Οι μαθητές του Γυμνασίου Κατούνας, Δώρα και Γιώργος Μπέρμπεης, επισκέφθηκαν και πήραν συνέντευξη από τον συλλέκτη λαογραφικού υλικού Θωμά Τζαβελάκη, για τη σχολική εφημερίδα του Γυμνασίου που τιτλοφορείται «Το κόκκινο που ήταν μπλέ».
-Κύριε Θωμά, πώς αποφασίσατε να δημιουργήσετε το Λαογραφικό Μουσείο;
-Εγώ καταρχήν ήμουν μπακάλης. Ασχολούμουν πρώτα με το μαγαζί μου. Αργότερα είχα βέβαια πάντα τη θέληση και το ζήλο να συγκεντρώνω κάποια πράγματα. Δεν το ’χα πάρει βέβαια στα σοβαρά στην αρχή, αλλά όταν έκλεισα το μαγαζί δεν είχα καμία άλλη δουλειά να κάνω και τα χρόνια ήρθανε και έπρεπε με κάτι να ασχοληθώ. Μιας και είχα το χώρο αυτό είχα πολλά πράγματα από το σπίτι μου, από την οικογένειά μου. Όλα αυτά ενώ οι άλλοι όταν παραιτήθηκαν από την αγροτική δουλειά-γιατί όπως ξέρετε τώρα δε δουλεύουν σαν αγρότες-τα πέταξαν, εγώ τα μάζευα τα αγροτικά-όλα. Κι αφού είδα ότι συγκέντρωσα κάμποσα και είχα το χώρο αυτό, λέω: «δεν κάνω αυτή τη δουλειά;». Χωρίς να το σκέπτομαι, σιγά-σιγά. Πήγαινα και κάτι εκδρομές, έβλεπα κάτι παλιό, το αγόραζα, το ’φερνα. Το ένα μετά διαδέχονταν το άλλο. Α! πρέπει να πάρω κι από εκείνο ή έβλεπα και το άλλο. Πήγαινα σ’ ένα σπίτι και τoυς έλεγα: «μήπως δεν το χρειάζεστε αυτό;». Με το αζημίωτο βέβαια πάντοτε, πλήρωνα. Τα όπλα που βλέπετε τα ’χω όλα πληρωμένα. Σιγά-σιγά πέρασαν πολλά χρόνια, δεκαπέντε-είκοσι, δεν είναι μιας στιγμής αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτά και λεφτά έδωσα πολλά και με φίλεψαν πολλοί, ακόμα και παιδάκια.
-Και τα έδιναν όλα σε σας;
-Βέβαια σε μένα, μα δεν έκανε κι άλλος αυτή τη δουλειά. Μετά αφού είδα ότι συγκεντρώθηκαν αρκετά, μ’ άρεσε αυτό το πράγμα. Τώρα τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο μου τον περνώ με τη συλλογή μου. Όταν πήγαινα στην Αθήνα, πήγαινα κατευθείαν στο Μοναστηράκι για να πάρω ένα όπλο, ένα σπαθί. Ή έλεγα στον κτηνοτρόφο: «θέλεις να μου δώσεις κάτι απ’ τη δουλειά σου;» Μου ’δινε ένα κουδούνι. Όπου καταλάβαινα δηλαδή να’ χει κάτι παλιό, να μην το χρειάζονται ή θα το πλήρωνα ή θα μου το ’δινε έτσι. Είναι όλα με κόπο και με πληρωμή. Να όπως αυτά τα δύο που έβαζαν το γάλα και έβγαναν το βούτυρο. Αυτά μου τα έδωσε δωρεάν ο Κώστας Μωραΐτης, κάπου τα βρήκε πεταγμένα. Κι έρχομαι μια βραδιά, βλέπω το ένα από δω το άλλο από κει. Ποιος τα’ φερε; Τα ’βαλα εγώ μέσα βέβαια. Έρχεται ο Κώστας και μου λέει «Μπαρμπα-Θωμά, τα βρήκα κάπου και τα ’φερα». Έβγαλα να πληρώσω, δε δέχτηκε το παιδί. Πολλά από αυτά, όπως η ζυγαριά, ο αργαλειός, είναι από το σπίτι μου, από την οικογένειά μου. Το μπαούλο αυτό είναι από την οικογένειά μας παλιό, όπως και το σαμάρι. Δεν υπάρχει τίποτα κάτω από πενήντα χρόνια. Αυτή η σέλα είναι από κάποιον καπετάνιο, με τα αντάρτικα που ήταν τότε. Αυτή την πλήρωσα ασφαλώς. Έχω βιβλία, εφημερίδες..
-..Από την Κυριακή, 6 Μαΐου του 1990. Κι έχετε κι ένα βιβλίο «Ξηρόμερο και Ξηρομερίτες» απ’ το 1972.
-Είναι του στρατηγού Ζέρβα που ήταν αρχηγός στα αντάρτικα. Αυτά τα πράγματα ήθελα να τα συγκεντρώσω, αφού μπήκα στο χορό, λέω, θα χορέψω τώρα! Και αύριο πού ξέρεις τι εξέλιξη θα ’χει, λένε ότι θα ανοίξουν Μουσείο εδώ, μπορεί να δώσω κι εγώ ένα μέρος. Διαφορετικά, θα ’ρχονται τα εγγόνια μου, ξένα παιδιά, θα ’ρχονται απ’ την Αθήνα θα ρωτάνε τι είναι αυτό, τι δουλειά κάνει το καθένα. Ορίστε, αυτές είναι κατσαρόλες πολύ παλιές, εκατό χρονών. Τις αντικατέστησαν με τις χύτρες.
-Αυτές οι κλειδαριές;
-Αυτές τις είχα στο μαγαζί. Κι από αυτά πάλι τα μισά είναι από το σπίτι μας. Αυτά είναι καλαπόδια που είχαν για τα παπούτσια οι τσαγκάρηδες. Έβαναν το δέρμα γύρω-γύρω, το κάρφωναν κι έμενε κενό μέσα το παπούτσι. Αυτές είναι φωτογραφίες από τα σχολεία. Αυτός είναι ο πρώτος αστροναύτης που πήγε στο φεγγάρι, ο Γιούρι Γκαγκάριν. Αυτό είναι το λεωφορείο που κυκλοφορούσε το σαράντα τόσο.
-Αυτά τι είναι;
-Α, αυτά είναι σπουδαία, είναι από τον αργαλειό! Εκείνη είναι σφραγίδα που φτιάχνουν τις λειτουργιές και πάνε στην εκκλησία.
-Βλέπουμε ακόμα και κράνος από τον πόλεμο!
-Αυτό το κράνος είναι γερμανικό, είναι από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και τα όπλα αυτά. Η καραβάνα και το παγούρι είναι του στρατιώτη. Το πιρούνι, το κουτάλι, εγώ τα μάζεψα αυτά όλα.Έκαιγαν το φούρνο οι παλιές νοικοκυρές κι έβγαναν το ψωμί. Τα ταψιά εκεί πάνω είναι για πίτες. Γεωργικά εργαλεία, δρεπάνια που έκοβαν το χορτάρι, βαρέλια από νερό, από κρασιά. Η συλλογή έχει επίσης παλιά χρήματα από το μαγαζί. Αμόνι που είχαν οι σιδηρουργοί. Έκαιγαν πρώτα στη φωτιά το σίδερο, το έβαζαν επάνω, το χτύπαγαν κι έφτιαχναν το αλέτρι, το σκεπάρνι, όλα αυτά τα εργαλεία. Γι’ αυτό λέγεται λαογραφική συλλογή, όλα αυτά είναι του λαού. Αυτή είναι κάπα του τσοπάνη από τραγίσιο μαλλί. Είναι ειδικοί ραφτάδες που έφτιαχναν την κάπα. Τώρα έχουν τα αδιάβροχα, τα τρακτέρ, τα αυτοκίνητα. Σακ βουαγιάζ αντί για σακούλι.
-Σκέφτεστε να επεκτείνετε κι άλλο τη συλλογή σας, να το κάνετε κανονικό μουσείο;
-Βεβαίως! Μα έγινε μουσείο. Το αν θα το μεγαλώσω θα εξαρτηθεί. Παλιότερα έτρεχα με το αυτοκίνητό μου στα Γιάννενα, στο Αγρίνιο, στην Πάτρα και αλλού. Τώρα δεν μπορώ να οδηγήσω. Αλλά δεν σταματάω, ακόμα τρέχω!
-Πώς είναι να είσαι συλλέκτης λαογραφικής συλλογής;
-Πρέπει να έχεις ζήλο, να το ’χεις μέσα σου, να αγαπάς το αντικείμενο. Εγώ τα αγάπησα αυτά τα πράγματα, πολύ περισσότερο αγάπησα τον τόπο μας εδώ. Το αλέτρι, που έκανα κι εγώ αγρότης, το δρεπάνι που θέριζαν το σιτάρι, τα κουδούνια που βάζαμε στα ζώα μας. Εμένα δε με ενδιαφέρει να βάλω από τη Μακεδονία, από τη Θράκη ένα αντικείμενο: «ούτε το ξέρω, ούτε το φόρεσα, ούτε μ’ ενδιαφέρει να το μάθω». Εμένα μ’ ενδιαφέρει να ξέρω αυτά που δούλεψα. Εγώ αυτό το έκανα για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιοί.
-Κύριε Θωμά, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ώρα που μας αφιερώσατε.
-Κι εγώ σας ευχαριστώ και σας συγχαίρω για το ζήλο και για το ενδιαφέρον που δείξατε, μαθητές σ’ αυτή την ηλικία. Αυτό εμένα με τιμάει!
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Τζαβελάκη για τη συνέντευξη και του ευχόμαστε η συλλογή του να στεγαστεί σε ένα Λαογραφικό Μουσείο στην Κατούνα, όπως της αξίζει!
Πηγή: Η ηλεκτρονική εφημερίδα του Γυμνασίου Κατούνας: «Το κόκκινο που ήταν μπλέ» (http://tokokkinopouhtanmple.wordpress.com/)