του Δημήτρη Αρβανίτη
Στον γραφικό κόλπο της Τορώνης επικρατούσε ησυχία. Τέλος του καλοκαιριού και περασμένες δύο τα μεσάνυχτα, οι λίγες οικογένειες τουριστών που είχαν απομείνει κοιμόντουσαν στα ξενοδοχείο και τα καταλύματα του χωριού. Όμως σ΄ ένα μοναχικό σπιτάκι, πεντακόσια μέτρα μακριά απ’ τον κατοικημένο τόπο, το ζευγάρι ξάγρυπνο συζητούσε:
- - Μάινε σατς γιατί τη σκότωσες, ρώτησε με πόνο εκείνη.
- - Μα δεν τη σκότωσα εγώ, Βεατρίκη. Η ίδια το επέλεξε κι εγώ απλώς το έγραψα.
- - Με κοροϊδεύεις, Παύλο;
- - Όχι δεν είναι έτσι. Από ένα σημείο και μετά οι χαρακτήρες αυτονομούνται. Ενεργούν μόνοι τους, δεν με ρωτάνε.
- - Αφού εσύ είσαι ο συγγραφέας, εσύ τους κατευθύνεις.
- - Εγώ γράφω τους ήρωες, αυτοί όμως με τη δράση τους πλάθουν την ιστορία.
- - Κι ήταν ανάγκη να τη κρεμάσεις μ’ αυτόν τον τρόπο; Ήταν πολύ σκληρό.
- - Δεν είμαι εγώ ο σκληρός Βεατρίκη, η ζωή είναι έτσι. Αυτήν αντιγράφω.....