεκόταν εκεί αγέρωχη, χτισµένη πριν πολλά χρόνια , λες και περίµενε ανυπόµονα να περάσει στη ράχη της κάποιο τροχοφόρο.

Η γέφυρα χτίστηκε από Ηπειρώτες µαστόρους ,και λέγεται ότι στα θεµέλιά της κλείσθηκε ένας περαστικός ξένος (µαύρος) πιστοί στο µύθο του γεφυριού της Άρτας ,όπου κτίσθηκε στα θεµέλιά του η γυναίκα του Πρωτοµάστορα για καλό στέριωµα µέσα στο χρόνο, έφερε δε παραπέτια πέτρινα και από τις δύο µεριές ,τα οποία αργότερα γκρεµίστηκαν από τους εργάτες ,για να πάρει η γέφυρα, περισσότερο πλάτος.

Προσπάθησα µια µέρα να ανέβω στο ένα παραπέτι για να δώ κάτω τα βαθιά νερά και στην προσπάθεια µου αυτή χτύπησα το γόνατο µου το οποίο γέµισε αίµατα, για να εισπράξω ένα µεγαλοπρεπές χαστούκι από τον πατέρα µου, δεν πειράζει, δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο, ακολούθησαν και άλλα.

Περάσαµε την γέφυρα και είµαι από τους πρώτους που πέρασα πάνω της σαν επιβάτης του ταξί που διέθετε ο Μπάρµπα Τάσιος µε οδηγό τον αξέχαστο πλακατζή Μπαζιώνη. Σε πενήντα µέτρα από την γέφυρα υπάρχει –και σήµερα- µια µεγάλη στροφή, η οποία έχει µείνει στην µνήµη µου ανεξίτηλη, γιατί εκεί είδα για πρώτη φορά τρένο, η καλύτερα το βαγόνι του τρένου να κινείται πάνω σε µια ξύλινη σκάλα (ράγες) ,ήταν λέει οι γραµµές του. Η εν λόγω στροφή ήταν µεγάλη µε τόνους χωµάτων ,τα οποία έπρεπε να αποµακρυνθούν και όχι µε τα φτυάρια, γιατί ήταν αδύνατο και χρονοβόρο ,αλλά και απαραίτητο για την διάνοιξη του δρόµου.

Η ανάγκη αποµάκρυνσης των χωµάτων, έφερε σύσκεψη του επιστάτη και δυοτριών άλλων εργατών και δεν άργησε η κατασκευή του υποτυπώδους βαγονέτου ,από ξύλα πλατάνου και πουρναριού ,και αποτελείτο από ένα µεγάλο ξύλινο κουτί µε ξύλινες ρόδες που κινείτο πάνω σε ξύλινες γραµµές σαν σκάλα. Μερικοί εργάτες έσκαβαν ,άλλοι γέµιζαν το βαγόνι µε τα φτυάρια και οι υπόλοιποι το µετακινούσαν µια µπροστά όπου άνοιγαν µια πόρτα και έριχναν τα χώµατα στο ποτάµι και µια πίσω για να το ξαναγεµίσουν. Τα µπρός-πίσω κράτησαν τρείς µέρες , και επιτέλους η στροφή άνοιξε, οι εργάτες ξεκουράστηκαν ικανοποιηµένοι, και εγώ σταµάτησα το µέτρηµα ευχαριστηµένος αλλά και ενθουσιασµένος µε το βαγονέτο ,το οποίο αργότερα εφάρµοσα σε µικρογραφία σε διάφορες κατασκευές µου.

Στην επόµενη φάση, οι εργάτες άνοιξαν κυκλικό δρόµο σε ένα χωράφι αφήνοντας στην µέση µια µεγάλη συκιά που αργότερα θα αποτελούσε σηµείο αναφοράς και κατανάλωσης των γλυκύτατων µαύρων σύκων για µένα επάνω στο δέντρο και για τον αδελφό µου Γιώργο στις ρίζες του ,καθότι ο Γιώργος ήταν ακατάλληλος για τέτοιες αναρριχήσεις. Στην συνέχεια η εργατιά ξεχύθηκε στο ανηφορικό αλλά πιο µαλακό έδαφος ,και ύστερα από 5-6 στροφές και αφού πέρασε το Βαϊνάκι έφθασε κοντά στον ΑηΓιάννη, σταθµό ξεκούρασης των ταλαιπωρηµένων διαβατών αλλά και της µαθητιώσας νεολαίας ,κατά την Γυµνασιακή τους θητεία.

Από εκεί µε ένα ζίκ-ζάκ που υπάρχει και σήµερα ,έδωσαν άνοδο στον δρόµο και σε λίγες ηµέρες έφθασαν µε µία στροφή έξω από ένα χωράφι όπου τους περίµενε µια αναπάντεχη ταλαιπωρία, καθόσον ο ιδιοκτήτης δεν επέτρεπε στο συνεργείο τη διέλευση ,φράζοντας την είσοδο και την έξοδο του χωραφιού του. Το συνεργείο υπερκέρασε το χωράφι αφήνοντάς το άθικτο και συνέχισε από εκεί και πάνω, περιµένοντας να λογικευθεί ο ιδιοκτήτης , πράγµα που δεν άργησε να γίνει ,αφού χρειάσθηκε να µεταφέρει κάποιο δικό του άτοµο στον γιατρό του Θέρµου, και ζήτησε την παραχώρηση του ταξί, πράγµα που έγινε αµέσως δεκτό από τον κ.Ακρίδα, και όταν αυτός επέστρεψε από τον γιατρό, µόνος πλέον έριξε του φράχτες και έδωσε την άδεια να ανοίξει ο δρόµος, έτσι και έγινε.

Το συνεργείο επέστρεψε από την θέση Πουρνάρα που είχε φθάσει και σε µια δυο µέρες ο δρόµος άνοιξε κανονικά και το µικρό αυτοκίνητο µε µοναδικό επιβάτη εµένα καµαρωτό σαν «γύφτικο σκεπάρνι» έφθασε στην ονοµαστή θέση Πουρνάρα.

Μια δύο στροφές και φθάσαµε όλοι µαζί στα Αµπέλια και σε λίγο στον Σταυρό απ’  όπου ο δρόµος αντίκρισε το χωριό που έµελλε να φθάσει και να καταλήξει σε πρώτη φάση δίπλα στην εκκλησία µας του Αη-Γιώργη µε τα πανύψηλα και επιβλητικά κυπαρίσσια του (σήµερα δεν υπάρχουν, κόπηκαν 60 χρόνια µετά από τότε).

Ένα περιστατικό που θυµάµαι πολύ καλά ,έλαβε χώρα όταν το συνεργείο έφθασε στα πρώτα σπίτια των Μαριναίων ,όπου βρήκαν µεγάλη στενότητα στο δρόµο, πράγµα που τους βασάνισε αρκετά και τους καθυστέρησε 3-4 ηµέρες ώσπου να βρούνε την λύση. Εκεί γέλασα µε την ψυχή µου καθότι ένας ευφυής Κλοποτιώτης (Φωτογιαννάκης) επενέβη στην σύσκεψη των αρµοδίων και τους πρότεινε να ανοίξουν τα δύο υπόγεια του Χαρίλαου και του Λεωνίδα να τα ενώσουν και τα τροχοφόρα να περνούν µέσα από την στοά που θα δηµιουργηθεί, για να εισπράξει µια µαγκουριά στα µαλακά από τον υπεύθυνο του έργου Ακρίδα και τα ατέλειωτα γέλια των παρισταµένων και ασφαλώς από εµένα που σταµάτησα να γελάω όταν ο βλοσυρός επιστάτης Ξενοφών µου έριξε ένα «τρυφερό» βλέµµα.

Βεβαίως δεν εισακούσθηκε ο Κλοποτιώτης µηχανικός ,η πρότασή του πήγε στον βρόντο. Χτίστηκαν στο κάτω µέρος πέτρινα υποστυλώµατα ,ο δρόµος φάρδυνε και πέρασε δίπλα από τα σπίτια. Στην συνέχεια υπήρξε ένα µικρό εµπόδιο στου Σκανδαλή το σπίτι, το οποίο ξεπεράστηκε µε ανοδική κλίση και πορεία και σε λίγες ηµέρες το αυτοκίνητο του Μπαζιώνη µε τον υπεύθυνο και εµένα έφτασε κορνάροντας στη µέση του χωριού µας εκεί που ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση µε το άνοιγµα µιας µικρής πλατείας ,προς απογοήτευση των παιδιών του σχολείου µας που χρησιµοποιούσαν το µέρος για παιχνίδια (τσουλήθρα).

Αυτόν τον δρόµο τον έχω περπατήσει βήµα προς βήµα πολλές φορές, ίσως και χίλιες ,πρώτα µε τα πόδια, µετά µε το γαϊδούρι στη συνέχεια µε την φοράδα µας, µε το ποδήλατο, µε το µηχανάκι και τελικά µε το αυτοκίνητό µου και έτσι να εκπληρωθεί µια κρυφή µου ελπίδα και επιθυµία να περπατήσω αυτόν τον δρόµο µε το αυτοκίνητό µου και να διηγούµαι στην οικογένειά µου αυτά που πέρασα και έφτασα µε την βοήθεια του θεού στο να µπορώ να τα θυµάµαι και να τα γράφω…

 
Πηγή του άρθρου είναι η τριμηνιαία έκδοση ΚΙΝΗΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ∆ΡΥΜΩΝΑ, Ετος 3ο, Αρ. Φύλλου 11, Αύγουστος—Σεπτέµβριος—Οκτώβριος 2019
Φωτογραφία: Το Θέρμο παλιά (Συλλογή Γιάννη Γεωργίου) – Πηγή: site του Δήμου Θέρμου.
agriniostories.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο