Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ: Στο κλαρίνο έδωσε την ψυχή του...

Ενας μήνας πέρασε από τη μέρα (4/2) που το «χρυσό κλαρίνο» του Γιάννη Βασιλόπουλου, εκείνο που μας έκανε αμέτρητες φορές να νιώσουμε τη μαγεία που δημιουργείται μεταξύ χειλιών και δακτύλων και μοιράστηκε μαζί μας αυτοσχεδιασμούς ψυχής, βουβάθηκε.

Ο εξαίρετος δεξιοτέχνης του κλαρίνου, που έφυγε από τη ζωή στα 72 του χρόνια, μπορεί να μην ήξερε να διαβάζει νότες, μπορούσε όμως χάρη στην απίστευτη μουσική μνήμη του να παίξει οτιδήποτε, από το πρώτο και μόνο άκουσμα. «Μπορώ να παίζω τα πιο δύσκολα κοντσέρτα, αρκεί να τ' ακούσω μια φορά», έλεγε χαρακτηριστικά. Εγγονός Τσιγγάνας, ο διακεκριμένος λαϊκός οργανοπαίχτης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1939, σε οικογένεια παραδοσιακών μουσικών..
.
 και άρχισε να μαθαίνει κλαρίνο από 8 ετών. Ο πατέρας του, Γιώργος Βασιλόπουλος, ονομαστός στο ζουρνά και στο κλαρίνο σε όλη την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος.
Οι θείοι του, Κώστας και Γρηγόρης έπαιζαν κλαρίνο, ο Χριστόφορος σαντούρι, ο Μήτσος τραγουδούσε μαζί με τον πατέρα του - αυτοί τον έβγαλαν στην «πιάτσα». Ο Χαράλαμπος Μαργέλης, ο Κώστας Μόσχος ή Φουσκομπούκας, πατέρας του Αριστείδη Μόσχου, ο Τουρκοβασίλης από την Πρέβεζα και άλλοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, που έπαιζαν κλαρίνο, τον επηρέασαν, κάνοντάς τον να αγαπήσει το όργανο και να του αφοσιωθεί.
Ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία του σε ηλικία 15 ετών, στο Αγρίνιο. Πάντα έλεγε με πολλή υπερηφάνεια: Εμάς ο κόσμος ποτέ δεν μας είπε «Γύφτους». Γιατί όπως σεβόμασταν εμείς τον κόσμο, έτσι κι αυτοί μας σέβονταν και μας εκτιμούσαν. Ερχονταν και μας έπαιρναν με τα άλογα για να πάμε στους γάμους και τα πανηγύρια. Αιτωλοακαρνανία, Αρτα, Πρέβεζα, Πάτρα, σέβονταν τα όργανα.

Χρυσό κλαρίνο

Σε ηλικία 18 χρόνων ο Γ. Βασιλόπουλος ήρθε για ηχογραφήσεις στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα, συνεργαζόμενος με τα μεγαλύτερα ονόματα της δημοτικής και μετά και της λαϊκής μουσικής. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Ζάχο - στην πλατεία Βάθης στην Κοσμική Ταβέρνα «Ζούγκλα» - τον Κώστα Ρούκουνα, τον Γιώργο Παπασιδέρη, την Τασία Βέρα, την Σοφία Κολλητήρη, τον Γιώργο Μεϊντανά, τον Τάκη Καρναβά κ.ά. Το 1979 άνοιξε (με την Λιαροπούλου) το κέντρο «Χρυσό Kλαρίνο» όπου έπαιζε για 10 περίπου χρόνια (ως το κλείσιμό του).

«Μ' άκουσε ο Στέλιος Καζαντζίδης και μ' έβαλε στο δίσκο στην "Κολούμπια"», έλεγε ο ίδιος. «Το μεροκάματο 30-60 δραχμές στις αρχές του '60. Τώρα είμαι πρώτο όνομα και είναι ανάλογο. Είμαι αυτοδίδακτος και όταν εκτελώ το όργανο δίνω την ψυχή μου. Οπως αγαπώ το παιδί μου, πιο καλά αγαπώ το όργανο. Ακου να σου πω, εγώ παίζω το ΛΑ κλαρίνο, είναι πιο σωστό από το ΝΤΟ, δεν το αγριεύει το όργανο, το ΛΑ είναι γλυκό. Το κλαρίνο που 'χω το πήρα 100 δραχμές από το σακούλι ενός Βλάχου. Είναι πάνω από 100 χρονών όργανο. Ο άνθρωπος δεν ήξερε τι μου 'δωσε. Το παν στο κλαρίνο είναι το φύσημα και οι ανάσες. Το φύσημα πρέπει να 'ναι ταιριασμένο με τα δάχτυλα, διαφορετικά "αλλού παπάς κι αλλού τα ράσα του". Η ανάσα από τη μύτη μόνη της. Μόνο εγώ να το καταλαβαίνω. Αμα το νιώσει ο ακροατής, πάει, χάλασε το κομμάτι».

Δισκογραφικά συνεργάστηκε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Γιώτα Λύδια, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Βαγγέλη Περπινιάδη, την Καίτη Γκρέι και από την νεότερη γενιά των τραγουδιστών με την Γλυκερία, τον Γιώργο Νταλάρα, την Ελένη Βιτάλη και άλλους. Ο Γιάννης Βασιλόπουλος, επίσης, είναι ο σολίστας στο ντοκιμαντέρ, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, «Η Ελλάδα της Μελίνας». Η σπουδαία δεξιοτεχνία του σφράγισε και τη συνεργασία του με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, όπου ως σολίστες ο Γιάννης Βασιλόπουλος στο κλαρίνο με τον Τάσο Διακογιώργη στο σαντούρι αποδίδουν εκπληκτικά τη σύνθεση του δημιουργού με τον τίτλο «Πάθη Απόκρυφα». Οπως πολλοί καλλιτέχνες της δημοτικής και λαϊκής μουσικής, ταξίδεψε και έπαιξε για τους Ελληνες της Διασποράς σε Αυστραλία, Ευρώπη, Καναδά, Αμερική.

Εκτός από τις συμμετοχές σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις, κυκλοφόρησαν αρκετοί δίσκοι στις 45 και 33 στροφές με σόλο του Γιάννη Βασιλόπουλου, από την «Κολούμπια», τη «Μίνως» κ.ά. Σόλο μουσικά κομμάτια του Γ. Βασιλόπουλου έχουν αποτυπωθεί στους δίσκους «Το χρυσό Κλαρίνο» (1976), «Λαϊκοί Σολίστες» (1985) και σε σύγχρονες παραγωγές. Το 1995 κυκλοφόρησε μιαν αξιομνημόνευτη δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Τα δάκρυα της Μαγδαληνής», η οποία περιέχει το «Θρήνο» (με διάρκεια 28 λεπτά, ηχογράφηση του 1977) και τους «Αυτοσχεδιασμούς» (διάρκειας 17 λεπτών, ηχογραφημένο το 1995) πάνω σε ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής.

Το μυστικό της ...κλεφτής ανάσας

Οπως μας αναφέρει ο Λάκης Χαλκιάς, γιος του κορυφαίου Τάσου Χαλκιά και θαυμαστής του αυθεντικού μουσικού, «ο Γιάννης Βασιλόπουλος είχε άλλο ένα φοβερό τεχνικό μυστικό στα τόσα άλλα. Ηταν αυτό της κλεφτής ανάσας, που λένε πως ήταν ένα από τα μυστικά των παλιών οργανοπαιχτών, οι οποίοι ενώ φυσούσαν (εκπνοή) από το στόμα για να δουλεύουν το κλαρίνο, συγχρόνως από τη μύτη έπαιρναν αέρα (εισπνοή) και γέμιζαν τους πνεύμονές τους. Ηταν θαύμα - και όμως αυτοί οι άνθρωποι έκαναν απίθανα πράγματα! Οπως και το ότι εάν έπιανε κάποιος άλλος να παίξει το κλαρίνο του Γιάννη Βασιλόπουλου, δεν θα έβγαζε νότα σωστή... Κι όμως, όταν το έπιανε ο ίδιος και έπαιζε, ήταν ολόσωστο!».

Ο Γιάννης Βασιλόπουλος φημίστηκε τόσο για το μοναδικό «ανατολίτικο» τρόπο παιξίματός του όσο και για τα σπάνια «ειδικά» μουσικά του προσόντα («αυτί» και «μνήμη»), που του επέτρεπαν, παρότι δεν ήξερε να διαβάζει νότες, να απομνημονεύει αμέσως οποιαδήποτε μουσική με όλες τις επιμέρους λεπτομέρειες.

Ο ίδιος είχε αφηγηθεί το εξής περιστατικό: «Κάποτε με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης και με πήρε και με πήγε ο Γιάννης ο Πετσάς (κιθάρα). Οταν πήγα στο στούντιο, ήτανε 30 με 40 μουσικοί και ο Μίκης Θεοδωράκης μου 'δωσε την παρτιτούρα και λέω του Γιάννη: "Τι μου δίνει εδώ; Μου 'δωσε μια παρτιτούρα". "Μαέστρο, δε διαβάζει τις νότες", του είπε ο Γιάννης και ο Μίκης ήθελε να με διώξει και όπως κάθησε στο πιάνο του λέω: "Δάσκαλε, παίξε και θα το παίξω". Τα 'χασε ο Μίκης και γυρίζει και λέει: "Πώς είναι δυνατόν να κρατάει τόσες φωνές στο μυαλό του!" "Ωσπου να πάμε στη Θεσσαλονίκη" μου λέει, "θα σε μάθω μουσική". Εν τω μεταξύ τον πιάσανε - χούντα ήτανε - και δεν είχα την τύχη να προλάβω να διαβάσω μαζί του».

Του Γιάννη Βασιλόπουλου του άρεσε πολύ η βυζαντινή μουσική και οι μουσικοί δρόμοι της και πάντα, όταν έβρισκε ευκαιρία, άρχιζε να παίζει μελωδίες από βυζαντινά τροπάρια και μετά αυτοσχεδίαζε. «Από μικρός μ' άρεζε η βυζαντινή μουσική», έλεγε. «Παίρνω το όργανο, συγκεντρώνομαι και κατεβάζω αυτά που θέλω και πατάω στους δρόμους της βυζαντινής μουσικής Ραστ Σαμπάχ Ουσάκ Νέβα Γιαβέντι». Ο Γ. Βασιλόπουλος ήταν άνθρωπος που του άρεσε να είναι πάντα καλοντυμένος. «Μ' αρέσει το ωραίο ντύσιμο, το βρήκαμε από τη γενιά του πατέρα μας», έλεγε. «Είναι παράδοση. Ο άνθρωπος δε ζει για να γεμίζει την κοιλιά του, αλλά για να μοσχοβολάει».

Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο