Ντοπιολαλιά είναι το σύνολο των εκφράσεων και λέξεων που χρησιμοποιείται στον προφορικό κυρίως λόγος των ανθρώπων μιας περιοχής. Το γλωσσικό ιδίωμα η τοπική διάλεκτος περνά μέσα από τους γηραιότερους στους νεότερους, ο γλωσσικός πλούτος οι παραλλαγές είναι αμέτρητες στις περιοχές της Ελλάδας.
Στην περιοχή του Ξηρομέρου αυτοί που κρατούν ζωντανή τη ντοπιολαλιά είναι οι γηραιότεροι, μέσα από μία συζήτηση μαζί του θα μας θυμίσουν ένα πλήθος λέξεων που πλέον στους νεότερους είναι άγνωστες.
Ας δούμε μερικές από αυτές:
Στην περιοχή του Ξηρομέρου αυτοί που κρατούν ζωντανή τη ντοπιολαλιά είναι οι γηραιότεροι, μέσα από μία συζήτηση μαζί του θα μας θυμίσουν ένα πλήθος λέξεων που πλέον στους νεότερους είναι άγνωστες.
Ας δούμε μερικές από αυτές:
Διαβάστε περισσότερα »
γλόζος: βουλιμικός, άπληστος
σινάδια (σ’νάδια): τα πίτουρα
τροξός: άγαρμπος, άτσαλος, ζημιάρης άνθρωπος
μούτελη: στάσιμα νερά βάλτου, βρώμικα νερά
πισινέλα: ο ιμάντας στην πίσω μεριά ζώου
μούτος: ο μαρτυριάρης, αυτός που δεν κρατά μυστικά
πουτσαράς, (π’τσαράς): ο άντρακλας, χρησιμοποιείται και στα νεαρά αγόρια από τις γιαγιάδες
προψές: προχθές
ξεσάλωνες: διασκέδαζες, έχει όμως και την σημασία τσακωνόσουν, μίλαγες έντονα
ντουνιάς: κόσμος, η λέξη προήλθε από τα τουρκικά (dünya), στα οποία σημαίνει κόσμος
κατελώνω: βρομίζω
καταλάνος: βρόμικος άνθρωπος
κεντρώνω: εμβολιάζω φυτά ή δέντρα
Παρασάνταλο: το σκιάχτρο, το αποκρουστικό
χάλευε ή χαλεύω: ζητούσε, ζητάω
φρατζάτο: πρόχειρο κατάλυμα από ξύλα και καλάμια
κάμα: η ζέστη
ξεμουτόχου: εξεπίτηδες
Τσαούλια: η κάτω γνάθος(τα σαγόνια)
χλιμάρα: κακομοιριά, μιζέρια, κακή διάθεση
μπεζερίζω ή μπιζερίζω: βαρέθηκα, χόρτασα τη ζωή
πίργια: το χωνί, εξάρτημα για το θειάφισμα
κοσεύω: πάω σχεδόν τρέχοντας, βαδίζω γρήγορα
αρί(η)λογος: κόσκινο
ηρολόγος: το ζιζάνιο του σταριού(ήρα)
Γκαστρώνομι: μένω έγκυος
σούτος: ο παλαβός, χωρίς μυαλό για τους ανθρώπους. Για τα ζώα "Σούτα" είναι αυτά που δεν έχουν κέρατα
λάρωσε: ησύχασε, χαλάρωσε
στρουγγόλιθα: πέτρες για το άρμεγμα
λούτσα: φυσική λεκάνη νερού
πριόβολος: εργαλείο για το τρόχισμα μαχαιριών
κορύτος: ξύλινο ή πέτρινο παράλληλο δοχείο για να πίνουν νερό τα ζώα
γλόζος: βουλιμικός, άπληστος
σινάδια (σ’νάδια): τα πίτουρα
τροξός: άγαρμπος, άτσαλος, ζημιάρης άνθρωπος
μούτελη: στάσιμα νερά βάλτου, βρώμικα νερά
πισινέλα: ο ιμάντας στην πίσω μεριά ζώου
μούτος: ο μαρτυριάρης, αυτός που δεν κρατά μυστικά
πουτσαράς, (π’τσαράς): ο άντρακλας, χρησιμοποιείται και στα νεαρά αγόρια από τις γιαγιάδες
προψές: προχθές
ξεσάλωνες: διασκέδαζες, έχει όμως και την σημασία τσακωνόσουν, μίλαγες έντονα
ντουνιάς: κόσμος, η λέξη προήλθε από τα τουρκικά (dünya), στα οποία σημαίνει κόσμος
κατελώνω: βρομίζω
καταλάνος: βρόμικος άνθρωπος
κεντρώνω: εμβολιάζω φυτά ή δέντρα
Παρασάνταλο: το σκιάχτρο, το αποκρουστικό
χάλευε ή χαλεύω: ζητούσε, ζητάω
φρατζάτο: πρόχειρο κατάλυμα από ξύλα και καλάμια
κάμα: η ζέστη
ξεμουτόχου: εξεπίτηδες
Τσαούλια: η κάτω γνάθος(τα σαγόνια)
χλιμάρα: κακομοιριά, μιζέρια, κακή διάθεση
μπεζερίζω ή μπιζερίζω: βαρέθηκα, χόρτασα τη ζωή
πίργια: το χωνί, εξάρτημα για το θειάφισμα
κοσεύω: πάω σχεδόν τρέχοντας, βαδίζω γρήγορα
αρί(η)λογος: κόσκινο
ηρολόγος: το ζιζάνιο του σταριού(ήρα)
Γκαστρώνομι: μένω έγκυος
σούτος: ο παλαβός, χωρίς μυαλό για τους ανθρώπους. Για τα ζώα "Σούτα" είναι αυτά που δεν έχουν κέρατα
λάρωσε: ησύχασε, χαλάρωσε
στρουγγόλιθα: πέτρες για το άρμεγμα
λούτσα: φυσική λεκάνη νερού
πριόβολος: εργαλείο για το τρόχισμα μαχαιριών
κορύτος: ξύλινο ή πέτρινο παράλληλο δοχείο για να πίνουν νερό τα ζώα
Σαπαν,σακατ,σαδωθε,σακειθε
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέξεις όπως κουσεύω, μούτος και μπεζερίζω τις λένε και σε χωριά των Γρεβενών.
ΑπάντησηΔιαγραφήπαλιούρια, είναι τα ξύλα
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεκαμπάω, έρχομαι από μακριά -γούλιος, είναι ο καραφλός -ζέχνω, βρωμάω -ζιμπερέκι, σύρτης πόρτας
ΑπάντησηΔιαγραφήεπίσης -παδέλα, μικρή κατσαρόλα -σατιλη, κουβάς -χομελιαστό, καλά βρασμένο νόστιμο
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαπ καπ απκατ κατ κάνει γκαπ γκαπ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλαλιάζω, τρέχω σαν παλαβός
ΑπάντησηΔιαγραφήΒΟΥΗΣΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΑΤΙΑΣΜΕΝΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜουτος δεν είναι ο μαρτυριαρης αλλά αυτός που δεν μιλάει
ΑπάντησηΔιαγραφή