Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Μυργιώτης Παναγιώτης : Αθανάσιος Διάκος και Γρηγόριος Παπαφλέσσας




Μυργιώτης Παναγιώτης




Αθανάσιος Διάκος:
ο Εθνομάρτυς και αγωνιστής της Ελευθερίας της Ελλάδος και της Ορθοδοξίας

Αθανάσιος Διάκος, γνωστός ήρωας της επανάστασης του 1821 με μαρτυρικό τέλος. Κοιμήθηκε ως Έλληνας ήρωας και γενναίος χριστιανός. ΣΔεν απαρνήθηκε την πίστη του, ούτε και την ελληνικότητά του. Ανδρείος στο φρόνημα ως ελληνορθόδοξος μαχητής. Τον κατέγραψε η ιστορική και λαϊκή μνήμη στις χρυσές σελίδες που (πρέπει να) εμπνέουν και (να) καθοδηγούν τις μετέπειτα γενεές......

Το πραγματικό όνομα του Διάκου, κατά μια εκδοχή, ήταν Αθανάσιος Μασαβέτας και κατά άλλη εκδοχή Αθανάσιος Γραμματικός. Γεννημένος το 1788, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Είχε έφεση στη θρησκεία και η μητέρα του σε ηλικία 12 ετών τον πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στην Αρτοτίνα Φωκίδας για να εκπαιδευτεί. Έγινε μοναχός και λόγω του μεγάλου ζήλου γρήγορα χειροτονήθηκε διάκος. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός ένας τούρκος πασάς με τα στρατεύματά του επισκέφθηκε το μοναστήρι εντυπωσιάστηκε από την εμφάνιση του νεαρού διάκου και με τα λεγόμενα του (και την μετέπειτα πρότασή του) πρόσβαλε τον διάκο, ο οποίος πάνω στον καυγά που επακολούθησε σκότωσε τον τούρκο και αναγκάστηκε να φύγει στα βουνά και να γίνει κλέφτης. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή σε ένα γάμο την Αρτοτίνα όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν ένα βόλι σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας από μεγάλο σόι, γειτονικού χωριού. Στον γάμο αυτό παρών ήταν και ο Διάκος, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι αυτός είναι ο φονιάς, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτός άθελά του τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά. Αργότερα, στο πανηγύρι της Παναγιάς ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό και οι Τούρκοι τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν στις φυλακές από τις οποίες κατάφεραν να δραπετεύσουν και να καταφύγουν και πάλι στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας Τσαμ Καλόγερου. Σε μια συμπλοκή με τους τούρκους ο καπετάνιος Τσάμ Καλόγερος πληγώθηκε βαριά και ο Διάκος με ηρωισμό και αυτοθυσία τον έσωσε από βέβαιο θάνατο μεταφέροντάς τον στους ώμους του σε απάτητο ύψωμα δυο ώρες πορεία. Εκεί ο καπετάνιος Τσάμ Καλόγερος είπε παρουσία όλων των ανδρών της ομάδος του: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».

Αργότερα οι άνδρες της ομάδας του Τσάμ Καλόγερου χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες, εις την μία αρχηγός ήταν ο Διάκος, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος. Εκείνο το διάστημα πληροφορείται ο Διάκος ότι τουρκικό απόσπασμα συνέλαβε και σκότωσε τον πατέρα του και έναν από τους αδελφούς του και ορκίζεται να τιμωρήσει αυστηρά την τουρκιά. Κάθε απόσπασμα που ξεμυτούσε αποδεκατίζετο από τους άνδρες του Διάκου.

Εκείνη την εποχή ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κατέστρωνε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του καπεταναίους, μεταξύ αυτών και τον Σκαλτσοδήμο, ο οποίος έστειλε τον Διάκο. Ο Διάκος υπήρξε αρματολός από το 1814 έως το 1816 και όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος υπήρξε πρωτοπαλίκαρό του. Αργότερα δημιουργεί δική του ομάδα και όπως συμβαίνει και με άλλους καπετάνιους γίνεται και μέλος της Φιλικής Εταιρείας προετοιμαζόμενος για τον μεγάλο, πάνδημο ξεσηκωμό. Αφού άρχισε η επανάσταση ο Διάκος με τον φίλο του και ντόπιο καπετάνιο Βασίλειο Μπούσγο πολιορκούν την Λιβαδειά και την ελευθερώνουν. Την 4η Απριλίου 1821 η ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στην ελεύθερη Λιβαδειά. Ο Χουρσίτ Πασάς με εντολή του Σουλτάνου στέλνει δυο από τους καλύτερους διοικητές από την Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά με 8000 πεζούς και 1000 ιππείς με σκοπό να καταστείλουν την επανάσταση στην Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο. Ο Διάκος και η ομάδα του που ενισχύθηκαν με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη αποφάσισαν να αποκόψουν την πορεία των τούρκων στη Ρούμελη λαμβάνοντας θέσεις κοντά στις Θερμοπύλες. Οι 1500 Έλληνες μαχητές χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες. Η ομάδα του Διάκου ανέλαβε να υπερασπιστεί την γέφυρα της Αλαμάνας στον Σπερχειό ποταμό. Ο Δυοβουνιώτης την Γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας. Ο Δυοβουνιώτης γρήγορα οπισθοχώρησε και η ομάδα του Πανουργιά, όταν ο ίδιος πληγώθηκε, οπισθοχώρησαν και πολλοί χάσανε τη ζωή τους, μεταξύ αυτών και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο αδελφός του Παπαγιάννης. Οι τούρκοι συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις των εναντίον του Διάκου. Ο συνεργάτης Μπούσγος του προτείνει να οπισθοχωρήσουν πριν περικυκλωθούν από τους πολυάριθμους εχθρούς. Ο Διάκος αρνείται λέγοντας "Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του" και έμεινε με 48 παλικάρια.

Η μάχη της Αλαμάνας.

Πολεμώντας γενναία τραυματίζεται και συλλαμβάνεται από πέντε Τσάμηδες, οι συμμαχητές του Μπακογιάννης και Καλύβας ορμούν να τον ελευθερώσουν αλλά πέφτουν νεκροί από τα βόλια των εχθρών. Ο Διάκος οδηγείται στη Λαμία και τον παρουσιάζουν στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος γνώριζε και εκτιμούσε τον Διάκο από την περίοδο που ήταν μαζί στην αυλή του Αλή Πασά. Ο Βρυώνης προσφέρει αξιώματα και πολλά δώρα και θέτει ως όρο να αλλαξοπιστήσει ο Διάκος και να ασπαστεί το Ισλάμ. Του ζητείται να προδώσει Χριστό και Ελλάδα. Να γίνει εφιάλτης. Αν είναι δυνατόν. Ο Αθανάσιος Διάκος απαντά με υπερηφάνεια και λεβεντιά. "Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!" Το γνωρίζει και το αντιλαμβάνεται ότι τον περιμένει ο θάνατος. Ο Ομέρ Βρυώνης δείχνει συμπάθεια προς τον Διάκο αλλά, τον οδηγεί προς τον θάνατο, πιεζόμενος από τους υπόλοιπους τούρκους. Ο Διάκος αντιμετωπίζει τον θάνατο με ψυχραιμία. Ένα παράπονο βγαίνει από τα χείλη του, αφού δεν θα ζήσει την ημέρα της ελευθερίας. Είπε, λοιπόν: "Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι». Στη Λαμία κλείνουν τον Διάκο σε ένα παλιό χάνι. Τρείς Έλληνες παρακολουθούν κρυφά από χαλασμένα παραθυρόφυλλα του χανιού τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό. Τον έδεσαν με σχοινιά σε ένα παχνί και τον φυλάγανε. Ο διάκος πονούσε αλλά δεν παραπονιότανε. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και εμφανίζονται δυο μπέηδες, ο Ομέρ Βρυώνης και ο σκληρός Χαλήλ Μπέης, ο οποίος αφού βεβαιώνεται ότι ο Διάκος είναι δεμένος παριστάνει τον γενναίο παλικαρά. Κτυπά τον δεμένο Διάκο. Τον διακόπτει ο Βρυώνης και αρχίζει διάλογος μεταξύ Διάκου και Βρυώνη. Οι παρατηρητές δεν ακούνε αλλά βλέπουν τον Διάκο να απορρίπτει τις προτάσεις του Βρυώνη κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Ο Βρυώνης εξαγριώνεται και αρχίζει να φωνάζει, μα ο Διάκος τον αντιμετωπίζει με απόλυτη ηρεμία. Οι δυο μπέηδες φεύγουν και αναλαμβάνει πλέον ο δήμιος.

Το μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.

Αρχίζουν οι τούρκοι τις προεργασίες για το τέλος της επίγειας ζωής του Εθνομάρτυρα. Στο μισοσκόταδο βλέπει ο Διάκος και οι τρείς παρακολουθούντες τους τούρκους να ανάβουν φωτιά και να βάζουν πάνω μια σιδεροστιά και ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι στο οποίο ρίχνουν μέσα λάδι. Πιάνουν τον Διάκο καθώς είναι δεμένος χειροπόδαρα και τον βάζουν να καθίσει πάνω σε ένα σκαμνί, ώστε τα πόδια του να κρέμονται. Οι τούρκοι τον περιπαίζουν και του υπόσχονται διάφορα. Αυτός απαντά κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Σε κάθε άρνηση οι βασανιστές μπήγουν πιο βαθειά τα καρφιά στο σώμα του ήρωα, ο οποίος αναταράζεται ολόκληρος από τους πόνους. Η μυρωδιά του καιόμενου λαδιού τρυπά τις μύτες όλων. Βλέπουν οι τρείς αυτόπτες μάρτυρες τους τούρκους να παίρνουν το καυτό λάδι και να το ρίχνουν στα γυμνωθέντα πόδια του Διάκου, ο οποίος σφαδάζει από τους πόνους κάθε φορά που πέφτει καυτό λάδι στα πόδια του. Όταν διαπίστωσαν ότι δεν αντιδρά έντονα άφησαν τα πόδια, τον ξεγύμνωσαν το επάνω μέρος του σώματος σχίζοντας την πουκαμίσα και το γιλέκο. Αρχίζουν να ρίχνουν το καυτό λάδι στο κορμί, στο στήθος και στα χέρια. Βουβή η αντίδραση του εθνομάρτυρα. Η βουβή αντίδραση τους εκνευρίζει τον βασανίζουν αλλά, προσέχουν να μη πεθάνει, αυτή είναι η εντολή που έχουν. Το σώμα του φαίνεται ότι αρχίζει να νεκρώνεται αλλά το πνεύμα του φαίνεται καθάριο από τις αντιδράσεις και τις αρνήσεις του. Εξοργίζονται και επινοούν νέους τρόπους βασανισμών. Με τα καρφιά αρχίζουν να σπάνε τις φυσαλίδες που δημιουργηθήκανε από το καυτό λάδι σε ολόκληρο το σώμα του. Το χάραμα βρήκε τον Διάκο να κρατιέται όρθιος με τα σχοινιά και τους βασανιστές του αποκαμωμένους από το ξενύχτι και την κούραση. Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά βγάζουν τον Διάκο έξω σέρνοντάς τον χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει. Τον οδηγούν στο τελικό μαρτύριο, στο σούβλισμα. Με την άδεια του Χαλήλ Μπέη πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε για να δει το απάνθρωπο μαρτύριο. Για να φοβηθεί, αυτός ήταν ο στόχος των τούρκων. Ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζει η μάνα του Διάκου, η οποία πληροφορήθηκε το γεγονός και ήλθε να αποχαιρετήσει τον υιό της από την επίγεια τούτη προσωρινή ζωή. Η εμφάνιση του δημίου με ένα σουβλί στα χέρια μαρτυρά τις προθέσεις των τούρκων. Ο δήμιος τρέμει από τον φόβο γιατί πρέπει ο Αθανάσιος Διάκος να μη πεθάνει κατά την διάρκεια του σουβλίσματος. Το έργο του δημίου λεπτό και φοβερό. Δένει τον Διάκο σε ένα σαμάρι ανάσκελα και με τα πόδια ανοικτά και αρχίζει το έργο. Χώνει την πολύ καλά λεπτυσμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός. Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες. Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια. Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!

Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί τον νεκρό τον Διάκο και να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος. Άφησαν τον νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του. Του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό, από φόβο.

Περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.

Στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε τον Διάκο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Ο αείμνηστος μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος προώθησε την αίτηση ανακήρυξης της αγιότητας του Αθανασίου Διάκου, αλλά η πρότασή του δεν έχει γίνει δεκτή έως σήμερα από την Ιερά Σύνοδο. Για το θέμα ο μακαριστός μητροπολίτης δήλωσε: «Ο Αθανάσιος Διάκος δικαίως ονομάσθηκε “Ο ηρωικότερος των ηρώων της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και ο γενναιότερος των γενναίων”. Υπήρξε ομολογητής του Χριστού και μάρτυρας με τη γνησιότητα και τη ζωντάνια των μαρτύρων της πρωτοχριστιανικής εποχής. Προκλήθηκε να αρνηθεί την πίστη του με πλούσιες ανταμοιβές και δελεάσματα, αλλά έμεινε αμετακίνητος, προτιμήσας τον μαρτυρικό θάνατο από την προδοσία και την ατιμία. Ο δι’ ανασκολοπισμού μαρτυρικός θάνατός του υπήρξε “το γνησιώτερον βάπτισμα”, όπως χαρακτηρίζουν οι Διαταγές των Αποστόλων τον θάνατο του μάρτυρος, το οποίο εξάλειψε κάθε αμαρτία και τον παρέδωσε καθαρόν και άγιον εις τον Θεόν».

Πληροφορία που τιμά την Εκκλησία μας και τον ελληνικό Λαό.

Το κέντρο νεότητας «Άγιος Φώτιος» της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους και Κατερίνης με τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Γεωργίου και την άοκνη προσπάθεια του πατρός Παύλου Ντούρου, που έγραψε το σενάριο και έκανε τη σκηνοθεσία, και πληθώρας εθελοντών ετοίμασε κινηματογραφική ταινία για τον άξιο Εθνομάρτυρα, και ίσως ιερομάρτυρα, Αθανάσιο Διάκο.




Μυργιώτης Παναγιώτης

Μαθηματικός




ΣΣ Η ταινία προβάλλεται σε πολλές πόλεις και σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη έχουν προβάλλει την υπέροχη ταινία







Ο γενναίος μαχητής Παπαφλέσας προσφέρει τη ζωή του για την ελευθερία του υπόδουλου Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στο Μανιάκι

Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ο ρασοφόρος αγωνιστής και μάρτυρας της ελευθερίας της Ελλάδος. Σημαντικός πολεμιστής της παλιγγενεσίας του 1821. Πρόσφερε ολοκαύτωμα τον εαυτό του στον αγώνα για του Χριστού την πίστη την αγία και της Ελλάδος την ελευθερία. Ηρωικά πολέμησε στο Μανιάκι, έπεσε μαχόμενος και πέρασε στο πάνθεο των ηρώων.

Το πραγματικό ή το κατά κόσμον όνομα του Παπαφλέσσα ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου, ένα από τα 28 παιδιά του πατέρα του. Το δε Φλέσσας πιθανολογείται ότι είναι παραφθορά του Εφέσιος ή Εφεσαίος. Έτσι ο παπάς Φλέσσας έγινε Παπαφλέσσας. Τόπος γεννήσεώς του καταγράφεται το χωριό Πολιανή Μεσσηνίας και έτος γεννήσεως το 1786 ή 1788. Φοίτησε στη περίφημη σχολή της Δημητσάνας αλλά δεν την τελείωσε. Το έτος 1816 προσέρχεται στον μοναχισμό και μονάζει στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα και λαμβάνει το όνομα Γρηγόριος. Πνεύμα ατίθασο έρχεται σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς και φεύγει από το μοναστήρι και καταφεύγει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας. Εκεί έρχεται σε αντιπαράθεση με τούρκο της περιοχής για τα περιουσιακά στοιχεία της μονής και καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Την εποχή αυτή στη Ζάκυνθο διαβιεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τον οποίο γνωρίζεται και γίνονται φίλοι. Στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα, χειροτονείται αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Ο Αναγνωστόπουλος τον μυεί στη Φιλική Εταιρεία στις 18 Ιουνίου 1818 και υπογράφει τα έγγραφα της εταιρείας ως Αρμόδιος και ως διακριτικά χρησιμοποιεί τα αρχικά ΑΜ. Τον Μάιο του 1820 με τον Γεώργιο Λεβέντη στο Βουκουρέστι συντάσσουν το «Σχέδιον Γενικόν». Ο Παπαφλέσσας προτείνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και την παρουσιάζει έτοιμη για αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα. Η σύσκεψη του Ισμαηλίου αποφασίζει να σταλεί ο Παπαφλέσσας στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπος του Αρχηγού.

Ο Παπαφλέσσας τέλη Νοεμβρίου του 1820 αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη για Πελοπόννησο. Στο ταξίδι αυτό προς την Μάνη περνά από τις Κυδωνιές, τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες. Στα νησιά αυτά βρίσκει τον κόσμο χωρισμένο σε δυο στρατόπεδα όσο αφορά το πρόσωπό του. Βρίσκει θερμούς οπαδούς αλλά και πολέμιους. Οι προεστοί στην Πελοπόννησο τον δέχονται με καχυποψία. Συμμετέχει στη συνέλευση της Βοστίτσας και παρουσιάζει τις εντολές του Αλεξάνδρου Υψηλάντη για την έναρξη της επανάστασης από τον Μοριά. Οι επιφυλάξεις υπάρχουν και προτείνεται να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Σιδερόπορτας. Τους απειλεί ότι θα ξεκινήσει τον αγώνα μόνος του. Κινείται σε περιοχές της Γορτυνίας και της υπόλοιπης Πελοποννήσου διακηρύσσοντας ότι η ημέρα του Ευαγγελισμού, η 25η Μαρτίου, έχει ορισθεί ως ημέρα έναρξης του αγώνα. Συναντά σημαντικούς καπεταναίους, μετέπειτα γενναίους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλους.

Στην Άλωση της Τριπολιτσάς, σύμφωνα με την παράδοση, όταν χρειάστηκε να υψώσουν σημαία, ο Παπαφλέσσας έσκισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφάλα, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σηµαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του ελληνικού κράτους, υψώθηκε με ξέφρενο πανηγυρισμό στο τουρκικό διοικητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης. Συμμετέχει ενεργά στα πολεμικά δρώμενα με ηρωισμό και αυταπάρνηση. Σε πολλές μάχες είναι αισθητή η παρουσία του μαζί με τα παλικάρια του.

Η Β΄ εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας τον εκλέγει υπουργό των εσωτερικών, θέση που διατηρεί μέχρι τον θάνατό του. Κατά τον εμφύλιο αρχικά τάχτηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη αλλά, αργότερα, πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το ηρωικό τέλος του Παπαφλέσσα.

Ο Ιμπραήμ Πασάς σαρώνει την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει στο Μανιάκι. Ο στρατός του αποτελείται από 700 μαχητές. Ανταποκρινόμενοι σε έκκλησή του ενισχύουν το στράτευμα ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας με εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Α. Κουμουνδούρος, ο Παν. Μπούρας, ο Αδαμάκης Αποστολόπουλος κι ο Ν. Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος απὸ το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος απὸ το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ᾿ αυτὴ συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστὲς του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Μαθαίνει πως η κυβέρνηση αποφάσισε να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρὶς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία. Λησμόνησε για το καλό της πατρίδας ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν πολιτικός του αντίπαλος. Προέχει το γενικό καλό, η λευτεριά της πατρίδος. Η ορθοδοξία. Ο στρατός του ανέρχεται, τώρα, σε 1500 άτομα. Παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους, από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραΐνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές, από τον αδελφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Όλοι μαζὶ ίσαμε πέντε χιλιάδες. Αριθμός, πάλι, μικρός για να αντιμετωπίσει το πολυάριθμο στράτευμα του Ιμπραήμ. Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει απὸ τη Δραΐνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ὁ Π. Κεφάλας με 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης με 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ αδελφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες. Την 20η Μαΐου το ασκέρι του Ιμπραήμ έκανε την εμφάνισή του. Πολλοί Έλληνες μόλις το είδαν φοβήθηκαν και έφυγαν. Διατάζει να μετρήσουν πόσοι μαχητές μείνανε και βρέθηκαν λιγότεροι από χίλιοι. Είναι 500 ή κατ άλλους 600. Καθὼς ήταν συναγμένοι τους βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.

- Όπου νάναι φτάνουν, τους λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας, ὁ Πλαπούτας κι όλοι οι Ἀρκαδινοί, ὁ αδελφός μου Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μία ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ᾿ ασκέρι του Ἰμπραὴμ και θα το κτυπάνε απὸ τις πλάτες. Ἀδέρφια! ἡ πατρίδα καρτεράει απὸ μας να δοξαστεί ξανά απὸ τη νίκη μας! Όταν έπαψε να μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια:

- Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!...Ο Ιμπραήμ προχωρά, τα ασκέρια του αψηφούν τα βόλια των Ελλήνων μαχητών. Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν᾿ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Του προτείνουν να φύγουν την ώρα που οι Αιγύπτιοι τρώνε... τους απαντά -Εγὼ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατὶ εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιὰ του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ᾿ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού. Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας!..

Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές, «ὁ τόπος όλος εκοκκίνισεν απὸ αυτὲς κι απὸ τα αίματα». Ὁ σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης απὸ τη Χίο, για να μην πέσει ἡ σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθὶ στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ἡ παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος.

Σιγά-σιγά σκόρπαγε ὁ καπνός της μάχης. Οι νικητὲς τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ᾿ αφτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραὴμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ των ποιος απὸ αυτοὺς να έχει περισσότερα».

Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετὰ παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρὸς ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι του ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ· τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλὸ παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ᾿ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο κορμὶ και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα απὸ τα γένια του. Τότε «ὁ νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός».

Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του:

- Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατὶ πολὺ θα μας χρησίμευε.

«Η Λεωνίδειος μάχη» είχε τελειώσει. Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα.

Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Αγία Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ εμάς τους μεταγενέστερους, πως η λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ὁ Σολωμός, είναι απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά.

Μυργιώτης Παναγιώτης

Μαθηματικός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο