Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

ΜΥΡΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ 29 MAIOY 1453


29η Μαΐου 1453. Εάλω η Πόλις...;;

Υπάρχουν ημερομηνίες στην παγκόσμιο ιστορία που χαρακτηρίζονται σταθμοί...... Σηματοδοτούν την αρχή μιας εποχής και το τέλος της προηγούμενης. Μια τέτοια είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, και η 29η Μαΐου 1453. Η ημέρα που η βασιλεύουσα των Πόλεων κυριεύθηκε από τους Οθωμανούς και έπαψε να είναι η Πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας χιλίων και πλέον ετών. Η επτάλοφος Κωνσταντινούπολις, κέντρο παγκόσμιου ελληνορθόδοξου πολιτισμού, εάλω. Όμως, «Εάλω η Πόλις ή όχι»;; Είναι ερώτημα, όχι διαπίστωση.

Η χιλιόχρονη πρωτεύουσα της (ανατολικής) Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που οι Φράγκοι εκατό χρόνια μετά την πτώση την ονόμασαν Βυζαντινή, από τη μικρή πολιτεία Βυζάντιο για να την υποτιμήσουν, πρόσφερε πάρα πολλά στην παγκόσμια επιστήμη, στον Ελληνισμό και στην ορθοδοξία. Γεγονός που μας καθιστά ιδιαίτερα υπερήφανους. Είναι γνωστόν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ίδρυσε μια καινούρια Αυτοκρατορία, αλλά απλώς μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην αρχαία πόλη Βυζάντιο, που την άλλαξε και την ονόμασε Νέα Ρώμη και αργότερα έλαβε την ονομασία Κωνσταντινούπολη λόγω του ιδρυτού της.

Την εποχή του Μωάμεθ, πολιορκείται για πρώτη φορά η Κωνσταντινούπολη (668-669) από τον Εγιούμπ ελ Ενσαρί (Eyub El-Ensari), πολιορκία που αποτυγχάνει και επαναλαμβάνεται το 717, για να αποτύχει και πάλι, έπειτα από αποκλεισμό που διήρκεσε 12 ολόκληρους μήνες. Το 1071 εμφανίζονται στην Ανατολία οι Τούρκοι. Η πρώτη πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς γίνεται το 1390, από τον σουλτάνο Ειλντιρίμ Μπαγιαζίτ, ο οποίος αναγκάζεται να λύσει την πολιορκία.

Επιθυμούν για αιώνες να κατακτήσουν την Πόλη. Καταστρώνουν σχέδια για να πορθήσουν την Βασιλεύουσα. Το καλοκαίρι του 1452, και αφού έχουν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες, ο Μωάμεθ ο Β' κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στις 28 Ιουνίου συγκεντρώνει στρατό 50.000 ανθρώπων στο άρτι αποπερατωθέν Κάστρο της Ρωμυλίας και στήνει τις σκηνές και τους καταυλισμούς του απέναντι από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το τέλος του 1452 η Πόλη είναι ήδη αποκλεισμένη.

Βρισκόμαστε στην άνοιξη τον 1453 και ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αδυνατεί να ενισχύσει την άμυνα της Πόλης, ο Μωάμεθ ο Β' ολοκληρώνει τις προετοιμασίες του και τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 1453 στήνει το αντίσκηνό του μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι στρατιώτες του ξεπερνούν τους 300.000, αφού πολλοί μουσουλμάνοι - και όχι μόνον - κατετάγησαν στις τάξεις του οθωμανικού στρατού μετά την υπόσχεση που έδωσε ο Μωάμεθ ότι μετά την άλωση τα λάφυρα θα ανήκαν στους στρατιώτες του!

Η Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της από τους Φράγκους το 1204 και τις λεηλασίες και καταστροφές που υπέστη από τους δυτικούς είναι εξασθενημένη. Έχασε ένα σημαντικό κομμάτι από την παλαιά αίγλη και δύναμη. Τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανεξαρτητοποιήθηκαν. Ο κίνδυνος των τούρκων είναι ορατός και τους απασχολεί. Οι Οθωμανοί επεκτείνονται απειλητικά για την Κωνσταντινούπολη. Ο φόβος αυτός τους ωθεί να ζητήσουν την βοήθεια των παπικών. Το σχίσμα ήταν ένα αγκάθι στις σχέσεις ανατολικής και δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Παρά τις αποφάσεις της συνόδου της Φεράρα-Φλωρεντίας (1438-1439) η ένωση δεν επιτυγχάνεται στην πράξη λόγω της αντίδρασης του Μάρκου Ευγενικού. Η δύση πέτυχε τον στόχο της μόνο στα «χαρτιά» και δεν βοηθά τους ανατολικούς. Ο Στήβεν Ράνσιμαν παραθέτει πλείστα παραδείγματα από τούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσεως, στα οποία φαίνεται καθαρά ότι δεν είχαν τη δυνατότητα και τη βούληση να βοηθήσουν οικονομικά και στρατιωτικά. Εν τούτοις, μερικοί Ενετοί και Γενουάτες ήρθαν αυθόρμητα από την Ιταλία για να πολεμήσουν εναντίον των Οθωμανών. Και τελικά οι Ενετοί και οι Γενουάτες συμμετείχαν κατά την αντίσταση στην πολιορκία, αν και υπήρχαν μεταξύ τους πολλές διαφορές, και μάλιστα οι Γενουάτες απεχώρησαν την τελευταία στιγμή από τον αγώνα.

Γυναίκες και μοναχές «έσπευσαν στα τείχη να βοηθήσουν για τη μεταφορά υλικών για την ενίσχυση των οχυρωμάτων, και να μεταφέρουν στάμνες με νερό, για να ξεδιψάσουν οι αμυνόμενοι». Οι μαχητές δίνουν ηρωικό αγώνα και ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να ανοίξουν οι εκκλησίες και να γίνονται παρακλήσεις και Θείες Λειτουργίες. Όλος ο λαός έψαλε το «Κύριε, ελέησον» κατά τις λιτανείες.

Στις 25 Μάιου ο Μωάμεθ Β' ζήτησε από τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα τη σωτηρία του ίδιου και της οικογένειάς του. Σύμφωνα με τον ιστορικό της Άλωσης Γεώργιο Φραντζή, ο αυτοκράτορας απάντησε: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτε τ' εμόν εστίν οΰτ' άλλου των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», που σημαίνει: «Ούτε εγώ ούτε άλλος κανείς από τους κατοίκους της πόλης έχουμε το δικαίωμα να σου την παραδώσουμε. Αντίθετα, όλοι μας έχουμε πάρει την απόφαση να πεθάνουμε με τη θέληση μας (για χάρη της) και να μην υπολογίσουμε τη ζωή μας». Απάντηση ελληνική, γενναία, πατριωτική, και ιστορική και διδακτική

Τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου 1453 άρχισε η μεγάλη έφοδος των Τούρκων. Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης αρχικά αμύνονταν με ηρωισμό. Αργότερα όμως επεκράτησε σύγχυση και πανικός μεταξύ των μισθοφόρων, οι οποίοι υπερασπίζονταν το μέσο τείχος, όταν τραυματίστηκε ο επικεφαλής τους φρούραρχος Ιουστινιάνης. Οι στρατιώτες του Μωάμεθ, στους οποίους ο σουλτάνος είχε δώσει το ελεύθερο για λεηλασία, όρμησαν ασυγκράτητοι στο εσωτερικό της πόλης.

Στο μεταξύ από μια μικρή πύλη, την Κερκόπορτα, εισέβαλαν και άλλοι Τούρκοι. Τότε ακούστηκε η κραυγή «η Πόλις εάλω», έπεσε η Πόλη. Ο αυτοκράτορας, όταν είδε πως δεν έμενε πια καμιά ελπίδα, μαζί με τρεις έμπιστους της φρουράς του, τον Δον Φραντσίσκο, τον ξάδερφο του Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη, όρμησε μέσα στο πλήθος των εχθρών και χάθηκε για πάντα. Ακολούθησε σφαγή και λεηλασία. Παραδίδεται μάλιστα πως μεγάλη σφαγή έγινε και μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπου είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα. Η Άλωση της Πόλης σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ σημάδεψε δραματικά και την πορεία του Ελληνισμού στην Ιστορία.

Η τύχη της πόλης είχε πλέον κριθεί, οι μαχητές εξαθλιωμένοι, κατακουρασμένοι, αλλά με ψηλό το φρόνημα, μάχονται και μόνοι και μετά των λιγοστών εναπομεινάντων και πέφτει ο ένας μετά τον άλλον. Ο Κωνσταντίνος μάχεται σαν απλός στρατιώτης. Κατάκοπος αλλά αποφασισμένος κατέβηκε από το άλογο του, αφαίρεσε την αυτοκρατορική του στολή και όλα τα σύμβολα του ψηλού αξιώματός του. Διατήρησε μόνο τα ερυθρά πέδιλα (καμπάγια), με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, και αφού ξεγύμνωσε το σπαθί του, καλυπτόμενος προ της ασπίδας του, όρμησε στο κρισιμότερο σημείο το πλήθος των επιδρομών και ο Σφραντζής αφηγείται «Εμάχετο ο Άνθρωπος και Βασιλεύς επί ώραν πολλή, βρυχώμενος ως λέων και την ρομφαίαν (σπαθί) εσπασμένη έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων κατέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των χειρών και των ποδών αυτού έρρεε». Σε τέτοια στιγμή, στην ορμή της μάχης, μεγαλείου – αυτοθυσίας και υπερβάσεως από τα γήινα, έπεσεν μαχόμενος ο τελευταίος των Παλαιολόγων και μαζί του έπεσεν και η Αυτοκρατορία και ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, κραυγή, που σε λίγες μόνον στιγμές ακούστηκε σ’ όλη την πόλιν. Την υστάτην στιγμή προ της θυσίας του, ιστορικοί καταμαρτυρούν ότι ο Παλαιολόγος ανεφώνησεν: «Ουκ εστί τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού». Φράση που καταδεικνύει την αγωνία του Χριστιανού Εθνομάρτυρα να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Αγαρηνών. Οι κατακτητές αναζητούν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα: «πλείστας κεφαλάς των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την Βασιλική γνωρίσωσι και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη, το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ του Βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων ένθα χρυσοί δικέφαλοι αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις Βασιλεύσι».

Ο χρονογράφος και φίλος του Κωνσταντίνου, Σφραντζής διηγείται: «Την Αυγήν της 29ης Μαΐου 1453 περί την 4ην πρωινή ημέρας Τρίτης, συμπληρών της ηλικίας αυτού έτη 49 μήνας 3 και ημέρας 20, έπεσεν ο ηγεμών Κωνσταντίνος ο 11ος Παλαιολόγος κατά την 55ην ημέραν της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, ομού μετ’ αυτής». Κατά τον Φραντζή, ο Μωάμεθ αφού αναγνώρισε τη Βασιλική υπόσταση του Κωνσταντίνου, το θάρρος, την τιμή και το μεγαλείον του, με προσταγή του ετάφη το πτώμα του Βασιλέως μετά Βασιλικών τιμών, παρέλειψε όμως επιμελώς ν’ αναφέρει που ετάφη. Είναι γεγονός ότι ελλείψει σύγχρονης μαρτυρίας, ή έστω παράδοσης, δεν έχει πληροφορηθεί κανένας ποτέ, που ετάφη ο ήρωας Βασιληάς. Μεταγενέστερες δημιουργηθείσες παραδόσεις οφείλονται σε διηγήσεις και ευσεβείς απηχήσεις. Η φαντασία του Ελληνικού Έθνους και ο θρύλος, θέλει τον Κωνσταντίνο Μαρμαρωμένο, όπου Άγγελος Κυρίου, προτού κτυπηθεί από το σπαθί του αράπη, τον άρπαξε και τον πήρε σε μια σπηλιά βαθιά κάτω στη γη, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει «Μαρμαρωμένος» και καρτερεί την ώρα να ’ρθεί πάλιν ο Άγγελος, να τον σηκώσει, να του δώσει και πάλι στο χέρι το σπαθί του και να μπει στην πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, να τους διώξει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά… την Μέκκα. Είναι όμως και η λαϊκή ρήση πολύ χαρακτηριστική της παράδοσης και του πόθου των Ελλήνων «Κωνσταντίνος την έκτισε, Κωνσταντίνος την έχασε, Κωνσταντίνος θα την πάρει».




Μυργιώτης Παναγιώτης

Μαθηματικός







Υ.Γ. Κάποιος φορέας θα έπρεπε να ασχοληθεί και να αναδείξει αυτή την τεράστια προσφορά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζαντινής).







Ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἱὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερα τινὰ ὀφείλεται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὃ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὄλον κερδίσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τὲ καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκὼν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πάσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθῶς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τὲ καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἣ τὴν ρομφαίαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροὶ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.

Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὢ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέα ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῶα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἠμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθῶν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατά, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μύθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὢ ἀνόητα ζῶα, καὶ τὰ ἑξῆς.

Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὓρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πάσι τοῖς ὦσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πάσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τὲ καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῶ ὑποβαλεῖν καὶ δουλεία καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.




Έκρινα σκόπιμο να υπενθυμίσω στους απανταχού της γης πατριώτες συνέλληνες, και όχι μόνο, την ομιλία του Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πριν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μετά από 568 χρόνια που εκφωνήθηκε, για να πάρουμε όλοι μας τα κατάλληλα μηνύματα πατριωτισμού και ορθοδόξου πίστεως. Πονηροί και ύποπτοι οι καιροί. Πολλά φαίνεται ότι κυοφορούνται στον κόσμο. Θα έχουν σχέση με την πατρίδα μας;; Εύλογο ερώτημα. Η μικρή σε έκταση (γεωγραφικά) Ελλάδα κατέχει σημαντική γεωπολιτική θέση. Οι προφητείες, οι μύθοι και οι παραδόσεις μιλούν για πολλά και φοβερά επερχόμενα γεγονότα. Είναι βέβαιο ότι οι προφητείες θα επαληθευτούν, θα γίνουν πραγματικότητα.

Πότε;;. Ο Θεός μόνο γνωρίζει.

Εμείς ας είμαστε έτοιμοι...







Μυργιώτης Παναγιώτης

Μαθηματικός

Πηγή: Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ

Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἐν ἔτει 1477




Κωνσταντινούπολη 29 Μαΐου 1453. «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας».

Ο τελευταίος Λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Την αποφράδα ημέρα 29 Μαΐου 1453 η βασιλεύουσα πόλη , η πρωτεύουσα της ένδοξης και υπερχιλιόχρονης Ρωμιοσύνης, η επτάλοφος Κωνσταντινούπολη πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Η φωτεινή περίοδος της δόξης, του ελληνισμού και της χριστιανοσύνης διακόπτεται βάναυσα από τους Αγαρηνούς και μια περίοδος ζόφου ξεκινά για την Ρωμιοσύνη.. Η του Κωνσταντίνου πόλις εάλω αλλά, στην καρδιά της Ρωμιοσύνης ζη. Την διέσωσαν οι θρύλοι και η Ιστορία. Με την ελπίδα πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικιά μας θάναι, μεγαλώσανε και μεγαλώνουν πολλές γενεές...

Τελευταίος αυτοκράτορας είναι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, γεννημένος το 1405, την 9η Φεβρουαρίου, και είναι παιδί πολύτεκνης οικογενείας. Ο ίδιος παρά τους δυο γάμους του δεν ευτύχισε να αποκτήσει παιδιά. Οι δυο γυναίκες του πέθαναν πριν τεκνοποιήσουν. Το παρόν κείμενο σκοπό έχει να φέρει σε γνώση των αναγνωστών την ομιλία που εκφώνησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος λίγο πριν μεταβεί στην Αγία Σοφία για την τελευταία Θεία Λειτουργία με όλο το επιτελείο και τον απλό Λαό.

Το κείμενο της ομιλίας

«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και .....συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.

Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του.

Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας. Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη.

Μην δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια.

Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα.

Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν.

Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού. Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, που μόνο με τη φωνή και την όψη τους έτρεψαν σε φυγή μέγα πλήθος ρωμαϊκού ιππικού. Και αν είχαν τη δύναμη να τρέψουν σε φυγή ζώα χωρίς λογική, πόσο μάλλον εμείς που είμαστε κύριοι των ζώων· αυτοί που έρχονται να μας αντιπαραταχθούν σαν ζώα χωρίς λογική, είναι χειρότεροι απ’ αυτά. Τα δόρατά μας, οι ρομφαίες μας, τα τόξα μας και τα ακόντιά μας θα στραφούν εναντίον τους.

Και φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Ξέρετε καλά πως ο ασεβέστατος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά δικαιολογημένη αιτία, καταπάτησε την ειρήνη που είχαμε και αθέτησε τους πολλούς του όρκους χωρίς να λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικά εδώ έστησε οχυρό στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας βλάπτει κάθε μέρα.

Τα χωράφια μας, τους κήπους μας, τα οικογενειακά μας καταφύγια, τα σπίτια μας τα έχει κιόλας πυρπολήσει. Τους αδερφούς μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε, τους θανάτωσε και τους αιχμαλώτισε. Διέλυσε τη φιλία μας και έπιασε φιλίες με τους κατοίκους του Γαλατά, και αυτοί χαίρονται, μη γνωρίζοντας και αυτοί οι ταλαίπωροι το μύθο του παιδιού του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια και είπε “ω ανόητα ζώα” και τα λοιπά.

Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο.

Στράφηκε τότε στους Ενετούς, που στέκονταν προς τα δεξιά και μεταξύ των όλων είπε:

...εσείς που με τις αστραφτερές σας ρομφαίες θανατώσατε πολλές φορές πλήθος Αγαρηνών, και το αίμα τους έτρεξε από τα χέρια σας σαν ποτάμι, σας παρακαλώ σήμερα την πόλη τούτη, που βρίσκεται σε τόση συμφορά πολέμου, να την υπερασπιστείτε ολόψυχα. Γνωρίζετε πως πάντα την είχατε δεύτερη πατρίδα σας και μητέρα σας.

Κατόπιν, γυρίζοντας προς τα αριστερά, λέει στους Γενουάτες: «Ω Γενουάτες, αδερφοί εντιμότατοι, άντρες πολεμιστές και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, ξέρετε καλά και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν πάντοτε μόνο δική μου, αλλά και δική σας, για πολλές αιτίες. Εσείς μας βοηθήσατε πολλές φορές πρόθυμα, και με τη δική σας συνδρομή σώθηκε από τους Αγαρηνούς εχθρούς.

Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».

Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».

Εκείνο το βράδυ 28 προς 29 Μαΐου 1453 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια του Πατριάρχη και στη συνέχεια μετέβη στον στίβο του καθήκοντος, στη μάχη της υπεράσπισης της Ρωμιοσύνης. Αφού πολέμησε γενναία και την ώρα που ο τούρκος πολεμιστής ετοιμάζεται να του κόψει το κεφάλι αναφωνεί Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι.

Έπεσε στο πεδίο ης μάχης και του καθήκοντος και πέρασε στην Ιστορία με χρυσά γράμματα το όνομά του γραμμένο και στη συνείδηση της ρωμιοσύνης ως ο μαρμαρωμένος βασιλιάς που θα ξυπνήσει από άγγελο και θα εισέλθει τροπαιούχος και νικητής.







Ο Μωάμεθ προς τους στρατιώτες του...

Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας

Έχω την αίσθηση ότι είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε και με τον λόγο που εκφώνησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής προς τους στρατιώτες του και όχι μόνο με τον λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την απάντησή του προς τον Μωάμεθ. Χρήσιμα συμπεράσματα θα προκύψουν και για το σήμερα.

Τον λόγο του Μωάμεθ αντλούμε από το υπέροχο βιβλίο του μακαριστού Ακαδημαϊκού, π. Πρωθυπουργού και πολυγραφότατου ερευνητή και συγγραφέα Παναγιώτη Κανελόπουλου. Διαβάζουμε λοιπόν

Στὶς 28 Μαΐου, πλάϊ στὶς περιορισμένες πολεμικὲς ἐνέργειες καὶ τὶς μεγάλες προετοιμασίες, ἐκφωνήθηκαν καὶ δυὸ λόγοι ποὺ ἔχουν μεγάλη ἱστορικὴ σημασία. Εἶναι παλαιὰ συνήθεια ν' ἀπευθύνονται οἱ στρατηγοὶ στὸ στρατό τους πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη, προπάντων πρὶν ἀπὸ μιὰ μεγάλη μάχη ὅπου πρόκειται νὰ παιχθοῦν τὰ πάντα. Τὸ λόγο τοῦ Μωάμεθ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ το ἱστορικὸ ἔργο τοῦ Κριτόβουλου. Διαβάζω καὶ στ' ἀντίγραφα τῶν βιβλίων τοῦ Σφραντζῆ καὶ τοῦ Χαλκοκονδύλη τὸ λόγο τοῦ Μωάμεθ (ὁ Λαόνικος βάζει τὸ σουλτάνο ν' ἀπευθύνεται μονάχα στοὺς «νεήλυδας», δηλαδὴ στοὺς Γενίτσαρους)· ὡστόσο, ὁ Κριτόβουλος, ζώντας σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς Τούρκους, πρέπει νὰ πληροφορήθηκε καλύτερα τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου τοῦ σουλτάνου. Ὅσο γιὰ το λόγο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου, αὐτὸν μονάχα ὁ Σφραντζῆς ποὺ ἦταν πλάϊ του μποροῦσε νὰ μᾶς τὸν παραδώσει σωστά· καὶ τὄκαμε.

Ποιούς συγκέντρωσε ὁ Μωάμεθ γύρω του ἢ μπροστά του γιὰ νὰ τοὺς μιλήσει; Συγκέντρωσε ὅλους «τοὺς ἐν τέλει τε καὶ ἑκατόνταρχους καὶ πεντηκοντάρχους, τό τε ἄγημα τοῦ στρατοῦ καὶ τὴν περὶ αὐτὸν πᾶσαν ἴλην» (δηλαδή, ὅλους τοὺς Γενίτσαρους) «καὶ πρὸς τούτοις ναυάρχους τε καὶ τριηράρχους καὶ τὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντός». Καὶ εἶπε:

«Ἄνδρες φίλοι καὶ τοῦ παρόντος ἀγῶνος ἐμοὶ κοινωνοί, ἐγὼ ὑμᾶς ἐνθάδε ξυνεκάλεσα οὐ ῥᾳθυμίαν τινὰ καταγνοὺς ὑμῶν ἤ ἀμέλειαν ἐς τόδε τὸ ἔργον, οὐδ' ἵνα προθυμοτέρους ἐς τὸν παρόντα ἀγῶνα ποιήσω..., ἀλλ' ὥστε μόνον ἀναμνῆσαι, πρῶτον μὲν ὡς καὶ τὰ παρόντα ἀγαθά, ἅ ἔχετε, οὐ ῥᾳθυμοῦντες καὶ ἀμελοῦντες, ἀλλὰ καὶ σφόδρα πονοῦντες καὶ μετὰ μεγάλων ἀγώνων τε καὶ κινδύνων μεθ' ἡμῶν ἐκτήσασθε καὶ ἆθλα τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἀρετῆς καὶ ἀνδρίας ἔχετε μᾶλλον ἤ τύχης δῶρα· ἔπειτα δέ, ὡς καὶ τὰ νῦν τά τε προκείμενα ἆθλα διδάξαι ὑμᾶς ὅσα καὶ οἷά ἐστι, καὶ τὴν δόξαν ὁπόσην ἔχει μετὰ τοῦ κέρδους καὶ τιμήν, καὶ ἅμα ἵνα γνῶτε καλῶς ἐπὶ μεγίστοις ποιούμενον τὸν ἀγῶνα». Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες φράσεις τοῦ Μωάμεθ.

Δὲ μποροῦσε ν' ἀρχίσει ὁ Μωάμεθ τὸ λόγο του μὲ καλύτερο τρόπο. Οἱ πρῶτες αὐτὲς φράσεις δείχνουν καθαρὰ ὅτι ὁ νεαρὸς σουλτάνος, ποὺ μόλις εἶχε ὑπερβεῖ τὴν ἡλικία τοῦ ἐφήβου, γνώριζε καλὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὶς πρῶτες φράσεις του δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος σπουδαῖος· εἶπε ὅτι οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουγαν, εἶναι σπουδαῖοι· εἶπε ὅτι τοὺς ὑπενθυμίζει τὶς μεγάλες τους πράξεις, καὶ ὅτι ὅσα ἀγαθὰ κατέχουν εἶναι «ἆθλα» τῆς «ἀρετῆς» τους καὶ ὄχι τῆς «τύχης δῶρα». Καὶ πρόσθεσε ὅτι θὰ τοὺς διδάξει, δηλαδὴ θὰ τους πληροφορήσει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ τιμή, ἀλλὰ καὶ πόσο μεγάλα τὰ ὑλικὰ κέρδη, πού, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ ἐξασφαλίσουν. Καὶ τὰ ὀνόμασε τὰ κέρδη αὐτά:

«Πρῶτον μὲν γὰρ ὁ πλοῦτός τέ ἐστι πολὺς καὶ παντοδαπὸς ἐν τῇδε τῇ πόλει, ὁ μὲν ἐν τοῖς βασιλείοις, ὁ δὲ ἐν τοῖς οἲκοις τῶν δυνατῶν, ὁ δὲ ἐν τοῖς τῶν ἰδιωτῶν, ὁ δὲ καλλίων καὶ μείζων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀποκείμενος ἀναθημάτων καὶ κειμηλίων παντοίων ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κατασκευασμένων, λίθων τε τιμίων καὶ μαργάρων πολυτελῶν, ἐπίπλων τε ἄπειρόν τι χρῆμα λαμπρῶν, ἄνευ δὴ τῆς ἄλλης κατ' οἶκον κατασκευῆς καὶ περιουσίας· ὧν ἁπάντων ὑμεῖς ἔσεσθε κύριοι· ἔπειτα ἄνδρες ἀγαθοὶ πλεῖστοί τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ὧν οἱ μὲν δουλεύουσιν ὑμῖν, οἱ δὲ ἐς ἀπόδοσιν ἔσονται, γυναῖκες τε πλεῖσται καὶ κάλλισται, νέαι καὶ ἀγαθαὶ τὰς ὄψεις, καὶ παρθένοι πρὸς γάμον ὡραῖαι εὐγενεῖς τε καὶ ἐξ εὐγενῶν, καὶ ἀρρένων ὀφθαλμοῖς ἔτι καὶ νῦν ἄβατοι ἔνιαι τούτων καὶ πρὸς γάμους ὁρῶσαι ἐπιφανῶν καὶ μεγάλων ἀνδρῶν, ὧ αἱ μὲν ἔσονται ὑμῖν ἐς γυναῖκας, αἱ δὲ πρὸς θεραπείαν ἀρκέσουσιν, αἱ δὲ πρὸς ἀπόδοσιν, καὶ κερδανεῖτε κατὰ πολλὰ ἔς τε ἀπόλαυσιν ὁμοῦ καὶ θεραπείαν καὶ πλοῦτον· καὶ παῖδες ὁμοίως πλεῖστοι καὶ κάλλιστοι καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἔτι δὲ νεῶν τε κάλλη καὶ δημοσίων οἰκοδομημάτων, καὶ οἰκίαι λαμπραὶ καὶ παράδεισοι καὶ τοιαῦτα πολλὰ ἔς τε θέαν ὁμοῦ καὶ τέρψιν καὶ ἡδονὴν καὶ ἀπόλαυσιν ἱκανά. Καὶ τί δεῖ ταῦτα πάντα καταλέγοντα διατρίβειν; Πόλιν μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον, βασίλειόν τε τῶν πάλαι Ῥωμαίων, καὶ ἐς ἄκρον εὐδαιμονίας καὶ τύχης καὶ δόξης ἐλάσασαν, κεφαλήν τε γεγενημένην τῆς οἰκουμένης ἁπάσης δίδωμι νῦν ὑμῖν ἐς διαπραγήν τε καὶ λείαν, πλοῦτον ἄφθονον, ἄνδρας, γυναῖκας, παῖδας, πάντα τὸν ἄλλον αὐτῆς κόσμον καὶ τὴν κατασκευήν· ὧν ἁπάντων ἐμφορηθήσεσθε ὥσπερ ἐν εὐωχίᾳ λαμπρᾷ, καὶ ἐνευδαιμονήσετε τούτοις ὑμεῖς τε, καὶ τοῖς ὑμετέροις παισὶ πλοῦτον πολὺν καταλείψετε, κ α ὶ τ ο μ έ γ ι σ τ ο ν , ὅτι πόλιν τοιαύτην αἱρήσετε, ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην· καὶ δῆλον ὅτι ἐς ὅσον ἔδραμεν ἡ ταύτης ἡγεμονία καὶ δόξα, ἐς τοσοῦτον καὶ τὸ ὑμῶν κλέος ἀφίξεται τῆς ἀνδρίας καὶ τῆς ἀρετῆς, πόλιν τοιαύτην ἑλόντων ἐκ προσβολῆς. Καὶ σκοπεῖτε τίς εὐπραξία λαμπροτέρα ἤ τίς ἡδονὴ μείζων ἤ τὶς πλούτου περιουσία καλλίων ἤ ἥ μετὰ τιμῆς καὶ δόξης προσέσται ἡμῖν; Τὸ δὲ δὴ μεῖζον πάντων, ὅτι τὴν πόλιν ἐχθρῶς ἔχουσαν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀεὶ ἐπιφυομένην τοῖς ἡμετέροις κακοῖς καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσαν τὴν ἡμετέραν ἀρχὴν καθαιρήσομεν καὶ τοῦ λοιποῦ αὐτοί τε βέβαια ἕξομεν τὰ παρόντα ἀγαθά, καὶ ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ διάξομεν, ἀπαλλαγέντες ἐχθροῦ γειτονήματος, καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ θύραν ἀνοίξομεν».

Στὴν περικοπὴ αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Μωάμεθ καθρεπτίζεται ταὐτόχρονα τὸ βάθος τῆς ἀκόλαστης ὑλοφρόνησης καὶ τὸ ὕψος τῆς ἠθικῆς φιλοδοξίας τῶν ἀνδρῶν ποὺ τὸν ἄκουγαν. Βλέποντας ὁ σουλτάνος ὅτι, τόσες ἑβδομάδες, δὲν κατάφερνε ὁ ἀναρίθμητος στρατός του νὰ κυριεύσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀποφάσισε τὴν ὕστατη στιγμή, δηλαδὴ πρὶν τὴν μεγάλη ἐπίθεση, ν' ἀνέψει τὰ αἵματα τῶν ἀνδρῶν του, κηρύσσοντας ὅτι, ἄν πάρουν τὴ Βασιλεύουσα, θὰ μποροῦν τρεῖς ὁλόκληρες μέρες νὰ κάνουν ἐκεῖ μέσα ὅ,τι θέλουν («ἡμέραις τρισὶν ἡ πόλις πᾶσα ὑμῶν ἔσεται», τοὺς εἶπε σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Σφραντζῆ), νὰ λεηλατήσουν καὶ νὰ σκυλεύσουν τὰ πάντα, νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ ἱερὰ σκεύη τῶν ναῶν γιὰ τοὺς πιὸ ἀνίερους σκοπούς, ν' ἀτιμάσουν γυναῖκες, παρθένες καὶ ἀγόρια, νὰ βουτήξουν τὰ πόδια τους μέσ' στὰ ἱερώτερα πράγματα, σὰ νἄταν λάσπη καὶ ὅ,τι στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἱερό. Ἔπρεπε νὰ συγκινηθοῦν οἱ σάρκες τῶν ἀνδρῶν του γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συγκινηθεῖ καὶ ἡ ψυχή. Δὲν ὑπάρχει, βέβαια, ἀμφιβολία - θἄμουν Φαρισαῖος, ἄν ἔλεγα τὸ ἀντίθετο - ὅτι οἱ ἄνθρωποι (ἀκόμα καὶ οἱ Χριστινοί, ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστους) ἀγαποῦν τὴ σάρκα τους, ἀγαποῦν τὴν ὕλη, ποθοῦν διαρκῶς μεγαλύτερα ὑλικὰ ἀγαθά, προσδοκοῦν - ὅσο ζοῦν στὸν κόσμο - ν' ἀμειφθοῦν γιὰ τὸ μόχθο τους μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ ὁρατό, καὶ ὄχι μόνον ἠθικά. Δὲ λεηλάτησαν, τάχα, τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ Φράγκοι ποὺ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ποὺ ἔλεγαν ὅτι σκοπός τους ἦταν νὰ λυτρώσουν τοὺς ἱεροὺς τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀσεβῶν; Ὁ ταλαιπωρημένος πολεμιστὴς ζητάει, μετὰ τὴν νίκη, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ, ν' ἀρπάξει τὶς γυναῖκες ἐκείνων ποὺ νικήθηκαν, νὰ ξαπλώσει τὸ κορμί του σὲ ἀναπαυτικὸ κρεββάτι, πετώντας ἔξω τὸν ἄοπλο καὶ τρομαγμένο νοικοκύρη. Δὲν εἶναι οἱ Τοῦρκοι οἱ πρῶτοι ποὺ λεηλάτησαν μιὰ μεγάλη καὶ ὡραία πόλη. Κι ' αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες λεηλάτησαν τὴν Τροία. Ὡστόσο, θαρρῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει προηγούμενο ἑνὸς μεγάλου ἀρχηγοῦ ποὺ νὰ μίλησε τόσο ὠμά, ὅσο ὁ Μωάμεθ. Σὰ νὰ ντράπηκε, βέβαια, ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ὠμότητα τῶν λόγων του, πρόσθεσε ὅτι «τὸ μέγιστον» ποὺ θὰ κερδίσουν, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἡ τιμὴ ὅτι θἄχουν κυριεύσει τὴν πόλη, «ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην». Καὶ πρόσθεσε καὶ κάτι ἄλλο· εἶπε ὅτι τὸ «μεῖζον πάντων» (ἄρα, «μεῖζον» καὶ τοῦ «μεγίστου») εἶναι ὅτι θὰ πάψουν ἐπιτέλους νὰ γειτονεύουν μὲ μιὰ πόλη ποὺ ὅσοι τὴν κατοικοῦν εἶν' ἐχθροί τους, κ' ἔτσι θὰ ζήσουν στὸ μέλλον «ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ».

Προχωρώντας στὸ λόγο του, ποὺ ἡ ἀρχιτεκτονική του διάρθρωση εἶναι ἄρτια, προσπάθησε νὰ πείσει ὁ Μωάμεθ τοὺς ἂνδρες του ὅτι τὸ τεῖχος εἶναι «ῥαδίως... ἁλωτόν» : «ἡ μὲν τάφρος πᾶσα ἐχώσθη, τὸ δὲ κατὰ γῆν τεῖχος ἐν τρισὶ μέρεσι... κατήρριπται». Ὅσο γιὰ τοὺς ἄνδρες ποὺ ὑπερασπίζονταν τὴν Κωνσταντινούπολη, γι' αὐτοὺς εἶπε κάμποσα ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα:

«Τὰ δὲ τῶν ἀντιτεταγμένων ἡμῖν τί χρὴ καὶ λέγειν; Ἄνδρες γάρ εἰσι πάνυ ὀλίγοι καὶ οἱ πλείονες ἄοπλοι καὶ πολέμων ἄπειροι· ὡς γὰρ ἔχω πυνθάνεσθαι τῶν αὐτομόλων, μόλις φασὶ δύο ἤ τρεῖς ἄνδρες εἶναι τοὺς ἐν τῷ πύργῳ προμαχομένους καὶ ἑτέρους τοσούτους ἐν τῷ μεταπυργίῳ ὥστε ξυμβαίνειν ἕνα ἄνδρα προπολεμεῖν τε καὶ προμάχεσθαι τριῶν ἢ τεσσάρων ἐπάλξεων... Πῶς οὖν ἐς τοσοῦτον πλῆθος ἡμῶν ἀρκέσουσιν οὗτοι; καὶ μάλιστα ἡμῶν μὲν ἐκ διαδοχῆς ἀγωνιζομένων καὶ ἀεὶ νεαρῶν ἐπιόντων ἐς τὸ ἔργον, καὶ καιρὸν ἐχόντων καὶ ὕπνον αἱρεῖσθαι καὶ σῖτα καὶ ἀναπαύειν αὐτούς, αὐτῶν δὲ ἀδιακόπως τε καὶ ἐπιτεταμένως μαχομένων ἀεὶ καὶ μηδένα καιρὸν ἐχόντων ἢ ὕπνου ἢ σιτίου ἢ ποτοῦ ἢ ἀναπαύλης... Οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ κατερριμένου τείχους τῶν Ἰταλῶν τεταγμένοι» (στὸν τομέα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ), «εἰ καί τῳ δοκοῦσιν ἀπόμαχοι εἶναι καὶ ἱκανοὶ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνεσθαι, ὡς καλῶς τε ὡπλισμένοι καὶ πολέμων ἔμπειροι,..., ἀλλ' ἐμοὶ καὶ τὰ τούτων ἄπιστα δοκεῖ πάντη καὶ σφαλερά. Πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ ἐθελήσουσι νοῦν ἔχοντες ὑπὲρ ἀλλοτρίων ἀγαθῶν μάχεσθαι καὶ πονεῖν..., μηδὲν κερδαίνοντες αὐτοί· ἔπειτα ξύγκλυδές τέ εἰσι καὶ ἄλλοι ἄλλοθεν ξυνεληλυθόντες, ἐπὶ τὸ λαβεῖν βλέποντες μόνον καὶ ἀπελθεῖν σῶς, οὐκ ἐπὶ τὸ μαχόμενοι ἀποθανεῖν... Δείκνυται τοίνυν ἐξ ἁπάντων μεθ' ἡμῶν εἶναι τὴν νίκην καὶ τὴν πόλιν ἡμῖν ἁλωτήν... Γίνεσθε οὖν ἄνδρες ἀγαθοὶ αὐτοί τε ὑμεῖς, καὶ τοὺς μεθ' ὑμῶν πάντας παρακελεύεσθε ἀκολουθεῖν τε γενναίως ὑμῖν καὶ πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ ἐς τὸ ἔργον κεχρῆσθαι, νομίζοντας τοῦ καλῶς πολεμεῖν τρία εἶναι τὰ αἴτια, τό τε ἐθέλειν καὶ τὸ αἰσχύνεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι... Κἀγὼ δὲ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι τῷ ἔργῳ, μεθ' ὑμῶν τε ἀγωνιζόμενος καὶ τῶν ἑκάστῳ δρωμένων θεατής».

Μετὰ τὴ γενικὴ αὐτὴ προσλαλιά, ἀπευθύνθηκε ὁ Μωάμεθ εἰδικώτερα στοὺς ἀνώτατους ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου, διατυπώνοντας τὶς διαταγὲς καὶ κ' ἐπιθυμίες του. Κ' ἔκλεισε τὸ λόγο του, ἀποφεύγοντας τὰ μεγάλα λόγια καὶ τὶς φραστικὲς κωδωνοκρουσίες: «Ἀλλ' ἄπιτε πρὸς τὰς σκηνὰς καὶ τὰς τάξεις ὑμῶν ἀγαθῇ τύχῃ, καὶ δειπνοποιησάμενοι ἀναπαύεσθε».

Ὁ Σφραντζῆς γράφει ὅτι, μόλις ἔκλεισε ὁ Μωάμεθ τὸ στόμα του, ἀκούστηκε (καὶ τὴν ἄκουσε κι' ὁ ἴδιος) μιὰ φοβερὴ κραυγὴ ἀκροατῶν ἔλεγε: «ἀλλὰ ἀλλὰ· Μεεμέτη ῥεσοὺλ ἀλλά· τοῦτ' ἔστιν ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ ὁ Μουχαμέτης ὁ προφήτης αὐτοῦ».

Στη συνέχεια παραθέτουμε μια επιτομή της ομιλίας ,σε γλώσσα απλούστερη

«Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Πλούτο πού βρίσκεται στό παλάτι του βασιλιά, στά μέγαρα των πλούσιων αλλά καί στίς εκκλησίες καί στά μοναστήρια. Όλα τά ιερά κειμήλια πού είναι φτιαγμένα από χρυσό καί ασήμι, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι καί τά μαργαριτάρια, τά έπιπλα καί τά πολυτελή σπίτια θά γίνουν δικά σας.

Έπειτα ακολουθούν ακόμα ωραιότερα αγαθά. Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας γιά νά τά γευτείτε καί νά τά απολαύσετε, ενώ όσους αιχμαλώτους πιάσετε θά τούς έχετε ή δούλους ή θά τούς πουλήσετε γιά νά κερδίσετε καί άλλα χρήματα. Καί δέν είναι μόνο αυτά. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.

Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα.»

Προφανής είναι η διαφορά ανάμεσα στις ομιλίες των Παλαιολόγου και Μωάμεθ. Ο πρώτος προτάσσει ιδανικά την ελευθερία της πατρίδος και την Ορθοδοξία. Την υπεράσπιση των πατρογονικών εστιών ,την ιστορία και την προσφορά στον τόπο. Υπόσχεται στεφάνια στον ουρανό από τον Κύριο. Ο δεύτερος υπόσχεται πράγματα υλικά. Μόνο για το σώμα. Ηδονές και απολαύσεις γυναίκες και παιδιά. Πλιάτσικο , λεηλασίες και καταστροφές, βιασμούς και δουλεμπόριο ανθρώπων. Πρόκειται για σύγκρουση πνεύματος και ύλης.

Ο Θεός επέτρεψε να κυριευτεί η του Κωνσταντίνου Πόλις, η οποία φώλιασε στις καρδιές μας και ζεσταίνει την ελπίδα. Πάλι με χρόνους και καιρούς....




Μυργιώτης Παναγιώτης

Μαθηματικός




Πηγές Ελλήνων Φως Και chilonas.com

1 σχόλιο:

  1. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι.
    Και ο καιρός πλησιάζει, ίσως και να φτάνει.
    Ο Άγιος Κοσμάς και ο Άγιος Παΐσιος το λένε. Κι αυτοί ξέρουν.
    Εμείς πρέπει να είμαστε ενωμένοι και έχει ο Θεός.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο