«Ξαρμάτωτο κοπάδι βοσκό δεν μαρτυράει!» Παροιμία
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
e-mail:agelimaria@yahoo.gr
I).Τα
κουδούνια: Τα κουδούνια ήταν απαραίτητα εξαρτήματα
του κοπαδιού. Γι’ αυτό ο παραδοσιακός τσοπάνης προσπαθούσε να αποκτήσει τα
καλύτερα. «Αρμάτωνε» με κουδούνια τα ζώα του, ανάλογα με το γένος, την ηλικία, το κορμί, το ρόλο που έχουν στο κοπάδι. Τα
κουδούνια ο τσοπάνης τα βάζει στα πιο γερά και όμορφα ζωντανά. Και σε κάποια
ζωηρά που ξεκόβουν από το κοπάδι για να τα εντοπίζει εύκολα. Κυρίως
ενδιαφερόταν για τα κουδούνια που φορούσε στα γκεσέμια, τους ηγέτες του
κοπαδιού. [Βλέπετε: Μαρία Ν. Αγγέλη, «Κούροςη γιορτή των κτηνοτρόφων», https://agriniobestof.gr]
Τα κουδούνια αρέσουν στον τσοπάνη, αρέσουν και στα ζώα. Ο αχός τους μαζεύει το κοπάδι και το κατευθύνει στις διαδρομές του… Ο τσοπάνης υποστηρίζει πως τα κουδουνίσματα επίσης, βοηθούν το κοπάδι να βοσκήσει. Τα πρόβατα κυρίως θέλουν να ησυχάζουν. Το κουδούνισμα τα ξυπνάει για να τρώνε. Τα κουδούνια συντελούν στο να διακρίνεται το κοπάδι του κάθε κτηνοτρόφου. Από τον ήχο εντοπίζει πού βρίσκονται τα ζώα… Είναι, ας πούμε χαριτολογώντας, το GPSτου τσοπάνη!
«Τα κουδουνίσματα μαρτυρούν όλα τα μυστικά του κοπαδιού, το πώς βόσκει, αν κοιμάται, αν σταλίζει, αν αναχαράζει, αν πίνει στο ρέμα, αν κιντυνεύει απ’ το ζουλάπι, απ’ τον κλέφτη. Αν είναι στα καλά του, αν ζει, αν πεθαίνει. Εκείνο το γκλαν γκλαν είν’ ο προδότης, που δίνει το χαμπέρι καλό ή κακό στον τσοπάνη. Μα είναι κι η μουσική που ευφραίνει τ’ αυτιά του, η κιθάρα π’ ακουμπανιάρει τη φλογέρα του. Είν’ το κρυφό καμάρι, το μόνο ντιφαρίκι του».Αυτά γράφει για τα κουδούνια και τον ήχο τους ο μελετητής της ποιμενικής ζωής στη Ρούμελη Δ. Λουκόπουλος.[Βλέπετε, Δ. Λουκόπουλου, Ποιμενικά της Ρούμελης, πρώτη έκδοση 1930]
Τα καλοταιριασμένα κουδούνια δημιουργούν μια εξαίσια μουσική που γοητεύει το τσοπάνη και όσους έχουν την τύχη να τα ακούσουν… Είναι η «μελωδία της ευτυχίας» στο θέατρο της Φύσης!
Mια ωραία αναφορά στο ταίριασμα των κουδουνιών και μια ιδιαίτερη παρομοίωση για τους ανθρώπους μας δίνει ο Ν. Καζαντζάκης στο έργο: Καπετάν Μιχάλης. Αντιγράφω:
«-Έχεις δίκιο, δάσκαλε, έκαμε ο Μαστραπάς, που με τη ρακή είχε λυθεί κι αυτουνού η γλώσσα, σαν τα κουδούνια είναι κι οι άνθρωποι, κι όταν συνταιριάζουνε, θάνατο δε φοβούνται.
Ψιλοδουλεμένο το αυτί του κουδουνά, ήταν γεμάτο αχό, σαν το κοχύλι της θάλασσας. Πέρυσι το καλοκαίρι που βγήκε στο χωριό του, δεν μπόρεσε να κλείσει την πρώτη νύχτα μάτι, γιατί στο αντικρινό βουνό τα κουδούνια του κοπαδιού δεν ήταν καλά ταιριασμένα και του αναστάτωναν την ψυχή. Με τις βαθιές αυγές σηκώθηκε, ανηφόρισε το βουνό, βρήκε το κοπάδι, ταίριασε τα κουδούνια και γύρισε πίσω και κοιμήθηκε.
-Σαν τα κουδούνια είναι κι οι ανθρώποι, είπε πάλι. Λέρια, τροκάνες, φαλκάνες, κουδούνες, μικρά και μεγάλα, και το καθένα έχει το λάλο τον εδικό του. Χαρά στο κοπάδι πού’ ναι τα κουδούνια του μαστορικά ταιριαγμένα, αυτό δε φοβάται λύκο». [Νίκος Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης, Εκδόσεις Καζαντζάκη,2017,σελίδες313-314]
Οι κτηνοτρόφοι το χειμώνα συνήθως βγάζουν τα κουδούνια και τα κύπρια από τα ζώα. Αφήνουν λίγα για να ακούγεται το κοπάδι. Τα ζώα αχαμναίνουν, αδυνατίζουν με την κακοκαιρία, την αφαγιά και το δρολάπι… Γι’ αυτό ο τσοπάνης εκτιμά ότι δεν χρειάζεται να σέρνουν και το βάρος του κουδουνιού ή του κύπρου. Την άνοιξη η φύση αναγεννιέται, βγάζει κλαρί και τα ζώα παχαίνουν, δυναμώνουν και με καμάρι «φοράνε πάλι τα άρματά τους», τα γλυκόλαλα κουδούνια. Και μάλιστα υπήρχε το έθιμο να τα φοράνε τη Μεγάλη Πέμπτη. Αχολογούν τα διάσελα και οι βουνοπλαγιές…
II).Οι Κουδουνάδες: Τα κουδούνια τα κατασκεύαζαν οι κουδουνοποιοί ή κουδουνάδες. Κουδουνοποιία, μια εξαιρετική τέχνη που χάνεται στη σύγχρονη εποχή, όπως και πολλές άλλες. Ευτυχώς που ελάχιστοι σε πείσμα της μαζικής παραγωγής συνεχίζουν και εκτιμούν τα χειροποίητα αντικείμενα…
α). Στη Ρούμελη υπήρχαν εργαστήρια στο Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Καρπενήσι, Ναύπακτο. Κυρίως όμως ονομαστοί κουδουνάδες ήταν στην Άμφισσα και στα Σάλωνα. Από εκεί τα προμηθεύονταν οι έμποροι σε όλη τη χώρα… Η μεγάλη άνθηση της τέχνης του κουδουνοποιού στην Άμφισσα άρχισε από τον 19ο αιώνα.
«Η μάνα των κουδουνιών είναι τα Σάλωνα με τα πολλά εργαστήρια», γράφει το 1930 ο Λαογράφος Δ. Λουκόπουλος.
Τη θέση των παραδοσιακών κουδουνοποιών σήμερα την έχει πάρει η βιομηχανική παραγωγή. Υπάρχουν στην αγορά και εισαγόμενα κουδούνια κυρίως από τη γειτονική Τουρκία σε καλές τιμές.
Στην άλλοτε «κουδουνομάνα», τα Σάλωνα, μόνο ένας κουδουνοποιός υπάρχει σήμερα. Εκεί που κάποτε αντηχούσαν τα κουδουνίσματα στα εργαστήρια των κουδουνάδων, μόνο ένα εργαστήρι διατηρείται ακόμα… Είναι του μερακλή Χρήστου Παπαδήμα.
Σήμερα 2020, κάποιοι μερακλήδες τσοπάνηδες «αρματώνουν» τη γιδοκοπή ή προβατοκοπή τους με κουδούνια. Αναζητούν στην αγορά τα καλύτερα γι’ αυτούς. Ελάχιστοι όμως αναζητούν χειροποίητα κουδούνια από τους κουδουνάδες.
β). Στα Δωδεκάνησα. και συγκεκριμένα σε ένα χωριό της Ρόδου, το Μονόλιθο, ο κτηνοτρόφος Ηλίας Πλάτσης διατηρεί ένα κοπάδι γιδιών και έχει ένα μεράκι για τα γλυκόλαλα κουδούνια.
ο Δ. Λουκόπουλος καταγράφει την παροιμιακή φράση: «κοπάδι χωρίς κουδούνια, εκκλησιά χωρίς καμπάνα», για τους τσοπάνηδες της Ρούμελης. Αυτό ισχύει και για τον τσοπάνη της Ρόδου, με καταγωγή από Κάλυμνο.
Η διαφορά είναι ότι οι τσοπάνηδες της Ρούμελης προμηθεύονταν κουδούνια από τους κουδουνοποιούς ή τους εμπόρους. Ο τσοπάνης της Ρόδου όμως τα κατασκευάζει ο ίδιος!
Υλικά που χρησιμοποιεί είναι: άχρηστα αντικείμενα, παλιά πετρογκάζ, ψυγεία, κουζίνες… Σύρματα χοντρά για κλάπες. Κλάπα είναι ένα μεταλλικό έλασμα ή ένα χονδρό σύρμα, για να κρατάει το κουδούνι.
Δέρμα για την κατασκευή της κατάλληλης λωρίδας που θα κρεμαστεί το κουδούνι στο λαιμό του ζώου. Και ένα υπέροχο μπλε ματάκι και χάντρες θαλασσιές για διακόσμηση, αλλά και για την αποτροπή του ματιάσματος, της βασκανίας…
Κουδούνια κρεμάει σε όλα τα ζώα χωρίς εξαίρεση. Σε μεγάλα και μικρά. Απολαμβάνει να ακούει το γλυκόλαλο κουδούνισμα τους. Και τα ζώα καμαρώνουν τα ωραία και ωραία «αξεσουάρ» στο λαιμό τους. Έργα των άξιων χεριών του αφέντη τους. Τα φοράει σε μεγάλα αλλά και σε κατσίκια. Ανάλογα με το ζώο είναι και το μέγεθος βέβαια. Δεν τα πουλάει. Χαρίζει σε κάποιον φίλο που τα θαυμάζει. Για παράδειγμα στον αδελφό μου που ως γιος τσοπάνη του Ξηρομέρου διατηρεί στη μνήμη του τα αχολαλήματα του κοπαδιού του… Και φυσικά μαγεύεται από τα κουδούνια του τσοπάνη της Ρόδου και κατασκευαστή κουδουνιών…
Ο αδελφός μου, Δημήτρης, αστυνομικός στη Ρόδο, είναι φίλος της στάνης, των γιδιών και των κουδουνιών. Είναι και φίλος του Ηλία. Έχουν κοινή την αγάπη για τα ζώα. Μου έστειλε φωτογραφίες των χειροποίητων κουδουνιών! Εντυπωσιάστηκα με τον τσοπάνη – κουδουνοποιό της Ρόδου. Και από τις φωτογραφίες που είδα και από τις πληροφορίες του αδελφού μου. Είναι μερακλής τσοπάνης και τα άξια χέρια του δημιουργούν από άχρηστα υλικά πραγματικά έργα τέχνης! «Από αγκάθι βγαίνει ρόδο». Και από σκουπίδια …κουδούνια! Θα συμπληρώσουμε για την περίπτωση. Έχω θαυμάσει κουδούνια στα Γιάννενα, στο Μέτσοβο κλπ. Όπου υπάρχει παράδοση. Αλλά τούτα τα χειροποίητα κουδούνια ομολογώ είναι μοναδικά!
Πόσο θα χαιρόταν ο πατέρας, αν έβλεπε αυτά τα εξαιρετικά κουδούνια. Και κυρίως αν τα άκουγε! Θυμάμαι που κούναγε τα κουδούνια και τα κύπρια κοντά στο αυτί του για να ακούσει καλά τον ήχο και να ταιριάξει μεταξύ τους τη μουσική… Αυτό το ταίριασμα, είναι το «κάλιασμα», για να χρησιμοποιήσω την τσοπάνικη λέξη του Ξηρομέρου.
Ο πατέρας ήταν καλός «πελεκάνος». Έφτιαχνε, πελεκούσε τα ξύλινα στεφάνια όπου περνούσε τα κουδούνια για να τα κρεμάσει στο λαιμό των ζωντανών του… Στεφάνια ήταν ξύλινα περιλαίμια, από ανθεκτικό ξύλο σε στρογγυλό σχήμα, στο κέντρο του οποίου στέριωνε το κουδούνι. Για το στέριωμα του κουδουνιού χρησιμοποιούσε την «κλάπα», ένα κομματάκι δέρμα, «πετσάκι ή ψίδι» όπως το έλεγε ο ίδιος και επιπλέον σύρμα. Έπρεπε να υπολογίζει το μέγεθος του λαιμού για να μην πληγώσει το ζώο. Να υπολογίσει επίσης το κλείσιμο που θα έκανε το στεφάνι αυτό ώστε να μην ανοίξει και πέσει από το λαιμό του ζώου. Ήταν καλός τεχνίτης, πελεκητής ο πατέρας. «Μερακλής τσοπάνης», όπως τον χαρακτήριζαν οι συνάδελφοί του συνομήλικοι και νεότεροι…
Ο ήχος των κουδουνιών ξυπνάει μνήμες στα παιδιά των τσοπάνηδων…
Και αρχίζουν συζητήσεις του αδελφού μου με τον τσοπάνη Ηλία Πλάτση. Οι αναφορές στην παραδοσιακή κτηνοτροφία. Οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη, οι αλλαγές, οι εξελίξεις…
Μια σημαντική διαφορά που παρατηρεί ο αδελφός μου στις τσοπάνικες εργασίες του Ροδίτη με τον Ξηρομερίτη είναι κυρίως στο άρμεγμα. Στην περιοχή του Ξηρομέρου οι τσοπάνηδες άρμεγαν και αρκετοί αρμέγουν ακόμα στη στρούγγα καθισμένοι σε μεγάλα στρουγγόλιθα που έχουν ως καθίσματα. Στην περιοχή της Ρόδου αρμέγουν όρθιοι σκύβοντας στον πισινό των ζώων για να πιάσουν τα μαστάρια. «Ανάποδο» άρμεγμα για μας που έχουμε αποτυπώσει το «σωστό» άρμεγμα του Ξηρομερίτη πατέρα και όχι μόνο… Κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες…
Στο θέμα των κουδουνιών ομολογώ ότι τόσο ο αδελφός μου όσο και εγώ θαυμάζουμε τα έργα των άξιων χεριών του Ηλία στη Ρόδο!
Ως επίλογο γράφω μια μαντινάδα που άκουσα από ένα γέρο κουδουνά Κρητικό:
Τα κουδούνια αρέσουν στον τσοπάνη, αρέσουν και στα ζώα. Ο αχός τους μαζεύει το κοπάδι και το κατευθύνει στις διαδρομές του… Ο τσοπάνης υποστηρίζει πως τα κουδουνίσματα επίσης, βοηθούν το κοπάδι να βοσκήσει. Τα πρόβατα κυρίως θέλουν να ησυχάζουν. Το κουδούνισμα τα ξυπνάει για να τρώνε. Τα κουδούνια συντελούν στο να διακρίνεται το κοπάδι του κάθε κτηνοτρόφου. Από τον ήχο εντοπίζει πού βρίσκονται τα ζώα… Είναι, ας πούμε χαριτολογώντας, το GPSτου τσοπάνη!
«Τα κουδουνίσματα μαρτυρούν όλα τα μυστικά του κοπαδιού, το πώς βόσκει, αν κοιμάται, αν σταλίζει, αν αναχαράζει, αν πίνει στο ρέμα, αν κιντυνεύει απ’ το ζουλάπι, απ’ τον κλέφτη. Αν είναι στα καλά του, αν ζει, αν πεθαίνει. Εκείνο το γκλαν γκλαν είν’ ο προδότης, που δίνει το χαμπέρι καλό ή κακό στον τσοπάνη. Μα είναι κι η μουσική που ευφραίνει τ’ αυτιά του, η κιθάρα π’ ακουμπανιάρει τη φλογέρα του. Είν’ το κρυφό καμάρι, το μόνο ντιφαρίκι του».Αυτά γράφει για τα κουδούνια και τον ήχο τους ο μελετητής της ποιμενικής ζωής στη Ρούμελη Δ. Λουκόπουλος.[Βλέπετε, Δ. Λουκόπουλου, Ποιμενικά της Ρούμελης, πρώτη έκδοση 1930]
Τα καλοταιριασμένα κουδούνια δημιουργούν μια εξαίσια μουσική που γοητεύει το τσοπάνη και όσους έχουν την τύχη να τα ακούσουν… Είναι η «μελωδία της ευτυχίας» στο θέατρο της Φύσης!
Mια ωραία αναφορά στο ταίριασμα των κουδουνιών και μια ιδιαίτερη παρομοίωση για τους ανθρώπους μας δίνει ο Ν. Καζαντζάκης στο έργο: Καπετάν Μιχάλης. Αντιγράφω:
«-Έχεις δίκιο, δάσκαλε, έκαμε ο Μαστραπάς, που με τη ρακή είχε λυθεί κι αυτουνού η γλώσσα, σαν τα κουδούνια είναι κι οι άνθρωποι, κι όταν συνταιριάζουνε, θάνατο δε φοβούνται.
Ψιλοδουλεμένο το αυτί του κουδουνά, ήταν γεμάτο αχό, σαν το κοχύλι της θάλασσας. Πέρυσι το καλοκαίρι που βγήκε στο χωριό του, δεν μπόρεσε να κλείσει την πρώτη νύχτα μάτι, γιατί στο αντικρινό βουνό τα κουδούνια του κοπαδιού δεν ήταν καλά ταιριασμένα και του αναστάτωναν την ψυχή. Με τις βαθιές αυγές σηκώθηκε, ανηφόρισε το βουνό, βρήκε το κοπάδι, ταίριασε τα κουδούνια και γύρισε πίσω και κοιμήθηκε.
-Σαν τα κουδούνια είναι κι οι ανθρώποι, είπε πάλι. Λέρια, τροκάνες, φαλκάνες, κουδούνες, μικρά και μεγάλα, και το καθένα έχει το λάλο τον εδικό του. Χαρά στο κοπάδι πού’ ναι τα κουδούνια του μαστορικά ταιριαγμένα, αυτό δε φοβάται λύκο». [Νίκος Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης, Εκδόσεις Καζαντζάκη,2017,σελίδες313-314]
Οι κτηνοτρόφοι το χειμώνα συνήθως βγάζουν τα κουδούνια και τα κύπρια από τα ζώα. Αφήνουν λίγα για να ακούγεται το κοπάδι. Τα ζώα αχαμναίνουν, αδυνατίζουν με την κακοκαιρία, την αφαγιά και το δρολάπι… Γι’ αυτό ο τσοπάνης εκτιμά ότι δεν χρειάζεται να σέρνουν και το βάρος του κουδουνιού ή του κύπρου. Την άνοιξη η φύση αναγεννιέται, βγάζει κλαρί και τα ζώα παχαίνουν, δυναμώνουν και με καμάρι «φοράνε πάλι τα άρματά τους», τα γλυκόλαλα κουδούνια. Και μάλιστα υπήρχε το έθιμο να τα φοράνε τη Μεγάλη Πέμπτη. Αχολογούν τα διάσελα και οι βουνοπλαγιές…
II).Οι Κουδουνάδες: Τα κουδούνια τα κατασκεύαζαν οι κουδουνοποιοί ή κουδουνάδες. Κουδουνοποιία, μια εξαιρετική τέχνη που χάνεται στη σύγχρονη εποχή, όπως και πολλές άλλες. Ευτυχώς που ελάχιστοι σε πείσμα της μαζικής παραγωγής συνεχίζουν και εκτιμούν τα χειροποίητα αντικείμενα…
α). Στη Ρούμελη υπήρχαν εργαστήρια στο Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Καρπενήσι, Ναύπακτο. Κυρίως όμως ονομαστοί κουδουνάδες ήταν στην Άμφισσα και στα Σάλωνα. Από εκεί τα προμηθεύονταν οι έμποροι σε όλη τη χώρα… Η μεγάλη άνθηση της τέχνης του κουδουνοποιού στην Άμφισσα άρχισε από τον 19ο αιώνα.
«Η μάνα των κουδουνιών είναι τα Σάλωνα με τα πολλά εργαστήρια», γράφει το 1930 ο Λαογράφος Δ. Λουκόπουλος.
Τη θέση των παραδοσιακών κουδουνοποιών σήμερα την έχει πάρει η βιομηχανική παραγωγή. Υπάρχουν στην αγορά και εισαγόμενα κουδούνια κυρίως από τη γειτονική Τουρκία σε καλές τιμές.
Στην άλλοτε «κουδουνομάνα», τα Σάλωνα, μόνο ένας κουδουνοποιός υπάρχει σήμερα. Εκεί που κάποτε αντηχούσαν τα κουδουνίσματα στα εργαστήρια των κουδουνάδων, μόνο ένα εργαστήρι διατηρείται ακόμα… Είναι του μερακλή Χρήστου Παπαδήμα.
Σήμερα 2020, κάποιοι μερακλήδες τσοπάνηδες «αρματώνουν» τη γιδοκοπή ή προβατοκοπή τους με κουδούνια. Αναζητούν στην αγορά τα καλύτερα γι’ αυτούς. Ελάχιστοι όμως αναζητούν χειροποίητα κουδούνια από τους κουδουνάδες.
β). Στα Δωδεκάνησα. και συγκεκριμένα σε ένα χωριό της Ρόδου, το Μονόλιθο, ο κτηνοτρόφος Ηλίας Πλάτσης διατηρεί ένα κοπάδι γιδιών και έχει ένα μεράκι για τα γλυκόλαλα κουδούνια.
ο Δ. Λουκόπουλος καταγράφει την παροιμιακή φράση: «κοπάδι χωρίς κουδούνια, εκκλησιά χωρίς καμπάνα», για τους τσοπάνηδες της Ρούμελης. Αυτό ισχύει και για τον τσοπάνη της Ρόδου, με καταγωγή από Κάλυμνο.
Η διαφορά είναι ότι οι τσοπάνηδες της Ρούμελης προμηθεύονταν κουδούνια από τους κουδουνοποιούς ή τους εμπόρους. Ο τσοπάνης της Ρόδου όμως τα κατασκευάζει ο ίδιος!
Υλικά που χρησιμοποιεί είναι: άχρηστα αντικείμενα, παλιά πετρογκάζ, ψυγεία, κουζίνες… Σύρματα χοντρά για κλάπες. Κλάπα είναι ένα μεταλλικό έλασμα ή ένα χονδρό σύρμα, για να κρατάει το κουδούνι.
Δέρμα για την κατασκευή της κατάλληλης λωρίδας που θα κρεμαστεί το κουδούνι στο λαιμό του ζώου. Και ένα υπέροχο μπλε ματάκι και χάντρες θαλασσιές για διακόσμηση, αλλά και για την αποτροπή του ματιάσματος, της βασκανίας…
Κουδούνια κρεμάει σε όλα τα ζώα χωρίς εξαίρεση. Σε μεγάλα και μικρά. Απολαμβάνει να ακούει το γλυκόλαλο κουδούνισμα τους. Και τα ζώα καμαρώνουν τα ωραία και ωραία «αξεσουάρ» στο λαιμό τους. Έργα των άξιων χεριών του αφέντη τους. Τα φοράει σε μεγάλα αλλά και σε κατσίκια. Ανάλογα με το ζώο είναι και το μέγεθος βέβαια. Δεν τα πουλάει. Χαρίζει σε κάποιον φίλο που τα θαυμάζει. Για παράδειγμα στον αδελφό μου που ως γιος τσοπάνη του Ξηρομέρου διατηρεί στη μνήμη του τα αχολαλήματα του κοπαδιού του… Και φυσικά μαγεύεται από τα κουδούνια του τσοπάνη της Ρόδου και κατασκευαστή κουδουνιών…
Εικόνα:
χειροποίητα κουδούνια από τη Ρόδο…
Ο αδελφός μου, Δημήτρης, αστυνομικός στη Ρόδο, είναι φίλος της στάνης, των γιδιών και των κουδουνιών. Είναι και φίλος του Ηλία. Έχουν κοινή την αγάπη για τα ζώα. Μου έστειλε φωτογραφίες των χειροποίητων κουδουνιών! Εντυπωσιάστηκα με τον τσοπάνη – κουδουνοποιό της Ρόδου. Και από τις φωτογραφίες που είδα και από τις πληροφορίες του αδελφού μου. Είναι μερακλής τσοπάνης και τα άξια χέρια του δημιουργούν από άχρηστα υλικά πραγματικά έργα τέχνης! «Από αγκάθι βγαίνει ρόδο». Και από σκουπίδια …κουδούνια! Θα συμπληρώσουμε για την περίπτωση. Έχω θαυμάσει κουδούνια στα Γιάννενα, στο Μέτσοβο κλπ. Όπου υπάρχει παράδοση. Αλλά τούτα τα χειροποίητα κουδούνια ομολογώ είναι μοναδικά!
Εικόνα: χειροποίητο
κουδούνι με χάντρες… Δια χειρός Ηλία Πλάτση
Πόσο θα χαιρόταν ο πατέρας, αν έβλεπε αυτά τα εξαιρετικά κουδούνια. Και κυρίως αν τα άκουγε! Θυμάμαι που κούναγε τα κουδούνια και τα κύπρια κοντά στο αυτί του για να ακούσει καλά τον ήχο και να ταιριάξει μεταξύ τους τη μουσική… Αυτό το ταίριασμα, είναι το «κάλιασμα», για να χρησιμοποιήσω την τσοπάνικη λέξη του Ξηρομέρου.
Ο πατέρας ήταν καλός «πελεκάνος». Έφτιαχνε, πελεκούσε τα ξύλινα στεφάνια όπου περνούσε τα κουδούνια για να τα κρεμάσει στο λαιμό των ζωντανών του… Στεφάνια ήταν ξύλινα περιλαίμια, από ανθεκτικό ξύλο σε στρογγυλό σχήμα, στο κέντρο του οποίου στέριωνε το κουδούνι. Για το στέριωμα του κουδουνιού χρησιμοποιούσε την «κλάπα», ένα κομματάκι δέρμα, «πετσάκι ή ψίδι» όπως το έλεγε ο ίδιος και επιπλέον σύρμα. Έπρεπε να υπολογίζει το μέγεθος του λαιμού για να μην πληγώσει το ζώο. Να υπολογίσει επίσης το κλείσιμο που θα έκανε το στεφάνι αυτό ώστε να μην ανοίξει και πέσει από το λαιμό του ζώου. Ήταν καλός τεχνίτης, πελεκητής ο πατέρας. «Μερακλής τσοπάνης», όπως τον χαρακτήριζαν οι συνάδελφοί του συνομήλικοι και νεότεροι…
«Τον μερακλή τσοπάνη τον ακούς από τα
τσοκάνια
Και τον βλέπεις απ’ τα γκεσέμια!»
Αυτή
η παροιμία ίσχυε απόλυτα στην περίπτωση του πατέρα. Όμως δεν κατασκεύαζε
κουδούνια…Ο ήχος των κουδουνιών ξυπνάει μνήμες στα παιδιά των τσοπάνηδων…
Και αρχίζουν συζητήσεις του αδελφού μου με τον τσοπάνη Ηλία Πλάτση. Οι αναφορές στην παραδοσιακή κτηνοτροφία. Οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη, οι αλλαγές, οι εξελίξεις…
Μια σημαντική διαφορά που παρατηρεί ο αδελφός μου στις τσοπάνικες εργασίες του Ροδίτη με τον Ξηρομερίτη είναι κυρίως στο άρμεγμα. Στην περιοχή του Ξηρομέρου οι τσοπάνηδες άρμεγαν και αρκετοί αρμέγουν ακόμα στη στρούγγα καθισμένοι σε μεγάλα στρουγγόλιθα που έχουν ως καθίσματα. Στην περιοχή της Ρόδου αρμέγουν όρθιοι σκύβοντας στον πισινό των ζώων για να πιάσουν τα μαστάρια. «Ανάποδο» άρμεγμα για μας που έχουμε αποτυπώσει το «σωστό» άρμεγμα του Ξηρομερίτη πατέρα και όχι μόνο… Κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες…
Στο θέμα των κουδουνιών ομολογώ ότι τόσο ο αδελφός μου όσο και εγώ θαυμάζουμε τα έργα των άξιων χεριών του Ηλία στη Ρόδο!
Ως επίλογο γράφω μια μαντινάδα που άκουσα από ένα γέρο κουδουνά Κρητικό:
«Κρυφό έχω τον καημό, η τέχνη πάει να
σβήσει
Γιατί δε βρίσκεται κανείς να μ’ αντικαταστήσει!»
Eικόνα: Γίδια στο Ξηρόμερο…
Φωτογραφία:
Χαρά Δ. Αγγέλη
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο