Μπούχτσα (βαρέθηκα) μέσα στο κονάκι μ’ κι είπα να ροβολήσω κατά τ’ θάλασσα. Εκραξα (φώναξα) τ’ Γκίκου κι μέσα σε ένα λεπτό ξεκάμπσε (εμφανίστηκε) η παλαμονίδα (χαϊδευτικά η νερόκοτα).
-Δμήτρω μ’, μ’ κρένει (μου μιλάει), το πήρες απόφαση; Θα στείλεις μήνυμα για έξοδο;. Θα βάλεις το 6;
-Μωρή Γκίκω, βγάλε το λάγανο (ηρέμισε) γιατί παρασόλσες (έχασες το λογικό). Με τι κινητό θα στείλω το 6 για χαμπέρι. Θα πάμε από πίσω απ’ το δρόμο τσ’ Δημοκρατίας κι όταν κοντέψουμε στο μπακάλικο τ’ Πανάκια, θα τ’ χαλέψουμε(θα ζητήσουμε) να μας γράψει σε ένα στρατσόχαρτο ένα μεγάλο 6 να το τεντώνουμε ψηλά, σαν εκειές τσ’ ξεβράκωτες που κουνιώντε περά δώθε στο διάλλειμα τσ’ αγώνες τ’ μπάσκετ.
Πήραμε του κοντό(δεν βιαζόμασταν) και μας ξέβγαλε το σοκάκι στο μπακάλικο τ΄Πανάκια. Μας ζωγράφσε σε ένα μεγάλο στρατσόχαρτο, για κάθε μια, ένα μεγάλο 6 και το πήραμε παραμάσχαλα.
Δεν προκάναμε να πάμε ένα βήμα, νάτος ο Πανάκιας κι αυτός με ένα μεγάλο 6.
- Θειά Δμήτρω αυτό δεν είναι αμαρτία. Αμαρτία είναι αυτό που κάνανε σε κιό το παιδί απ’ το Ξηρόμερο.
- Τα πήραμε χαμπέρι. Μακριά και αλάργα από μας. Να! κοιτάξτε τ’ κατάντια εκιών που τακάνε παλιά.
Δεν πρόσπψε(δεν πρόλαβε) να το μολογήσει η Δμήτρω, ου Πανάκιας κι η Γκίκω ξεσπάραξαν (άλλαξαν θέση απότομα) κι τίναζαν τα σκτουτιά (τα ρούχα ) τσ’.
- Αϊ μωρέ πετσοκομμένο έλα κοντά μας. Πέτα το στρατσόχαρτο και βάλε το 6 στο κινητό. Αυτό πτόχς (που το έχεις) για να βλέπσ’ εκιά τα παρασάνταλα.
Πήραμε το δρόμο κι ξεβγήκαμε στα Ραυτάκια, στ΄παραλία π’ πλιτσιαναρίζαμε (που κάναμε μπάνιο). Προχωρήσαμε και βγήκαμε στου Μόλου.
Τράμε (Βλέπουμε), τι να δούμε και τι να αντικρύσουμε. Οι αρχαίες πέτρες (τα μεγάλα τείχη από το ναό του Απόλλωνα που με αυτά κατασκευάστηκε η προκυμαία της Βόνιτσας), εκιά τα μεγάλα τ’ αγνωνάρια καταφαγωμένα απ’ τη μεριά τσ’ στεριάς. Φρεσκοσπασμένα και να λείπνε τα σπασμένα κομμάτια.
Λάμπαξε(Ξαφνιάστηκε) ο Πανάκιας. Στραβοκατίνσε (του γύρισε το σαγόνι). Τούρθε φανταλιά. Τι έλεγε και τι δεν έλεγε. Σε λίγο ξεκάμπσε και ο Σάκιας μονολογώντας.
- Καταστροφή. Όλα να τα χαλάσνε μπορεί να ξαναφτιαχτούνε. Αυτή η παραλία δεν θα ξαναγίνει ποτέ. Κοιτάξτε, παντού τρύπες, δεν έχεις που να πατήσεις. Εξαφανίστηκαν τα κάτω ρείθρα και στη θέση τους μπήκανε χοντρόπλακες, τα μηχανήματα καβαλάγανε χωρίς έλεος, άλλοι τρυπάγανε για να βάλουνε γάντζους, άλλοι κόβανε με τροχό. Καταστροφή κι ανάθεμα.
- Λες Σάκια μ’ το μηχάνημα νάσπασε τσ πέτρες για να πάρνε οι εργάτες λιθάρια για τ’ ανάθεμα;
- Λές Θειά Δμήτρω να αναβίωσε το έθιμο του Παγωνιάρη (Δεκέμβρη) του 1916; Τότε που πλάκωνε το Παζάρι κι΄ο Κόκκινος για να ρίχνει ο κάθε οπαδός τ’ Βασιλιά μια μεγάλη πέτρα στ’ θάλασσα και να λέει «ανάθεμα στου Βενιζέλο»;
- Ετσι είναι Θεια Δμήτρω; Ετσι έγιναν τα πράγματα; Απαντήθηκε ο Πανάκιας.
- Πανάκια μ’, εσένα ο παππούλης ήτανε Βενιζελικός και γιαυτό δεν σέφερνε στο μόλο για να ρίχνεις δήθεν καμιά πετρούλα και αυτός να θμάται και να λέει «ανάθεμα στο Βενιζέλο». Τήρα στα ανατολικά τ’ Μόλου να δείς πώς είναι σωριασμένες οι πέτρες στο πάτου. Τώρα κατάλαβες γιατί ποτέ δεν καλαμαρεύατε από το Μώλο προς τα Ραυτάκια; Σκάλωνε ο πλάνος (παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος για καλαμάρια και σουπιές).
- Και τώρα τι θα κάνουμε Θειά Δμήτρω, είναι κατάντια αυτό;
- Πανάκια, λάρωσε (ησύχασε), κατάντια είναι αλλά και μεγάλο ρώτημα. Νάταν ανάθεμα ή παρασόλισμα; Θα μ’ αποκριθείς. Και τι τ’ κάνανε τ’ Βενιζέλου με το ανάθεμα; Τίποτα. Όμως τώρα δες πως κατάντσε η παραδοσιακή προκυμαία. Απ’ τα παλιά το σόϊ είχε κινήσει γή και ουρανό για να μην γίνει. Όμως έγινε. Τώρα γιατί τη κάνουν ρημαδιό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο