Από τον Δημήτρη Αρβανίτη
Ο καναπές – κρεβάτι είναι δίπλα σε ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει από το πέμπτο όροφο τις κορυφές άλλων σπιτιών αλλά και ψηλές περήφανες λεύκες. Το παράθυρο αυτό έχει γίνει εδώ και πολλές μέρες η μόνη μου επαφή με τον κόσμο, γιατί όπως έχω γράψει και παλιότερα το διαδίκτυο είναι υποκατάστατο επικοινωνίας, δεν είναι πραγματική επικοινωνία....
Ο καιρός, εκτός κάποιες λίγες ημέρες ηλιοφάνειας, είναι μουντός, αρρωστιάρης, βρόμικος, πότε ομίχλη, πότε βροχή και πότε χιόνι, Συνηθισμένες καταστάσεις για τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας. Η παρατήρηση των καιρικών φαινομένων μου άρεσε από μικρός. Θυμάμαι πιτσιρικάς καθόμουν με τις ώρες σε κάτι απόμερες τσίγκινες αποθήκες, βλέποντας τη βροχή να πέφτει κι ακούγοντας την υπέροχη μουσική που έκανε συναντόντας τον τσίγκο.
Απέναντι στο παράθυρο δεσπόζει μια σχεδόν ισοϋψής κεραμιδένια στέγη. Στη Βουλγαρία γενικά αποφεύγονται οι ταράτσες. Οι κορυφές των σπιτιών καταλήγουν σε επικλινείς κεραμιδένιες στέγες. Ίσως για να γλιστράει το χιόνι και να μη δημιουργείται πρόβλημα από το επιπλέον βάρος. Στη στέγη αυτή προεξέχουν μερικές καμινάδες.
Είναι τώρα καμιά δεκαριά μέρες που σε μια απ αυτές εμφανίστηκε ένας γλάρος με μεγάλη μύτη, λευκός στο λαιμό, που το υπόλοιπο σώμα του κι ολόκληρη η ουρά του ήταν στο χρώμα του γραφίτη.
Καθόταν περήφανα στη πιο ψηλή καμινάδα και κοίταζε προς το μέρος του σπιτιού. Στηρίχτηκα στις πατερίτσες και κόλλησα στο παράθυρο προσπαθώντας να τον δω καλύτερα.
Σηκώθηκε μετά από λίγο και ήλθε και κάθισε στα κάγκελα του μπαλκονιού για δευτερόλεπτα, σαν να ήθελε να μου πει καλημέρα κι ύστερα πέταξε ψηλά και μου έκανε επίδειξη των πτητικών του ικανοτήτων. Κάθετο πέταγμα ψηλά, στροφή στη κάθοδο και άλλα τέτοια.
Καθημερινά, εννέα με εννέα και τέταρτο είναι ο χαιρετισμός του κι η παράσταση. Σήμερα ήλθε με παρέα, έναν κατάλευκο γλάρο που κάθισε στη διπλανή καμινάδα. Ο τρόπος που πετούσανε και παίζανε με έκανε να σκεφτώ πως ίσως ήταν η σύντροφος του. Να ήλθε να μου τη παρουσιάσει; Ποιος ξέρει;
Περίεργα πουλιά οι γλάροι... Ζουν κατά σμήνη σε απομονωμένες νησίδες φτιάχνοντας τις φωλιές τους σε σχισμές της άμμου. Κινούνται γρήγορα στο έδαφος, επιπλέουν με ευκολία στο νερό αλλά και κολυμπάν καλά. Στον αέρα έχουν μεγάλη αντοχή όμως κινούνται αργά και συνήθως κόντρα στον άνεμο
Οι δικοί μου γλάροι είναι δύο: «Ο Γλάρος Ιωνάθαν» Λίβινγκστον, ο ήρωας του υπέροχου βιβλίου του Ρίτσαρντ Μπαχ κι «Ο γλάρος» το μνημειώδες θεατρικό του Αντον Τσέχοφ.
Το πρώτο είναι ένα εγχειρίδιο ελευθερίας, ένας ύμνος στους ταξιδιώτες του κόσμου αυτού, σ αυτούς που θέλουν να πετάξουν ψηλά και να μάθουν πράγματα ξανά και ξανά. Ιδού ένα μικρό δείγμα γραφής:
«Ανακάλυψε πως ένα και μόνο ακρινὸ φτερὸ αν κινηθεί ανὰ χιλιοστό, προκαλεί μια ομαλή μεγαλόπρεπη καμπύλη σε τρομαχτικὴ ταχύτητα. Πριν το μάθει αυτό, ωστόσο, ανακάλυψε πως αν κουνήσει περισσότερα απὸ ένα φτερὸ σ᾿ αυτὴ τη ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σα σφαίρα όπλου...
Και ο Ιωνάθαν είχε έτσι γίνει ο πρώτος ακροβάτης του αέρα, πριν απὸ κάθε άλλο γλάρο στον κόσμο. Δεν έχασε καιρό κείνη τη μέρα σε κουβέντες με άλλους γλάρους αλλὰ συνέχισε να πετά ώσπου νύχτωσε. Ανακάλυψε την ακροβατική στροφή, την αργὴ περιστροφή, την ανάποδη στροφή, το στροβίλισμα, την τούμπα.
Όταν ο Ιωνάθαν Γλάρος έφτασε κοντὰ στο Σμήνος στην παραλία, ήταν νύχτα βαθιά. Ήταν ζαλισμένος και φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿ όμως απ᾿ τη χαρά του προσγειώθηκε με ακροβασία και πραγματοποιώντας λίγο πριν αγγίξει το έδαφος, μια ξαφνικὴ απότομη περιστροφή.
Όταν μάθουν, σκέφτηκε, την Κατάκτηση θα ξετρελαθούν απὸ χαρά. Πόσο πιο πλούσια γίνεται τώρα η ζωή μας! Αντὶ για το μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ έλα στις ψαρόβαρκες, υπάρχει ένα νόημα στη ζωή! Μπορούμε να ξεπεράσουμε την άγνοια, μπορούμε ν᾿ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σαν όντα ξεχωριστά, έξυπνα καi επιδέξια. Μπορούμε να είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε να μάθουμε να πετούμε!».
«Ο Γλάρος» του Τσέχωφ σπουδαίο θεατρικό έργο κλασικό, γραμμένο στα 1890, ένα έργο για την τέχνη, τον έρωτα, την οικογένεια, την αγάπη και την έλλειψή της, τα μεγάλα όνειρα της νεότητας και την πραγματικότητα της ενηλικίωσης που γνώρισε τον θρίαμβο για πρώτη φορά στη Μόσχα σε σκηνοθεσία του μεγάλου θεατρικού δάσκαλου Στανισλάφσκι το 1898. Από τότε και για πάνω από ένα αιώνα, ταξιδεύει ανά τον κόσμο μαγεύοντας το κοινό και τους ανθρώπους της τέχνης.
Ο Γλάρος μιλάει για «τη ματαιωμένη ζωή, για τα λιμνάζοντα ύδατα μιας αδιάκοπης δραστηριότητας που επιστρατεύεται για να κρύψει τον τρόμο του κενού, όταν η ζωή στερείται της καθαρότητας ενός απολύτως προσωπικού και ανεπανάληπτου λόγου για να την ζεις. Μιλάει, δηλαδή, για κανονικούς, καθημερινούς ανθρώπους, ο γλάρος μπαίνει στην ιστορία όταν ο ένας των ηρώων ο Τρέπλιεφ, ερωτευμένος με την όμορφη σύντροφο του Νίνα, αφήνει το λάφυρο του κυνηγιού, έναν γλάρο, στα πόδια της, σαν ένδειξη παντοτινής αγάπης και αφοσίωσης.
Στη συνέχεια αυτή κυνηγώντας τη λάμψη της τέχνης και της δημοσιότητας τον εγκαταλείπει φεύγοντας με τον Τριγκόριν, εραστή της Αρκάντινα, μητέρας του Τρέπλιεφ. Στο τέλος της ιστορίας η η Νίνα επιστρέφει, ναυάγιο της ζωής κι ο Τρέπλιεφ με το ίδιο όπλο που σκότωσε τον γλάρο, μην αντέχοντας, θέτει τέρμα στη ζωή του".
Μεταξύ των δύο αυτών γλάρων προσωπικά είμαι στον πρώτο, ταξιδιώτης των αιθέρων, γητευτής ονείρων, ελεύθερος, όμως πόσοι στις μέρες μας είναι στον δεύτερο γλάρο, θύματα, κατεστραμμένοι, ''καμένοι'', τις πιο πολλές φορές εξ αιτίας των άλλων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο