Το χρονικό της Μάχης στο Μοναστηράκι Βόνιτσας 12 και 13 Ιουλίου 1944.
Γράφει ο Γιώργος Τσούκας
Ογδόντα ακριβώς χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το τραγικό διήμερο, τότε που Μοναστηράκι και Βόνιτσα έζησαν τη θηριωδία του ναζισμού και αθώα θύματα πλήρωσαν με τη ζωή τους αυτή τη θηριωδία.
Η μάχη στο Μοναστηράκι των ανταρτών του ΕΛΛΑΣ, αποτελούσε μέρος του γενικότερου σχεδίου της επίθεσης των ανταρτών, που είχε στο επίκεντρο της την μάχη της Αμφιλοχίας, είναι μια από τις πιο σημαντικές που έδωσαν οι αντάρτες και είχε σχεδιαστεί από την VIII Mιεραρχία του ΕΛΛΑΣ.
Είχε σκοπό να περιορίσει την πίεση που ασκούσαν οι Γερμανοί στη Δυτική Μακεδονία και ο σχεδιασμός της είχε ανατεθεί από το στρατηγείο του ΕΛΛΑΣ στον επιτελάρχη Θέμη Μοσχάτο.
Η επίθεση στη Γερμανική φρουρά στο Μοναστηράκι θα ξεκινούσε ακριβώς την ιδία ώρα με αυτή της Αμφιλοχίας, στις 12 τα μεσάνυχτα και ήταν πράξη αντιπερισπασμού, για να διευκολυνθούν οι αντάρτες στην Αμφιλοχία
Το σχέδιο του 24ου Συντάγματος για την επίθεση στο Μοναστηράκι προέβλεπε ένας λόχος υπό τον Κώστα Νούτσο να επιτεθεί στο γερμανικό φυλάκιο στη ράχη του Σιουτη, να το εξουδετερώσει, να μπει μέσα στο κέντρο του χωριού, να εμπλακεί σε μάχη με τη γερμανική φρουρά και να εξουδετερώσει και αυτή.
Ένα δεύτερο τμήμα θα έρχονταν απ’ την πλευρά του χωριού Αι Βασίλης. Θα κατευθύνονταν προς το ύψωμα Τραυλοχωρι όπου συνήθως τα βράδια οι γερμανοί έβγαζαν φυλάκιο και αν υπήρχε φυλάκιο έπρεπε να το καταλάβουν και να παραμείνουν εκεί ως εφεδρικό τμήμα.
Ένα τρίτο τμήμα υπό τον Κύαμο θα έρχονταν από το δρόμο της Βόνιτσας, θα έμπαινε στο χωριό από το μύλο του Κώστα Πετρόπουλου, με αποστολή να κτυπήσει την κοματαντουρ, τους στάβλους και τις αποθήκες και να εμπλακεί σε μάχη μέσα στο χωριό μαζί με το λόχο του Νουτσου.
Ο πρώτος λόχος έφτασε στη ράχη του Σιουτη ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα εξουδετέρωσε τη δύναμη του φυλακίου που έτρεξε να σωθεί στο κέντρο του χωριού.
Ο δεύτερος λόχος όταν έφρασε στο Τραυλοχωρι βρήκε ευτυχώς το φυλάκιο χωρίς γερμανούς το κατέλαβε και πήρε θέσεις μάχης.
Η βραδιά παρ ότι βρισκόμαστε στην κάρδια του καλοκαιριού ήταν ψυχρή και μόλις άρχισε η μάχη έπιασε καταρρακτώδης βροχή.
Η γερμανική δύναμη μέσα στο χωριό κινητοποιήθηκε γρήγορα και άρχισε με πολυβόλα να κτυπά τους αντάρτες που έμπαιναν στο χωριό.
Η μάχη άναψε για τα καλά.
Ο γερμανός διοικητής της Βόνιτσας δεν έστειλε τις δυνάμεις του προς την Αμφιλοχία και έτσι η δύναμη των ανταρτών στην Αμφιλοχία είχε να αντιμετωπίσει μικρότερη εχθρική δύναμη και άρα το σχέδιο του αντιπερισπασμού επέτυχε. Ο γερμανός διοικητής της Βόνιτσας αποφάσισε να στείλει ενισχύσεις στο Μοναστηράκι και έτσι οι αντάρτες είχαν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες γερμανικές δυνάμεις.
Επίσης το τμήμα του Κυάμου, που και αυτό έπρεπε να μπει στις 12 τα μεσάνυχτα στο χωριό, καθυστέρησε, έφτασε στο χωριό στις 2 και 30’ τη νύχτα και έτσι χάθηκε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Οι μάχες συνεχίζονταν σώμα με σώμα στο κέντρο γύρω απ την πηγή του κεφαλόβρυσου μέχρι τις 7 και 30’ το πρωί της 13ης Ιουλίου οπότε οι αντάρτες άρχισαν να αποχωρούν μαζί με το τμήμα απ’ τοΤραυλοχωρι
Το πρωί ο άμαχος πληθυσμός του χωριού πανικόβλητος είχε ξεχυθεί στο δρόμο προς τον Αι – Θανάση και την Κορπη ακλουθώντας τους αντάρτες. Όταν έφτασαν στην Κορπη σταμάτησαν να πιουν νερό και να φύγουν για το Βουστρι. Ο κόσμος από το φόβο του ακολουθούσε τους αντάρτες, οι όποιοι τους παρακαλούσαν να μην τους ακλουθούν γιατί όπως έτρεχαν σαν μπουλούκι ήταν εύκολος στόχος των γερμανών.
Μετρώντας το αποτέλεσμα της μάχης ο Θέμης Μοσχάτος αναφέρει:
Απώλειες των Γερμανών. Νεκροί 12 τραυματίες 15
Απώλειες των ανταρτών. Νεκροί 6 τραυματίες 8.
Ο Χρ Ράπτης, σε άρθρο του αργότερα(Δείτε εδώ), αναφέρεται μόνο σε τρεις νεκρούς αντάρτες το Πάνο Μετο από τα Λελοβα, έναν από τους πιο γενναίους αντάρτες και ο θάνατος του κρίθηκε μεγάλη απώλεια, το Βασίλη Τατσελο από το χωριό Τρυφου και το Μηνά Ζαχαρία από το Σούλι. Τον Τατσελο τον μετέφεραν και τον έθαψαν στο χωριό του τη Τρυφου ενώ το Μετο τον μετέφεραν στο Βουστρι και τον έθαψαν μέσα σε κλίμα οδύνης με όλες τις στρατιωτικές τιμές και τους χριστιανικούς κανόνες. Όπως γραφεί ο Χρ Ράπτης τον έψαλαν δυο παπάδες και εκφωνηθήκαν τέσσαρις επικήδειοι.
Ο Μηνάς Ζαχαρίας είχε σκοτωθεί μπροστά στο σπίτι του Σωτήρη Αθηνη(Βανδωρου) δίπλα στη πηγή του κεφαλόβρυσου και μετά την αποχώρηση των ανταρτών οι γερμανοί έβγαλαν περιπόλους στο κέντρο του χωριού και κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει να παραλάβει το πτώμα του. Εν τω μεταξύ είχε φουντώσει η καλοκαιρινή ζέστη και η υγρασία από την βροχή της προηγούμενης νύχτας, έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το πτώμα σε τυμπανιαία κατάσταση το τριγύριζαν τα κοράκια να το κατασπαράξουν. Εκεί κοντά έμενε η Σταματω Τσακαλου η οποία έδειξε εκείνες τις τραγικές στιγμές απαράμιλλη γενναιότητα και αυτοθυσία. Παρακαλούσε τις αδελφές της να πάνε να πάρουν το νεκρό και να τον θάψουν. Αυτές δίσταζαν από φόβο και τότε μόνη της όρμησε μέσα στους πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς, φορτώθηκε το νεκρό στην πλάτη της και με μεγάλη δυσκολία τον μετέφερε στο προαύλιο της εκκλησιάς που όταν εκεί κοντά, άνοιξε λάκκο με ένα σκαλιστήρι και τον έθαψε.
Μετά από αρκετά χρόνια ήρθαν στο Μοναστηράκι οι γονείς του παλληκαριού βρήκαν τη Σταματω Τσακαλου και τους υπέδειξε που ακριβώς ήταν ο τάφος του. Οι γονείς του πήραν τα κόκαλα του και τα μετέφεραν στην πατρίδα του το Σούλι. Είναι λυπηρό που κανείς μέχρι τώρα, καμιά αρχή και εξουσία δεν βρέθηκε να τιμήσει αυτή τη γυναίκα για την διάθεση αυτοθυσίας και τη δύναμη ψυχής και ανθρωπιάς που έδειξε εκείνες τις ώρες.
Είναι πραγματικά λυπηρό.
Η εκτέλεση των επτά Μοναστηριωτών στη Βόνιτσα.
Και η επόμενη μέρα 13 Ιουλίου ήταν το ίδιο τραγική με την προηγούμενη για τους Μοναστηριωτες.
Οι Γερμανοί μετά το τέλος της μάχης συλλάμβαναν όποιον έβρισκαν στο χωριό. Οι πληροφορίες λένε πως οι γερμανοί ζητούσαν επίμονα να συλλάβουν Γρήγορη Καλατζή (Γολια Χελη) και Βαγγελη Τσουκα (Τσουλη) που θεωρούνταν δραστήρια μέλη της αντίστασης. Εδικά ο Γολια Χελης ήταν ένα μυθικό πρόσωπο, με αγνά πατριωτικά αισθήματα, φημίζονταν για την παλληκαριά και τους αγώνες του πριν τον εμφύλιο στο πλευρό των ανταρτών, για να απαλλαγεί η πατρίδα του από τα δεινά των κατακτητών.
Αυτούς που συνέλαβαν οι γερμανοί ήταν πολλοί περισσότεροι απ τους επτά που εκτελέστηκαν. Αυτούς που επρόκειτο να εκτελέσουν τους μετέφεραν στη Βόνιτσα για ανάκριση. Διερμηνέας ήταν ο Γιάννης Κουτρουλος και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους γερμανούς ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα στο Μοναστηράκι. Ανάμεσα σ αυτούς που οδηγηθήκαν στην ανάκριση και διασώθηκαν ήταν ο Γιώργος Παλιογιάνης(Γωγολος) που επικαλέσθηκε συγγένεια με τον Βερη από το Μυτικα (στενό συνεργάτη των γερμανών) καθώς και ο παπά Μποκος από το Μοναστηράκι που κι αυτός σώθηκε, χάρις στην προσπάθεια του Γιάννη Κουτρουλου και του παπά Χρήστου – Καούρα να πείσουν τους γερμανούς που και αυτοί ήταν χριστιανοί και ιδιαίτερα το διοικητή τους που ήταν και αυτός γιος πάστορα(ιερέα), ότι είναι μεγάλη ασέβεια προς τη χριστιανοσύνη η εκτέλεση ιερωμένων.
Δεν κατάφεραν να σώσουν όμως τον Ιάκωβο, ιερομόναχο στη Ρόμβου, ο οποίος βρέθηκε τυχαία στο Μοναστηράκι εκείνο το βράδυ και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του παπά Μποκου. Την άλλη μέρα ο καλόγηρος θα πήγαινε στη Βόνιτσα να Βγάλει ταυτότητα και στη συνεχεία στο Μυτικα να πάρει αλεύρι για τους κατοίκους του Βατου.
Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της μάχης είδαν κάποιο ρασοφόρο να περνά με ανασηκωμένα τα ράσα κάθετα το ποτάμι στο κέντρο του χωριού. Γι αυτό τους πρώτους που συνέλαβαν ήταν ο παπά – Μποκος και ο Ιάκωβος. Πέραν αυτού κατά την ανάκριση ο γερμανός ανακριτής παρατήρησε ότι ο Ιάκωβος μέσα από το ράσο φορούσε ένα χακί παντελόνι ίδιο με αυτό που φορούσαν οι αντάρτες. Άρα κατά τους γερμανούς δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ο ρασοφόρος που πέρασε τη νύχτα την κοίτη του ποταμιού ήταν ο Ιάκωβος. Το περιστατικό περιέγραψε αργότερα σε συγγενικά του πρόσωπο ο παπά – Καούρας.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο ρασοφόρος που είδαν στο ποτάμι οι γερμανοί δεν ήταν ο Ιάκωβος. Ήταν ο διοικητής του λόχου των ανταρτών στο Τραυλοχωρι που είχε και το παρατσούκλι Παπαρας επειδή ήταν πάπας και φορούσε το ράσο του. Ο Παπαρας κατέβηκε από το Τραυλοχωρι την ώρα της μάχης μαζί και με άλλους αντάρτες για να βοηθήσουν και ήταν αυτός που είδαν οι Γερμανοί.
Μετά την ανάκριση, τους επτά συλληφθέντες, τους μετέφεραν στο προαύλιο της εκκλησίας του Άγιου Δημήτριου, στην παραλία της Βόνιτσας, που τότε λειτουργούσε ως νεκροταφείο, τους έβαλαν και έσκαψαν μόνοι τον τάφο τους, τους εκτέλεσαν και τους έθαψαν.
Ο Γιώργος Μπελεσιωτης από τη Βόνιτσα, σε μικρή ηλικία τότε, αυτόπτης μάρτυρας με το φίλο του Θανάση Μηλακα, περιγράφει επί λέξει ως έξης την στιγμή της εκτέλεσης,
«Ήταν ντάλα μεσημέρι και εμείς κατάκορφα στην πανύψηλη σκαμνιά του Καλύβα, τρώγαμε αφοσιωμένοι τα τελευταία σκαμνα της χρονιάς εκείνης, όταν κάτω μας είδαμε κόσμο..
Αρκετοί ήταν γερμανοί ………… και μερικοί πολίτες που σκάβανε
Ήταν και ένας πάπας που είχε σταυρωμένες τις χούφτες των χεριών του.
Κοιταχτήκαμε με το Νάσο και λουφάξαμε στα πυκνά φυλλώματα τη μουριάς.
Νομίσαμε πως θα έθαβαν κανένα Γερμανό.
Ένας γερμανός πλησίασε αγριεμένος τον παπά τον κλώτσησε και τον ανάγκασε να πάρει το φτυάρι.
Μετά τους βγάλανε από το λάκκο που σκάβανε και τους στήσανε στη σειρά.
Τρεις Γερμανοί με αυτόματα Steen γονάτισαν στα 4 μέτρα μπροστά τους και τους θέρισαν.
Ένας αξιωματικός με parampelum πιστόλι έριχνε από κοντά στο κεφάλι του καθενός ξεχωριστά».
Αυτοί που εκτελεστήκαν ήταν οι,
1) Ιάκωβος ιερομόναχος Ρόμβου
2) Άγγελος Φίλιππας
3) Δημήτριος Μανθος
4) Ιωάννης Λιχουδης
5) Νικόλαος Κοκοτσελος
6) Κωνσταντίνος Μαραγκός
7) Απόστολος Κουτσικος.
Απ αυτούς δεν ήταν Μοναστηριωτες ο Ιάκωβος που κατάγονταν από την Ιθάκη και ο Απόστολος Κουτσικος από τα Σκλαβαινα που βρέθηκε για δουλειές στο Μοναστηράκι.
Τιμής ένεκεν, από το από τον ιερέα Γεώργιο Δελα με δίκη του δαπάνη και φροντίδα πριν πολλά χρόνια, στο καμπαναριό του Άγιου Δημήτριου εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα, με τα ονόματα τους για να θυμόμαστε τη θυσία τους.
Ογδόντα χρόνια μετά ας δείξουμε και εμείς οι νεώτεροι το σεβασμό μας προς τη θυσία τους, αφήνοντας ένα λουλούδι δίπλα στο καμπαναριό του Άγιου Δημήτριου που έγινε η εκτέλεση τους.
Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε.
Πρώην Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Ανάπτυξης
Μοναστηράκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο