Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ (Γράφει η : Μαρία Μπαμπάνη)




Πηγή: βιβλίο Μαρίας Μπαμπάνη: «Στον ίσκιο της Βελανιδιάς»

Η Γιούλα ορφάνεψε νωρίς από μητέρα. Επτά χρονών ήταν αυτή και τριών η αδελφούλα της, δεν πρόλαβαν να γευτούν τη μυρωδιά της όταν έφυγε κείνο το πρωί ταξίδι και δεν ξαναγύρισε όρθια. 
Τις φίλησε, τις κράτησε για λίγο στην ακριβή αγκαλιά της, έτσι για να πάρει κι εκείνη τη μυρωδιά τους μαζί της και αν και τους υποσχέθηκε ότι πάει για λίγο στο γιατρό και θα γυρίσει γρήγορα με ζαχαρωτά, δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεσή της… . Από τότε καμιά υπόσχεση στη ζωή της δεν έπαιρνε στα σοβαρά. .....
Ο φόβος ότι η μαμά τις αποχαιρετούσε για πάντα ξεκίνησε από το πήγαινε-έλα των χωριανών που παρήλαυναν στο σπίτι τους τους τελευταίους μήνες. Είχαν μάθει πια ότι στο χωριό σε επισκέπτονται όλοι, δικοί και ξένοι όταν πρόκειται να φύγεις χωρίς γυρισμό ή στο γάμο, κι αυτοί γάμο δεν είχανε σίγουρα. 
Η μεγάλη τους αδελφή είχε παντρευτεί πριν ένα χρόνο περίπου. Ύστερα αμέσως μόλις έφυγε η μάνα τους για το γιατρό τους έραψαν μαύρα φουστανάκια, υπερβολικοί όπως σε όλα τους οι χωρικοί των χρόνων εκείνων. 
Μια κορδέλα στα μαλλιά ίσως έκανε λιγότερη ζημιά στην ψυχούλα τους απ’ ότι τα μαύρα ρούχα. Και σα να μην έφτανε αυτό τις πειράζανε και τα παιδιά στο σχολείο και δεν τις παίζανε. Έξω οι μαυρούλες φώναζαν, κι αυτές αντί να διεκδικήσουν τη θέση τους στο παιχνίδι έκλαιγαν. 
Στον πατέρα τους φοβόντουσαν να πουν ότι δεν τους αρέσει το μαύρο φουστάνι. Έτσι τις πήρε ο φόβος και τις έριξε στο χαρέμι του για πάντα. Ξυπνούσε μές στη νύχτα η Γιούλα κι έκλαιγε σιγανά να μην την ακούσουν. Μα ο πατέρας της την άκουγε….Γιατί κλαις παιδί μου τη ρωτούσε;.......Γιατί φοβάμαι μπαμπά…Μα τι φοβάσαι… εγώ εδώ είμαι…
Άναψε λίγο τον αναπτήρα να δω το πρόσωπό σου μπαμπά ….τον παρακαλούσε…Κι εκείνος σηκωνόταν και άναβε το λυχνάρι δίπλα στο τζάκι…Να ιδές με, ησύχασε τώρα….Ναι μπαμπά έλεγε κι άλλαζε πλευρό. 
Για τη μικρότερη ήταν πιο εύκολα τα πράγματα γιατί δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα την απώλεια….. Όταν ο πατέρας τους θεώρησε ότι έπρεπε να βγάλουν τα μαύρα τις πήγε στο παντοπωλείο του χωριού πού είχε τα πάντα και διάλεξαν το πιο λουλουδάτο τόπι ύφασμα για να ράψουν φουστάνι. 
Κάθε μέρα περνούσαν απ’ της μοδίστρας το σπίτι, μήπως τους κάνει πρόβα. Αύριο ορφανούλια μου τους έλεγε η μοδίστρα. 
Και όταν αυτό το αύριο έφτασε και το φόρεσαν, Απρίλης ήτανε θαρρώ, σεργιάνισαν όλο το χωριό απ’ άκρη, σ’ άκρη για να το δούν όλοι. Και μέχρι τον Ιούνιο δεν μπόρεσαν να τις πείσουν να το βγάλουν από πάνω τους, μήπως και τους ξαναφορέσουν το μαύρο. 
Πρέπει να τα πλύνουμε παιδάκι μου είπε ένα βράδυ ο μπαμπάς αυστηρά, αλλά αν δεν τους υπόσχονταν ότι το πρωί θα είναι στεγνά να τα ξαναφορέσουν δεν θα τις έπειθε με τίποτα. Σαν ενήλικη έγινε τόσο συνεσταλμένη που φάνταζε απρόσιτη και ψιλομήτα. Μα η αλήθεια είναι ότι φοβόνταν τον κόσμο, δεν άντεχε τις εντάσεις που φέρνουν οι πολλές επαφές κι ήθελε να περνάει απαρατήρητη. 
Και το ίδιο απαιτούσε και από τον άντρα της αργότερα. Θα δίνεις τόπο στην οργή του έλεγε κι ας έχεις τα δίκια όλα δικά σου.

Τα ίδια πράγματα που τη φόβιζαν μικρή, εξακολούθησαν να τη φοβίζουν και μεγάλη. Φοβόνταν τις πόλεις, δεν άντεχε τη βουή τους, τον ρυθμό τους, τις απρόβλεπτες καταστάσεις. Παραμέρισε για λίγο τους φόβους της όταν παντρεύτηκε μα σαν έγινε μάνα οι αγωνίες των παιδιών τους ξαναέφεραν στην επιφάνεια. Κι όταν αυτά μεγάλωσαν και έκαναν δικές τους οικογένειες, κλείστηκε στον εαυτό της. Αν ήξερα γράμματα έλεγε θα έγραφα ένα βιβλίο για τη ζωή μου, αλλά το μισό θα ήταν δραματικό και το άλλο μισό χαρούμενο. Θα έγραφα για τους φόβους μου μήπως και τους ξορκίσω. Για τον φόβο που μεγάλωνε μαζί μου από τότε που η μάνα μου δεν γύρισε απ’ το ταξίδι, για τον φόβο μου ότι δεν θα με παίξουν τα παιδιά γιατί φοράω μαύρα, για τον φόβο μου μην πάθει κάτι και ο μπαμπάς και μείνουμε στους πέντε δρόμους. Φοβάμαι για τα παιδιά μου, για τα εγγόνια μου, πως θα πορευτούν στη ζωή τους.

Φοβάμαι ότι φοβήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου που τελικά δεν χάρηκα τίποτα……γιατί ακόμα και στις χαρές η καρδιά μου ήταν βαριά….

Γιατί ένα τρομαγμένο παιδί καταλήγει ένας φοβισμένος ενήλικας…..

Έλεγε κι είχε απόλυτο δίκιο………..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο