Θωμάς Γκόρπας (1935-2003) Ποιητής |
H Αιτωλοακαρνανία, μία από τις ευφορότερες
λογοτεχνικά περιοχές της επικράτειας, έχει βαθιές πνευματικές καταβολές
και τη μεγαλύτερη ίσως πυκνότητα ποιητών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Ειδικότερα το Μεσολόγγι, ακένωτη δεξαμενή, τροφοδότησε τον Μινώταυρο του
κέντρου με πλειάδα ποιητών πρώτης γραμμής: Παλαμάς, Μαλακάσης,
Λιμπεράκης, Λαπαθιώτης, Γκόλφης, I. M. Παναγιωτόπουλος, Ζώτος.
Ισχυρός κρίκος αυτής της αλυσίδας είναι ο Θ. Γκόρπας.
Ισχυρός κρίκος αυτής της αλυσίδας είναι ο Θ. Γκόρπας.
Γεννήθηκε το
1935 που είναι και επίσημη γενέθλια χρονιά του ελληνικού υπερρεαλισμού
(εκδίδεται η «Υψικάμινος»), από τον οποίο -και με τον νόμο των
συμπτώσεων- δεν βγαίνει ανεπηρέαστος. O ίδιος έχει δική του υψικάμινο
που αφομοιώνει ετερόκλητο γλωσσικό μετάλλευμα παράγοντας το ιδιότυπο
έργο του. Νωρίς εξάλλου, ψημένος στην υψικάμινο της βιοπάλης, ζυμώθηκε
με τους καημούς της λιμνοθάλασσας, με τον ιδρώτα, το αλάτι των λαϊκών
στρωμάτων. Γέννημα θρέμμα της αλμυράς γης που εξέθρεψε τόσους ποιητές.
Από ένα τέτοιο υπέδαφος αρδευόταν ο πικρός κάποτε λυρισμός του το
υφάλμυρο χιούμορ, αλλά και η ευθύτητα, η έλλειψη επιτήδευσης.
Έχοντας αναπνεύσει παιδιόθεν το ιώδιο, την αδικία, την ομίχλη, την αχλή των θρύλων της πόλης του, είχε κληρονομήσει, συν τοις άλλοις, μια αίσθηση διαρκούς πολιορκίας και δυσφορίας. Το δικό του Μεσολόγγι δεν έχει έξοδο, διέξοδο από το δίχτυ της μετέπειτα Νοσταλγίας. Πλωτή πόλη, τον ακολουθεί παντού κι ας μην κατονομάζεται ρητά: «Εχει μια καρδιά κλειστή και μέσα ήλιος. / Και πίσω από τον ήλιο της βουνά γαλάζια γκρι. / Και πίσω από τα βουνά μια θάλασσα με κοράλλια. / Και πίσω από την θάλασσα των κοραλλιών η πόλη των εκπλήξεων. / Και πίσω από την πόλη των εκπλήξεων πάλι θάλασσα η θάλασσα...»
«Από το 1954 η Αθήνα για μένα και την ποίησή μου, είναι άλλη μια φορά το Μεσολόγγι», δήλωνε σε συνέντευξή του. Ανατροπέας εξ ιδιοσυγκρασίας, αντιδιανοούμενος εκ πεποιθήσεως, αντιεξουσιαστής από κούνια. Δέσμιος ίσως και υποσυνείδητα της ιδιαίτερης φόρτισης του βιβλικού του ονόματος. Ναι, ο Θωμάς πάντα αναδιφεί, αναθεωρεί, απιστεί. Πρωτοεμφανίζεται το 1957, με τη συλλογή «Σπασμένος καιρός». Τίτλος φορτισμένος, με συνωστισμό συνυποδηλώσεων. Στο επίθετο «σπασμένος» λανθάνει ίσως καρυωτακική καταγωγή: «έχω κάτι σπασμένα φτερά... O Γκόρπας, ωριμασμένος πρόωρα από τις συνθήκες, ξέροντας τι να κάνει αυτά τα φτερά, το ταξίδι του το έχει αρχίσει με την κατάληψη του δρόμου, μετατρέποντας την απαισιοδοξία σε μαχητική βελτιοδοξία.
Με την πρώτη του συλλογή οριοθετεί το χώρο που θα γεωργήσει σταθερά. Διευρύνει την αστική τοπιογραφία που εγκαινιάζει ο Καβάφης, μπολιάζοντάς την με την εμπειρία του εσωτερικού μετανάστη. Κατεβάζει την ποίηση από τη θαλπωρή του γραφείου στην «άσφαλτο» - η δεύτερη λέξη που κομίζει στην ποίηση. Στις επόμενες συλλογές πυκνώνουν οι κόμβοι και οι οδικές αρτηρίες με τον άξονα Ομόνοια-Πετράλωνα, το ποίημα Οδός Αχαρνών, την οδό Σταδίου, τη γωνία Πατησίων και Χέυδεν. Κορύφωσή του ο μεγάλος δρόμος του Μεσολογγιού. O Γκόρπας αδελφοποιεί τις δύο πόλεις σύροντας νοητό άξονα ανάμεσά τους τις μυθικές γραμμές των στίχων του. Με την εμφάνισή του, λοιπόν, αφήνει οδόσημα, άγουρος βάρδος της άγραφης εποποιίας των δρόμων, των ακατάσχετων παλιρροϊκών τους κυμάτων.
Στις επόμενες συλλογές του «Παλιές ειδήσεις» 1966, «Πανόραμα» 1975, «Στάσεις στο μέλλον» 1979, «Τα θεάματα» 1983, «Περνάει ο στρατός» 1983, αποκρυσταλλώνονται τα υφολογικά του γνωρίσματα και διευρύνεται η θεματική του. Σκιαγραφεί αδρά το ύφος μιας άλλης Ελλάδας, διασώζοντας θύλακες αυθεντικότητας, εικόνες μαγικές που αναδίδουν ιθαγένεια, με πολλά στοιχεία από εκείνη της μεταφυτευμένης υπαίθρου στον εξαστισμένο χώρο. Στιγμές ανόθευτες, μακράν του εξωραϊσμένου ελληνοκεντρισμού της γενιάς του '30. Μια Ελλάδα που προσπαθεί υπό την σκιά του αστυνομικού κράτους, να υπάρξει, να επουλώσει: «Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές, υπάρχουμε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς / σ' απίθανα σημεία της νύχτας»! Κανένας θαρρώ δεν περιέθαλπε επιμελέστερα τις πληγές της γενιάς του.
Η δραματικότητα εναλλάσσεται με την καυστικότητα, η βλαστήμια με την προσευχή. Κάποτε τα έξοχα λυρικά του ανοίγματα τα διαδέχονται άνισες ταλαντώσεις. O Γκόρπας λάκτιζε προς κέντρα, ιερά βέβηλα (πολιτικά, λογοτεχνικά). Συνήθης σκηνικός του χώρος ένα λαϊκότροπο περιβάλλον, ταπεινά ουζερί, μπαρ κ.ά. Σύγχρονος του Βιγιόν, προγενέστερος των μπιτ, προλαλήσας της περιώνυμης γενιάς του '70. Αθεράπευτος ιδαλγός και λάτρης λαϊκών ασμάτων (εγκιβωτίζει συχνά στίχους τους) αλλά και ωτακουστής «ρουμελιώτικων σκοτεινιασμένων μοιρολογιών» ίδρυσε τον παράδεισό του επί γης.
Στο μεταίχμιο των δεκαετιών '50-'60 -επισημαίνουν γλωσσολόγοι, κριτικοί, κοινωνιολόγοι- παρατηρείται στροφή και τομή στα γλωσσικά δρώμενα. Στις δρομολογήσεις αυτών των εξελίξεων παρών και ο Γκόρπας ανήκε στους πρωτεργάτες της ανανέωσης της ποιητικής γλώσσας. H συμβολή του έγκειται και στο ότι άνοιγε την πόρτα, εκτελωνίζοντας πλέον στην ποιητική επικράτεια πλήθος λέξεων, αδιανόητο στο προπολεμικό λεξιλόγιο, ενσωματώνοντας κατεξοχήν «αντιποιητικές» λέξεις, αγοραίες εκφράσεις, λαϊκές, της αργκό, βωμολοχίες. Και όχι χάριν πρόκλησης αλλά από ανάγκη επιτακτικής αμεσότητας και γνησιότητας. Διεύρυνε τα όρια της γλώσσας εντάσσοντας λειτουργικά στο ποιητικό σώμα «κακές» λέξεις, εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη αστική που μπορεί να εκφράσει πλέον πειστικότερα τις άμεσες κοινωνικές ανάγκες, την καταγγελία. Με τον Γκόρπα, η ποιητική γλώσσα ενηλικιώνεται έτι μάλλον καθώς πολιτογραφεί πληθώρα απόβλητων λέξεων, όρους της πραγματικότητας.
Αν ο Σινόπουλος ένας άνθρωπος που έρχεται συνέχεια από τον Πύργο (δεν αναφέρω τυχαία το όνομα, υπαινίσσομαι και εδώ συγγένειες βάθους), ο Γκόρπας ήταν ένα διαρκώς πολιορκημένο από καημούς και περιφρονημένο Μεσολόγγι. Λιμναίος, πλωτός, μετέωρος ανάμεσα σε δύο πόλεις - πόλους, που τις αδελφοποιεί να μην τον συνθλίψουν. Μεσολογγίτης, Μεσολογγεύς, Μεσολογγέας. Για να επιτονίσω περισσότερο με τη μανιάτικη κατάληξη την εμμονή του στην πόλη του.
Το Μεσολόγγι με το Μεγάλο Δρόμο του είναι η κεντρική αρτηρία που διέσχιζε την ποιητική ενδοχώρα του Γκόρπα. Έπος του ανοιχτού χώρου σε συνειδησιακή ροή. Θαρρείς πως από το πρώτο του κιόλας ποίημα «Οδός Αθηνάς», και όλα τα μέχρι τώρα ήταν προπόνηση, πιλοτικές ασκήσεις για να χαραχθεί ο Μεγάλος Δρόμος, όπου μνημειώνεται μοναδικά το αείροο παλιρροϊκό κύμα -οδός άνω και κάτω- της άστατης ανθρωποθάλασσας, όπου συνωστίζονται, αλληλοδιασταυρώνονται γενεές επί γενεών.
Έχοντας αναπνεύσει παιδιόθεν το ιώδιο, την αδικία, την ομίχλη, την αχλή των θρύλων της πόλης του, είχε κληρονομήσει, συν τοις άλλοις, μια αίσθηση διαρκούς πολιορκίας και δυσφορίας. Το δικό του Μεσολόγγι δεν έχει έξοδο, διέξοδο από το δίχτυ της μετέπειτα Νοσταλγίας. Πλωτή πόλη, τον ακολουθεί παντού κι ας μην κατονομάζεται ρητά: «Εχει μια καρδιά κλειστή και μέσα ήλιος. / Και πίσω από τον ήλιο της βουνά γαλάζια γκρι. / Και πίσω από τα βουνά μια θάλασσα με κοράλλια. / Και πίσω από την θάλασσα των κοραλλιών η πόλη των εκπλήξεων. / Και πίσω από την πόλη των εκπλήξεων πάλι θάλασσα η θάλασσα...»
«Από το 1954 η Αθήνα για μένα και την ποίησή μου, είναι άλλη μια φορά το Μεσολόγγι», δήλωνε σε συνέντευξή του. Ανατροπέας εξ ιδιοσυγκρασίας, αντιδιανοούμενος εκ πεποιθήσεως, αντιεξουσιαστής από κούνια. Δέσμιος ίσως και υποσυνείδητα της ιδιαίτερης φόρτισης του βιβλικού του ονόματος. Ναι, ο Θωμάς πάντα αναδιφεί, αναθεωρεί, απιστεί. Πρωτοεμφανίζεται το 1957, με τη συλλογή «Σπασμένος καιρός». Τίτλος φορτισμένος, με συνωστισμό συνυποδηλώσεων. Στο επίθετο «σπασμένος» λανθάνει ίσως καρυωτακική καταγωγή: «έχω κάτι σπασμένα φτερά... O Γκόρπας, ωριμασμένος πρόωρα από τις συνθήκες, ξέροντας τι να κάνει αυτά τα φτερά, το ταξίδι του το έχει αρχίσει με την κατάληψη του δρόμου, μετατρέποντας την απαισιοδοξία σε μαχητική βελτιοδοξία.
Με την πρώτη του συλλογή οριοθετεί το χώρο που θα γεωργήσει σταθερά. Διευρύνει την αστική τοπιογραφία που εγκαινιάζει ο Καβάφης, μπολιάζοντάς την με την εμπειρία του εσωτερικού μετανάστη. Κατεβάζει την ποίηση από τη θαλπωρή του γραφείου στην «άσφαλτο» - η δεύτερη λέξη που κομίζει στην ποίηση. Στις επόμενες συλλογές πυκνώνουν οι κόμβοι και οι οδικές αρτηρίες με τον άξονα Ομόνοια-Πετράλωνα, το ποίημα Οδός Αχαρνών, την οδό Σταδίου, τη γωνία Πατησίων και Χέυδεν. Κορύφωσή του ο μεγάλος δρόμος του Μεσολογγιού. O Γκόρπας αδελφοποιεί τις δύο πόλεις σύροντας νοητό άξονα ανάμεσά τους τις μυθικές γραμμές των στίχων του. Με την εμφάνισή του, λοιπόν, αφήνει οδόσημα, άγουρος βάρδος της άγραφης εποποιίας των δρόμων, των ακατάσχετων παλιρροϊκών τους κυμάτων.
Στις επόμενες συλλογές του «Παλιές ειδήσεις» 1966, «Πανόραμα» 1975, «Στάσεις στο μέλλον» 1979, «Τα θεάματα» 1983, «Περνάει ο στρατός» 1983, αποκρυσταλλώνονται τα υφολογικά του γνωρίσματα και διευρύνεται η θεματική του. Σκιαγραφεί αδρά το ύφος μιας άλλης Ελλάδας, διασώζοντας θύλακες αυθεντικότητας, εικόνες μαγικές που αναδίδουν ιθαγένεια, με πολλά στοιχεία από εκείνη της μεταφυτευμένης υπαίθρου στον εξαστισμένο χώρο. Στιγμές ανόθευτες, μακράν του εξωραϊσμένου ελληνοκεντρισμού της γενιάς του '30. Μια Ελλάδα που προσπαθεί υπό την σκιά του αστυνομικού κράτους, να υπάρξει, να επουλώσει: «Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές, υπάρχουμε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς / σ' απίθανα σημεία της νύχτας»! Κανένας θαρρώ δεν περιέθαλπε επιμελέστερα τις πληγές της γενιάς του.
Η δραματικότητα εναλλάσσεται με την καυστικότητα, η βλαστήμια με την προσευχή. Κάποτε τα έξοχα λυρικά του ανοίγματα τα διαδέχονται άνισες ταλαντώσεις. O Γκόρπας λάκτιζε προς κέντρα, ιερά βέβηλα (πολιτικά, λογοτεχνικά). Συνήθης σκηνικός του χώρος ένα λαϊκότροπο περιβάλλον, ταπεινά ουζερί, μπαρ κ.ά. Σύγχρονος του Βιγιόν, προγενέστερος των μπιτ, προλαλήσας της περιώνυμης γενιάς του '70. Αθεράπευτος ιδαλγός και λάτρης λαϊκών ασμάτων (εγκιβωτίζει συχνά στίχους τους) αλλά και ωτακουστής «ρουμελιώτικων σκοτεινιασμένων μοιρολογιών» ίδρυσε τον παράδεισό του επί γης.
Στο μεταίχμιο των δεκαετιών '50-'60 -επισημαίνουν γλωσσολόγοι, κριτικοί, κοινωνιολόγοι- παρατηρείται στροφή και τομή στα γλωσσικά δρώμενα. Στις δρομολογήσεις αυτών των εξελίξεων παρών και ο Γκόρπας ανήκε στους πρωτεργάτες της ανανέωσης της ποιητικής γλώσσας. H συμβολή του έγκειται και στο ότι άνοιγε την πόρτα, εκτελωνίζοντας πλέον στην ποιητική επικράτεια πλήθος λέξεων, αδιανόητο στο προπολεμικό λεξιλόγιο, ενσωματώνοντας κατεξοχήν «αντιποιητικές» λέξεις, αγοραίες εκφράσεις, λαϊκές, της αργκό, βωμολοχίες. Και όχι χάριν πρόκλησης αλλά από ανάγκη επιτακτικής αμεσότητας και γνησιότητας. Διεύρυνε τα όρια της γλώσσας εντάσσοντας λειτουργικά στο ποιητικό σώμα «κακές» λέξεις, εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη αστική που μπορεί να εκφράσει πλέον πειστικότερα τις άμεσες κοινωνικές ανάγκες, την καταγγελία. Με τον Γκόρπα, η ποιητική γλώσσα ενηλικιώνεται έτι μάλλον καθώς πολιτογραφεί πληθώρα απόβλητων λέξεων, όρους της πραγματικότητας.
Αν ο Σινόπουλος ένας άνθρωπος που έρχεται συνέχεια από τον Πύργο (δεν αναφέρω τυχαία το όνομα, υπαινίσσομαι και εδώ συγγένειες βάθους), ο Γκόρπας ήταν ένα διαρκώς πολιορκημένο από καημούς και περιφρονημένο Μεσολόγγι. Λιμναίος, πλωτός, μετέωρος ανάμεσα σε δύο πόλεις - πόλους, που τις αδελφοποιεί να μην τον συνθλίψουν. Μεσολογγίτης, Μεσολογγεύς, Μεσολογγέας. Για να επιτονίσω περισσότερο με τη μανιάτικη κατάληξη την εμμονή του στην πόλη του.
Το Μεσολόγγι με το Μεγάλο Δρόμο του είναι η κεντρική αρτηρία που διέσχιζε την ποιητική ενδοχώρα του Γκόρπα. Έπος του ανοιχτού χώρου σε συνειδησιακή ροή. Θαρρείς πως από το πρώτο του κιόλας ποίημα «Οδός Αθηνάς», και όλα τα μέχρι τώρα ήταν προπόνηση, πιλοτικές ασκήσεις για να χαραχθεί ο Μεγάλος Δρόμος, όπου μνημειώνεται μοναδικά το αείροο παλιρροϊκό κύμα -οδός άνω και κάτω- της άστατης ανθρωποθάλασσας, όπου συνωστίζονται, αλληλοδιασταυρώνονται γενεές επί γενεών.
Μια μνημονική
ταινία που έχει διασώσει τη στρωματογραφία, ίχνη επί ιχνών, αγωνιστών,
εργατών, μπακαλόγατων, παρακατιανών, κοριτσιών, πληθυσμιακός
καταιονισμός όλων των εποχών, μοναδική ανθρώπινη τοιχογραφία-λιτανεία:
«Μεγάλε Δρόμε σπαραγμέ παγιδευμένη νιότη ορυχείο κομμένο απ' το φως /
Μεγάλε Δρόμε σπαραγμέ... σου χαρίσαμε αναστεναγμούς πουλιά και λόγια
τρυφερά φλογερά φλογερά την καρδιά μας επί πίνακι».
Η λέξη Δρόμος με το βαρύ σημασιακό της φορτίο είναι μια άλλη λέξη - σήμα που κομίζει στην ποίηση ο Γκόρπας, ανοίγοντας δρόμους στην έκφραση και χρωματίζοντας τη γλώσσα.
Η ποίηση λένε είναι σαν το ποτάμι, δεν τελειώνει, συνεχίζεται μέσα μας. Και ο Θωμάς Γκόρπας είχε στιγμές από θυμωμένο Αχελώο.
Η λέξη Δρόμος με το βαρύ σημασιακό της φορτίο είναι μια άλλη λέξη - σήμα που κομίζει στην ποίηση ο Γκόρπας, ανοίγοντας δρόμους στην έκφραση και χρωματίζοντας τη γλώσσα.
Η ποίηση λένε είναι σαν το ποτάμι, δεν τελειώνει, συνεχίζεται μέσα μας. Και ο Θωμάς Γκόρπας είχε στιγμές από θυμωμένο Αχελώο.
Πέθανε στην Αθήνα την Πρωταπριλιά του 2003.
Του Γιάννη Κουβαρά
πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο