Οι διηγήσεις των γονιών μας από την Ιταλική κατοχή στη Λευκάδα σε
σχέση πάντα με την Γερμανική, αναφέρουν τους Ιταλούς στρατιώτες
ηπιότερους όχι βάρβαρους και με ανθρώπινη συμπεριφορά. Έχω προσωπικά
ακούσει παλιότερους, να σχολιάζουν πως η έλλειψη θυμάτων από τους
βομβαρδισμούς των Ιταλικών αεροπλάνων, ήταν αποτέλεσμα «μεθοδευμένης
αστοχίας» των αεροπόρων αφού άδειαζαν τις βόμβες στη Γύρα και έξω από
την πόλη!
Ακολουθεί η περιγραφή από την ιστορία του Πάνου Γ.
Ροντογιάννη, ειδησεογραφία της εποχής από την εφημερίδα «Νεολόγος
Πατρών» και μια γραπτή μαρτυρία του Σπύρου Π. Σούνδια.
«Κατά
τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου η Λευκάδα βομβαρδίστηκε από την
ιταλική αεροπορία τρεις φορές, χωρίς όμως μεγάλες ζημιές και πολλά
θύματα. Κατά την πρώτη αεροπορική επιδρομή (1-11-1940) ρίχτηκαν δύο
βόμβες έξω από το Νυδρί και μια στη Λυγιά, κατά τη δεύτερη (5-12-1940)
και τρίτη (22/1/1941) βομβαρδίστηκε η πόλη, χωρίς όμως, όπως είπα,
σημαντικές ζημιές και μόνο με ένα νεκρό κατά τη δεύτερη επιδρομή και
λίγους τραυματίες. Την επιδρομή έκαναν πάντα τρία βομβαρδιστικά.»
14 Νοεμβρίου 1940.
«Οι κάτοικοι της πόλεως έφυγαν ή έφευγαν την ημέρα έξω από
την πόλη προς τα ακραία σημεία της πεδιάδας και πολλοί εγκαταστάθηκαν
μόνιμα εκεί σε τρύπες και σπηλιές, όπως η Χοιρότρυπα. Μεταφέρθηκαν στον
κάμπο σε πρόχειρες εγκαταστάσεις και τα καταστήματα. Το νοσοκομείο
Λευκάδος μεταφέρθηκε στο ναό Αγίων Αποστόλων Φρυνίου.»
2 Μαΐου 1941
Μετά την κατάρρευση του μετώπου πάλι Η γερμανική αεροπορία το
Πάσχα του 1941 βομβάρδιζε πλοία στο Νυδρί και γύρω, επί δύο ημέρες. Και
η αγγλική αεροπορία βομβάρδιζε επίσης τα ιταλικά πλοία που ακτοπλοούσαν
προς Πρέβεζα και Κέρκυρα και περνούσαν μέσα από το δίαυλο Λευκάδος.
Ιταλικού μεγάλου πλοίου τα ναυάγια κοντά στη θέση τής «Περαταριάς»
ανασύρθηκαν μετά την απελευθέρωση. Εξ άλλου μετά τον πόλεμο από ειδικά
πλοία καθαρίστηκε και ή γύρω θάλασσα από τα ναρκοπέδια.»*
Ακολουθεί η γραπτή μαρτυρία του Σπύρου Π. Σούνδια
Στον Μύλο τον Γιορνταμελή
«Ο
Αλέξανδρος, κεφαλοχώρι καθώς ήταν, είχε δυο ανεμόμυλους. Παλιότερα πριν
από το 1840, δεν υπήρχαν γιατί τα «γεννήματά τους», όπως τα έλεγαν, τα
άλεθαν στους υδρόμυλους που είχε το μοναστήρι στο Πιτσκάβι ως τις Βαλές
και στου Χατζήρη. Αυτός εργάζονταν ως το 1955, όταν ο Ρίτσος που τον
διατηρούσε μετανάστευσε στην Αυστραλία για καλύτερη τύχη…
Οι
ανεμόμυλοι έγιναν αργότερα αφού το χωριό αύξησε την παραγωγή του και οι
υδρόμυλοι δεν το «πρόφταιναν»! Ο ένας ήταν πάνω στη Ράχη. Το χωριό είναι
χτισμένο στη νότια και δυτική πλευρά ενός γήλοφου, που περιβάλλεται από
μικροπεδινές εκτάσεις και μικρολίβαδα και απολήγει σε μια κορυφή πρανή
και με ισώματα. Στην κορυφή υπήρχαν αλώνια, που αλώνιζαν το καλοκαίρι τα
δημητριακά. Εκεί είναι χτισμένος και ο ανεμόμυλος του Γιορνταμενή από
παλιότερα, ανανεώθηκε δε το 1892. Εκεί ανεβαίναμε και παίζαμε τη φωτιά,
τη μπάλα κ.ά. Το καλοκαίρι όταν η ζέστη ήταν μεγάλη, ανεβαίναμε τα
μεσημέρια να δροσιστούμε και να κοιμηθούμε στον ίσκιο του.
Είναι ύψωμα περίοπτο σε ανοιχτό χώρο, που το πιάνουν όλοι οι καιροί
και ιδιαίτερα ο βοριάς και ο μαΐστρος. Από κει φαίνονται όλα τα γύρω
χωριά, μέρος της πόλης, το Ιόνιο, η Πρέβεζα, το Άκτιο… Εκεί ανέβαιναν
πάντα οι Αλεξανδρίτες όταν γίνονταν βομβαρδισμοί στην Πρέβεζα ή τη
Λευκάδα.
Ήταν 23 Μαρτίου 1941, ημέρα Κυριακή. Η μέρα ήταν λαμπρή
και ο ήλιος ανέβαινε από τους Σκάρους ολόλαμπρος και ζωογόνος. Θα ήταν
10η πρωινή όταν ακούστηκαν ομοβροντίες από την Πρέβεζα. Ήταν η περίοδος
της «εαρινής επίθεσης» του Μουσολίνι και οι επισκέψεις των Ιταλών
αεροπόρων ήταν και πιο συχνές και πιο επίμονες. Ο παπά Θοδωρής
λειτούργησε την Κυριακή αυτή στον Άγιο Δημήτριο, που είναι κοντά στη
Ράχη. Οι Αλεξανδρίτες έτρεξαν, όπως πάντα, να δουν.
Τα ιταλικά
αεροπλάνα έρχονταν κατά κανόνα από το Ιόνιο. Γι’ αυτό και τα πρώτα
αντιαεροπορικά που έβαλλαν ήταν του Παντοκράτορα, ύστερα του Αγίου
Γεωργίου, που ήταν και το πιο μεγάλο. Διακρίνονταν από τους κρότους και
τους καπνούς που άφηναν τα βλήματά τους, καθώς έσκαγαν ψηλά.
Ακολουθούσαν τα λοιπά και τελευταία, εκείνα της Βάσης και της
Μαργαρώνας. Είχε πολλά αντιαεροπορικά η Πρέβεζα. Είχε και η Λευκάδα στο
Κάστρο -όπως φαίνονταν απέναντι-, που οι Αλεξανδρίτες το είχαν βαφτίσει
«σκαστρόνι», από τον αδύνατο και ξερά του κρότο.
Έρχονταν πάντα σε
σχηματισμό τριών ή πέντε αεροπλάνων κάποτε και σε δύο επάλληλους
σχηματισμούς, όπως των Βαΐων (13 Απριλίου). Πολύ σπάνια ένα μόνο και
μόνον όταν επρόκειτο για αναγνώριση.
Έκαναν ελιγμούς και
προσπαθούσαν να φυτέψουν τις βόμβες τους εκεί που ήθελαν. Ιδιαίτερα τη
Βάση χτυπούσαν, που ήταν ο ανεφοδιασμός του στρατού της Ηπείρου και τα
πλοία, που ήταν ελλιμενισμένα και ξεφόρτωναν. Σπάνια όμως οι Ιταλοί
είχαν επιτυχίες. Προχωρούσαν ύστερα στον Αμβρακικό, έστριβαν στο Βάλτο,
την (παλιά) Πλαγιά, περνούσαν από τη Νικιάνα, την Καρυά ή τους Σφακιώτες
και έπεφταν στο Ιόνιο για να επιστρέψουν, πάντα σε μεγάλο ύψος.
Ενώ λοιπόν οι Αλεξανδρίτες «εθεώντο» τα γενόμενα, τα αεροπλάνα με την
πορεία τους να φύγουν, βρέθηκαν από πάνω τους. Ήταν διασκορπισμένοι στο
ύψωμα κι άλλοι φώναζαν, άλλοι στον ενθουσιασμό τους προέτρεπαν τα
κανόνια, άλλοι τραγουδούσαν τα γνωστά τραγούδια της Βέμπο, τα παιδιά
έτρεχαν στο ίσιωμα, όταν οι Ιταλοί απόλυσαν μια βόμβα. Βέβαια δεν νομίζω
ότι επηρεάστηκαν από την μικρή συγκέντρωση των Αλεξανδριτών, που ήταν
ακάλυπτοι στη Ράχη, μα από γνώριμη συνήθειά τους να πετούν τις βόμβες
όπου λάχει για να τις ξεφορτωθούν. Έτσι έγινε παλιότερα στην Πλαγιά και
στη Νικιάνα.
Η βόμβα λαμπίριζε στο λαμπρό ήλιο που ήταν ψηλά,
ακολουθούσε ελαφρά την πορεία των αεροπλάνων και φαίνονταν να στέλνονταν
για τους Αλεξανδρίτες. Μέσο αμύνης άλλο δεν εγνώριζαν, αλλά τον αιώνιο
τρόπο που γνωρίζει ο αδύνατος, τη φυγή. Όπου φύγει – φύγει. Ξεχύθηκαν
στον κατήφορο τρέχοντας, παιδιά, ενήλικες, γέροι, πηδώντας λιθιές και
φράχτες. Αρκετοί έσπασαν τα πόδια τους ή τα χέρια τους.
Η βόμβα
έπεσε πεντακόσια περίπου μέτρα απέναντί τους, στη Μαρίτσα, λίγο πιο πάνω
από το δρόμο που ενώνει τις Σφακιώτες με τον Αλέξανδρο. Έπεσε σ’ ένα
αμπέλι. Ήταν μεγάλου διαμετρήματος. Έκανε ένα μεγάλο λάκκο σαν πηγάδι
και θέρισε όλα τα κλήματα περίγυρα. Από τότε οι Αλεξανδριτες ανέβαιναν
στη Ράχη με περίσκεψη.»**
* Π.Γ. Ροντογιάννης:Ιστορία της Νήσου Λευκαδας, Αθηνα 1980.
**«Άνθρωποι και Τόποι της Πατρίδας μου», Σπύρου Π. Σούνδια, Αθήνα 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο