Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Το «Πάσχα του Καλοκαιριού» για τους Ελληνόβλαχους της Ακαρνανίας η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Του Δημήτρη Στεργίου*

       Αναμνήσεις από τις γιορτές του Δεκαπενταύγουστου στην Παλαιομάνινα. Μετά τη θεία λειτουργία, οι γυναίκες γέμιζαν τα ωραία (πολύχρωμα) πιάτα με κομμάτια από την «τούρτα» (είδος ψωμιού) και με κομμάτια από καρπούζι, πεπόνι και γευστική φέτα, τα σκέπαζαν με μια καθαρή (πολύχρωμη ή με τετραγωνάκια) πετσέτα (αμπόλια στα βλάχικα) και πήγαιναν σε όλα τα γειτονικά σπίτια και σε συγγενείς και τα πρόσφεραν (για τις ψυχές των νεκρών) ευχόμενες πάντα «Χρόνια Πολλά»..........



      Η γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου είναι από τις μεγαλύτερες της Χριστιανοσύνης και της Ελλάδος,  γι΄ αυτό και σε πολλές περιοχές της χώρας μας αποκαλείται και ως «Πάσχα του Καλοκαιριού». 
     Και είναι ευχάριστη η διαπίστωση ότι στο χωριό μου, την Παλαιομάνινα Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, αυτή η ιερότητα, η θρησκευτικότητα, τα έθιμα και η ιδιαιτερότητα στη διαδικασία με την οποία περίμεναν οι Ριμένοι της Ακαρνανίας τη μεγάλη αυτή γιορτή δεν έχουν εξαφανισθεί από το χρόνο, το νέο τρόπο ζωής και την… παγκοσμιοποίηση, κυρίως από τους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους. 
   Υπογραμμίζω την επισήμανση αυτή διότι όσες φορές βρέθηκα τα τελευταία χρόνια στο χωριό μου την ημέρα αυτή έβλεπα εικόνες που με γύριζαν δεκάδες χρόνια πριν!

        Η διαδικασία για τις γιορτές του Δεκαπενταύγουστου άρχιζε από την 1η Αυγούστου, δηλαδή με την έναρξη της νηστείας που τηρούσαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, ακόμα και τα παιδιά! H ντοματοσαλάτα (με μπόλικο κραμμύδι, λάδι, ρίγανη και ελιές),τα φασόλια, οι φακές, τα κουκιά, το ντοματόρυζο, οι ντομάτες γεμιστές, οι μελιτζάνες, οι πατάτες στο φούρνο, τα μακαρόνια «μπλουμ» (σάλτσα με μπόλικο κρεμμύδι και μπόλικη φρέσκια ντομάτα) στην κατσαρόλα, ήταν το βασικό φαγητό όλων των οικογενειών του χωριού έως τις 14 Αυγούστου!

      Μολονότι, η περίοδος της νηστείας συνέπιπτε με την κορύφωση της διαδικασίας συλλογής και επεξεργασίας των καπνόφυλλων (σηκωνόμασταν στις 1 ή 2 το πρωί και αρμαθιάζαμε τα καπνόφυλλα έως το απόγευμα!) ήταν τόσο έντονη η χαρά της προσμονής της γιορτής που κανείς δεν καταλάβαινε πώς περνούσαν τόσο γρήγορα οι 15 ημέρες της νηστείας.

     Μάλιστα, όσο πλησίαζε η 15η Αυγούστου ή καλύτερα η παραμονή της γιορτής τόσο εντεινόταν η χαρά και η προσμονή και κορυφώνονταν οι προετοιμασίες τόσο από τις νοικοκυρές (καθαριότητα, ασβέστωμα τοίχων, αγορά ενός καλύτερου καλοκαιρινού φορέματος για να πάνε κυρίως οι νέες στην Εκκλησία κλπ) όσο και από τους άνδρες (παραγγελιά στους … υπαίθριους τότε κρεοπώλες για την ποσότητα και το είδος του κρέατος, κυρίως προβατίσιου, αγορά καρπουζιών, πεπονιών, ντομάτας, φέτας κλπ).

      Πράγματι, η παραμονή της γιορτής της Παναγίας (κυρίως μετά το μεσημέρι) έμοιαζε με … Πάσχα. Όλοι οι κρεοπώλες του χωριού κρεμούσαν από αυτοσχέδια ξύλινα (χονδροί κορμοί δέντρων!) ικριώματα (σχήματος Π) με τα τσιγκέλια τα σφαχτά και πουλούσαν συνεχώς στους πελάτες τους, σύμφωνα με τον κατάλογο παραγγελιών που είχαν καταρτίσει. 
      Σημειώνω ότι τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και, συνεπώς, το κρέας έπρεπε αμέσως να παραδοθεί και να παραληφθεί από τα νοικοκυριά για τα περαιτέρω. Στο μεταξύ, όλοι σχεδόν οι κεντρικοί δρόμοι του χωριού, όπου υπήρχαν τα υποτυπώδη… υπαίθρια κρεοπωλεία είχαν μετατραπεί σε υπαίθριες… ψησταριές, όπου ψήνονταν συνεχώς νοστιμότατα κοκορέτσια και σπληνάντερα και από όπου αναδυόταν μια … γευστικότατη κνίσα!

        Ανήμερα ή από το βράδυ της παραμονής, οι νοικοκυρές έβαζαν το προβατίσιο κρέας να σιγοβράζει επί … ώρες στην κατσαρόλα (τέντζερης), ενώ είχε ολοκληρωθεί και η διαδικασία για την παρασκευή της νοστιμότατης «τούρτας». Είναι στα βλάχικα ένα είδος ψωμιού που ζύμωναν οι γυναίκες με ιδιαίτερη επιμέλεια και ξεχωριστή διαδικασία. Κι αυτό όχι μόνο διότι ήταν ο «Άρτος της Παναγιάς», αλλά και διότι μετά τη θεία λειτουργία διανεμόταν από σπίτι σε σπίτι και, συνεπώς, έπρεπε να καταδείξει η κάθε νοικοκυρά ότι είναι επιδέξια!

      Αξίζει να αναφέρουμε μερικά για την ονομασία και την ετυμολογία της ελληνοβλάχικης λέξης «τούρτα». Είναι ο αρχαιοελληνικός «πλακούς – πλακούντος», ο οποίος αρχικά σήμαινε «γλύκισμα» και παράγεται από την ελληνική λέξη πάλι «πλαξ – πλακός»! Τη σημερινή σημασία του ο «πλακούς», δηλαδή το όργανο με το οποίο στα περισσότερα θηλαστικά  το έμβρυο συνδέεται με τη μήτρα και λαμβάνει την τροφή του, είναι πολύ μεταγενέστερη. Είναι, λοιπόν, εκπληκτική η διαπίστωση ότι οι Ελληνόβλαχοι διατήρησαν τη λέξη στην αρχαιοελληνική σημασία!!!

          Λοιπόν, μετά τη θεία λειτουργία, οι γυναίκες γέμιζαν τα ωραία (πολύχρωμα) πιάτα με κομμάτια από την «τούρτα» και με κομμάτια από καρπούζι, πεπόνι και γευστική φέτα, τα σκέπαζαν με μια καθαρή (πολύχρωμη ή με τετραγωνάκια) πετσέτα (αμπόλια στα βλάχικα) και πήγαιναν σε όλα τα γειτονικά σπίτια και σε συγγενείς και τα πρόσφεραν (για τις ψυχές των νεκρών) ευχόμενες πάντα «Χρόνια Πολλά». Σημειώνεται ότι σε άλλες περιοχές μοιράζουν κόλλυβα! Αλλά, το πιάτο δεν άδειαζε ποτέ! Η προσφορά συνοδευόταν από… αντιπροσφορά των ίδιων περίπου κομματιών από την άλλη νοικοκυρά. Δεν άδειαζε ακόμα διότι οι περισσότερες και οι περισσότεροι παραλήπτες των κομματιών αυτών δεν ήθελαν να χαλάσουν την …όρεξη (περίμεναν πώς και πώς, ύστερα από 15 ημέρες νηστεία, να φάνε κρέας!)

     Πράγματι, το γιορτινό τραπέζι του Δεκαπενταύγουστου ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν μεγάλη γιορτή για τους Ριμένους της Ακαρνανίας. Και για το λόγο αυτό μεριμνούσαν να είναι πλούσιο από πολλά γευστικά παραδοσιακά ντόπια προϊόντα. Το κρέας ήταν κυρίως προβατίσιο και το μαγείρευαν με δύο συνήθως τρόπους: Ή με μακαρόνια χοντρά σε πικάντικη σάλτσα (όπως το περίφημο βλάχικο γαμήλιο φαγητό) ή με φρέσκιες ντομάτες και πατάτες σε ταψί στο φούρνο ή στη … γάστρα. Σε πολλά τραπέζια, έβλεπε κανείς και κοκορέτσια ή σπληνάντερα τα οποία είχαν αγοράσει ψημένα από τους υπαίθριους κρεοπώλες ή τα είχαν παρασκευάσει οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι.
Και οι γιορτές του Δεκαπενταύγουστου τελείωναν με καλό ντόπιο κρασί, γευστική παραδοσιακή ντόπια φέτα και φρεσκοζυμωμένο ψωμί και, φυσικά, με παραδοσιακά τραγούδια και ευχές «Χρόνια Πολλά»!


        Έτσι, ήταν έτοιμοι να μπουν την επομένη και στη «Μάχη του Βελανιδιού». Η συγκομιδή του βελανιδόκαρπου άρχισε, συνήθως, μετά το Δεκαπενταύγουστο και μάλιστα σε δασοτεμάχια που είχαν διανεμηθεί πριν σε κάθε οικογένεια του χωριού. Επρόκειτο για μια ενασχόληση η οποία εξασφάλιζε επί δεκαετίες ικανοποιητικό πρόσθετο, συμπληρωματικό, εισόδημα στα νοικοκυριά της Παλαιομάνινας και, φυσικά, σε όλους τους κατοίκους της περιοχής, της Μάνινας Ξηρομέρου…


(*Δημοσιογράφος από την Παλαιομάνινα. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής», διευθυντής Σύνταξης του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και της «Απογευματινής» και στέλεχος – αρθρογράφος στις εφημερίδες «Βήμα» και «Νέα»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο