Εις μνημόσυνον
ΜΠΑΜΠΗΣ Α. ΤΣΕΛΕΠΗΣ
ΜΠΑΜΠΗΣ Α. ΤΣΕΛΕΠΗΣ
Με το έμπα του Οκτώβρη “εξέλιπεν της συγγενείας ημών” και επέστρεψε τον “δανεικόν χουν” στη μητέρα γη ο Μπάμπης Α. Τσελεπής, φίλος ο εκλεκτός. Το θλιβερό μαντάτο του θανάτου του το πήραν απ’ το κλεινόν Άστυ τα κύματα της θάλασσας και τ’αγέρι της στεριάς και το ‘φεραν στη Βόρειο Ελλάδα που βρισκόμουν.
Φθινοπωρινό πρωϊνό μούρθε το μήνυμα απ’ το γιο του: Σήμερα έφυγε ο πατέρας μου. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Οκτωβρίου 2020. Μου το είχε εξομολογηθεί λίγες μέρες πριν, όταν του τηλεφώνησα για να τον χαιρετήσω, αφού θα έφευγα για λίγο απ’ την Αθήνα. “Δεν θα με ξαναβρείς, το τέλος μου έρχεται..”
Koνταροκτυπήθηκε με τον χάροντα μέχρι που έπεσε παλικαρίσια. Η καρδιά του κουρασμένη και ταλαιπωρημένη δεν άντεξε άλλο. Ταξίδεψε για τη “χώρα της σιωπής” αυτός ο ρήτορας ομιλητής, έγινε πια ουρανοπολίτης.
Ζωόπνοη γη του ο αγαπημένος του ψηλομέτωπος Πρόδρομος
Ξηρομέρου, όπου είδε το πρώτο φως στις 30 Δεκεμβρίου 1946, και ανταποδίδοντας
τα τροφεία του προς αυτόν τον ύμνησε μέσα από ένα ντοκιμαντέρ. Κράτησε μέσα του
τη λεβεντιά των Ακαρνανικών ορέων αυτός ο ωραίος ευσταλής Μπάμπης Τσελεπής.
Διδάχτηκε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και τελείωσε το γυμνάσιο αρρένων Αγρινίου. Στρατεύτηκε κι ήθελε λίγες μέρες ν’ απολυθεί για να βγει στη βιοπάλη, να παλέψει, να εργαστεί, ν’ απολαύσει τις χαρές της ζωής, να γλεντήσει τα νιάτα του, όπως όλοι οι νιοί.
Λέει το δημοτικό τραγούδι: “νάταν τα νιάτα δυο φορές...” Για τον Μπάμπη δεν υπήρξαν αυτά ούτε μια φορά. Του τά ’κλεψαν, στα χρόνια της χούντας, άστοργοι επίορκοι και απάτριδες πατριδοκάπηλοι στρατιωτικοί που τον βύθισαν 2.329 ημέρες στα σκοτεινά κελιά του Γεντί-Κουλέ και των άλλων κολαστηρίων της χώρας μας καταδικάζοντάς τον σε 10ετή κάθειρξη.
Καταδικάστηκε για δολιοφθορά στο στράτευμα αυτός, στον οποίο η πολιτεία, πριν τη χούντα, λόγω των υγιών δημοκρατικών φρονημάτων εμπιστεύθηκε, όταν στρατεύθηκε και του ανέθεσε την υπεύθυνη θέση του διαβιβαστή.
Γύρισε πολλές φυλακές, Αίγινα, Κορυδαλό, Γεντί-Κουλέ (υγρό τάφο τον χαρακτήριζαν οι κρατούμενοι) πότε ανάμεσα σε συγκρατούμενους -προσωπικότητες όπως ο Α. Μαγκάκης, ο Ελ. Βερυβάκης, ο Αγ. Πνευματικός κ.ά. και πότε ανάμεσα σε εγκληματίες. Όμως άντεξε. Διάβασε πολύ. Μέχρι και την Γερμανική γλώσσα έμαθε. Έμεινε φυλακισμένος επτά ολόκληρα χρόνια, 2392 μέρες όπως τιτλοφορεί και το βιβλίο του “Η ενοχή της Αθωότητας...2392 μέρες σκοτάδι”, όπου αφήνει την πένα του, μιλώντας με οργισμένη αλήθεια, να στάζει φαρμάκι για τους στρατοδίκες και τους σπιούνους στο στρατό που άλλαζαν “στρατόπεδο” όπως τους βόλευε και με την ίδια γραφίδα εκφράζει τις ευχαριστίες και τον θαυμασμό του για τους έντιμους στρατιωτικούς και τους συγκρατούμενούς του με το αδούλωτο φρόνημα, που μάχονταν τη δικτατορία. Απολύθηκε όταν δόθηκε αμνηστία από τον Κ. Καραμανλή.
Πολλοί έτρεξαν να εκμεταλλευτούν τις διώξεις των από τους συνταγματάρχες, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Αυτός έμεινε συνειδητά στην αφάνεια, γιατί θεώρησε ότι απλώς έκαμε το καθήκον του υπερασπίζοντας την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, όπως ορίζει το Ελληνικό Σύνταγμα.
Εργάστηκε ως ασφαλιστής βγάζοντας έντιμα τα προς το ζην και μεγαλώνοντας με τη σύζυγό του Σπυριδούλα τα δύο του παιδιά, τον Αντρέα, δάσκαλο πολεμικών τεχνών και την Παναγιώτα δικηγόρο-δασκάλα.
Ασχολήθηκε με τα πολιτιστικά του τόπου του. Υπήρξε πρόεδρος της Ξηρομερίτικης Εταιρείας Λόγου και Τέχνης (ΞΕΛΟΤ) και μεγάλοι οι αγώνες του μαζί με τα άλλα μέλη για την προστασία του βελανιδοδάσους του Ξηρομέρου.
Πολυδιαβασμένος και πολύξερος. Διακρινόταν για την απαράμιλλη ευγλωττία του και ίσως σε μια ιδιαίτερα τέλεια νευροεγκεφαλική κατασκευή οφείλονταν η μεγάλη μνήμη του και η διατήρηση στο μυαλό του ολόκληρων αποσπασμάτων από τους αρχαίους συγγραφείς ή από την Αγία Γραφή. Μου απήγγειλε από στήθους όλη την ομιλία του Αποστόλου Παύλου στην Πνύκα. Τον θυμούμαστε πάνω στο βήμα της “Στοάς του Βιβλίου” και χαιρόμασταν το λόγο του.
Ελληνική ψυχή με μεγάλο απόθεμα καλοσύνης, σκόρπιζε μ’ απλοχεριά στη συντροφιά του τα δώρα που του χάρισαν οι ουρανοί, την αγάπη, την ευγένεια, τη χαρά, την αισιοδοξία. Ζούσε μια ήρεμη και ήσυχη οικογενειακή ζωή στον Παράδεισο Αμαρουσίου στην Αθήνα. Έζησε σεμνόπρεπα καί τίμια, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Ο χαμός του στέρησε την κοινωνία της Αιτωλοακαρνανίας από ένα εκλεκτό και δραστήριο μέλος του. Έφυγε και μας άφησε πλούτο πολύ αγνών αισθημάτων και καλοσύνης και πλούτο καλών απογόνων, των παιδιών του, εκλεκτών μελών της κοινωνίας, τους οποίους θερμά συλλυπούμεθα.
Εμείς, όλοι οι φίλοι του σεμνυνόμαστε για τη διαδρομή του, τη συμπεριφορά του και την προσφορά του στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην Αι.Πο.Ε. της οποίας υπήρξε ενεργό μέλος.
Ευλογημένη η περπατησιά του στη ζωή, ας είναι και ευλογημένη η μνήμη του.
Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που τον γνώριζα προσωπικά και χαρούμενο γιατί με τιμούσε με την φιλία του αυτός ο άνθρωπος που αγαπούσε την Ελλάδα κι έφυγε γεμάτος Ελλάδα.
Τούτη η μεταθανάτια αναφορά μας ας είναι ψυχοκέρι στη μνήμη του κι εμπόδιο στο χρόνο που θα παλεύει να την επιχώσει.
Διδάχτηκε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και τελείωσε το γυμνάσιο αρρένων Αγρινίου. Στρατεύτηκε κι ήθελε λίγες μέρες ν’ απολυθεί για να βγει στη βιοπάλη, να παλέψει, να εργαστεί, ν’ απολαύσει τις χαρές της ζωής, να γλεντήσει τα νιάτα του, όπως όλοι οι νιοί.
Λέει το δημοτικό τραγούδι: “νάταν τα νιάτα δυο φορές...” Για τον Μπάμπη δεν υπήρξαν αυτά ούτε μια φορά. Του τά ’κλεψαν, στα χρόνια της χούντας, άστοργοι επίορκοι και απάτριδες πατριδοκάπηλοι στρατιωτικοί που τον βύθισαν 2.329 ημέρες στα σκοτεινά κελιά του Γεντί-Κουλέ και των άλλων κολαστηρίων της χώρας μας καταδικάζοντάς τον σε 10ετή κάθειρξη.
Καταδικάστηκε για δολιοφθορά στο στράτευμα αυτός, στον οποίο η πολιτεία, πριν τη χούντα, λόγω των υγιών δημοκρατικών φρονημάτων εμπιστεύθηκε, όταν στρατεύθηκε και του ανέθεσε την υπεύθυνη θέση του διαβιβαστή.
Γύρισε πολλές φυλακές, Αίγινα, Κορυδαλό, Γεντί-Κουλέ (υγρό τάφο τον χαρακτήριζαν οι κρατούμενοι) πότε ανάμεσα σε συγκρατούμενους -προσωπικότητες όπως ο Α. Μαγκάκης, ο Ελ. Βερυβάκης, ο Αγ. Πνευματικός κ.ά. και πότε ανάμεσα σε εγκληματίες. Όμως άντεξε. Διάβασε πολύ. Μέχρι και την Γερμανική γλώσσα έμαθε. Έμεινε φυλακισμένος επτά ολόκληρα χρόνια, 2392 μέρες όπως τιτλοφορεί και το βιβλίο του “Η ενοχή της Αθωότητας...2392 μέρες σκοτάδι”, όπου αφήνει την πένα του, μιλώντας με οργισμένη αλήθεια, να στάζει φαρμάκι για τους στρατοδίκες και τους σπιούνους στο στρατό που άλλαζαν “στρατόπεδο” όπως τους βόλευε και με την ίδια γραφίδα εκφράζει τις ευχαριστίες και τον θαυμασμό του για τους έντιμους στρατιωτικούς και τους συγκρατούμενούς του με το αδούλωτο φρόνημα, που μάχονταν τη δικτατορία. Απολύθηκε όταν δόθηκε αμνηστία από τον Κ. Καραμανλή.
Πολλοί έτρεξαν να εκμεταλλευτούν τις διώξεις των από τους συνταγματάρχες, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Αυτός έμεινε συνειδητά στην αφάνεια, γιατί θεώρησε ότι απλώς έκαμε το καθήκον του υπερασπίζοντας την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, όπως ορίζει το Ελληνικό Σύνταγμα.
Εργάστηκε ως ασφαλιστής βγάζοντας έντιμα τα προς το ζην και μεγαλώνοντας με τη σύζυγό του Σπυριδούλα τα δύο του παιδιά, τον Αντρέα, δάσκαλο πολεμικών τεχνών και την Παναγιώτα δικηγόρο-δασκάλα.
Ασχολήθηκε με τα πολιτιστικά του τόπου του. Υπήρξε πρόεδρος της Ξηρομερίτικης Εταιρείας Λόγου και Τέχνης (ΞΕΛΟΤ) και μεγάλοι οι αγώνες του μαζί με τα άλλα μέλη για την προστασία του βελανιδοδάσους του Ξηρομέρου.
Πολυδιαβασμένος και πολύξερος. Διακρινόταν για την απαράμιλλη ευγλωττία του και ίσως σε μια ιδιαίτερα τέλεια νευροεγκεφαλική κατασκευή οφείλονταν η μεγάλη μνήμη του και η διατήρηση στο μυαλό του ολόκληρων αποσπασμάτων από τους αρχαίους συγγραφείς ή από την Αγία Γραφή. Μου απήγγειλε από στήθους όλη την ομιλία του Αποστόλου Παύλου στην Πνύκα. Τον θυμούμαστε πάνω στο βήμα της “Στοάς του Βιβλίου” και χαιρόμασταν το λόγο του.
Ελληνική ψυχή με μεγάλο απόθεμα καλοσύνης, σκόρπιζε μ’ απλοχεριά στη συντροφιά του τα δώρα που του χάρισαν οι ουρανοί, την αγάπη, την ευγένεια, τη χαρά, την αισιοδοξία. Ζούσε μια ήρεμη και ήσυχη οικογενειακή ζωή στον Παράδεισο Αμαρουσίου στην Αθήνα. Έζησε σεμνόπρεπα καί τίμια, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Ο χαμός του στέρησε την κοινωνία της Αιτωλοακαρνανίας από ένα εκλεκτό και δραστήριο μέλος του. Έφυγε και μας άφησε πλούτο πολύ αγνών αισθημάτων και καλοσύνης και πλούτο καλών απογόνων, των παιδιών του, εκλεκτών μελών της κοινωνίας, τους οποίους θερμά συλλυπούμεθα.
Εμείς, όλοι οι φίλοι του σεμνυνόμαστε για τη διαδρομή του, τη συμπεριφορά του και την προσφορά του στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην Αι.Πο.Ε. της οποίας υπήρξε ενεργό μέλος.
Ευλογημένη η περπατησιά του στη ζωή, ας είναι και ευλογημένη η μνήμη του.
Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που τον γνώριζα προσωπικά και χαρούμενο γιατί με τιμούσε με την φιλία του αυτός ο άνθρωπος που αγαπούσε την Ελλάδα κι έφυγε γεμάτος Ελλάδα.
Τούτη η μεταθανάτια αναφορά μας ας είναι ψυχοκέρι στη μνήμη του κι εμπόδιο στο χρόνο που θα παλεύει να την επιχώσει.
Διονύσης Σπ. Μπερερής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο