Ήταν 23 Νοεμβρίου του 1981, ο πρώτος μήνας της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, όταν θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα 297/1982 (11 Ιανουαρίου του 1982) το μονοτονικό σύστημα ορθογραφίας, τόσο στη διοίκηση όσο και στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με αυτό καταργούνται τα δυο πνεύματα (ψιλή και δασεία, όσοι δεν τα θυμούνται) και οι δυο από τους τρεις ΕΠΙΣΗΜΟΥΣ τόνους, στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνταν μόνο δυο (περισπωμένη και βαρεία λέγονταν οι τόνοι που καταργήθηκαν). Έτσι, το μόνο τονικό σημάδι παραμένει η ΟΞΕΙΑ.
Σε κάθε λέξη που έχει δυο ή περισσότερες συλλαβές υπάρχει μια συλλαβή που προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Πάνω από φωνήεν της συλλαβής που τονίζεται βάζουμε ένα σημάδι, που λέγεται ΤΟΝΟΣ. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα. Σε μια λέξη που κλίνεται ο τόνος δε μένει πάντα στην ίδια συλλαβή.
Σε κάθε λέξη που έχει δυο ή περισσότερες συλλαβές υπάρχει μια συλλαβή που προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Πάνω από φωνήεν της συλλαβής που τονίζεται βάζουμε ένα σημάδι, που λέγεται ΤΟΝΟΣ. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα. Σε μια λέξη που κλίνεται ο τόνος δε μένει πάντα στην ίδια συλλαβή.
Ποιες είναι όμως οι παρενέργειες που δημιουργούνται από την εφαρμογή του σημερινού «μονοτονικού» συστήματος;
Δημιουργεί πρόβλημα στη μελέτη του ποιητικού ρυθμού (παραδοσιακή «μετρική»), ο οποίος, ως γνωστόν, στηρίζεται στην εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών. Κάθε φορά που κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τη μετρική, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του άλλους (τους ορθούς) κανόνες τονισμού, διαφορετικούς από αυτούς που χρησιμοποιεί στη γραφή.
Εξαιτίας της αδυναμίας του συστήματος να καλύψει κάθε πιθανή περίπτωση (για να μη γεμίσει με εξαιρέσεις) προβαίνει άθελά-του σε γλωσσική ρύθμιση. (Πού γίνεται, για παράδειγμα, διάκριση ανάμεσα στο ερωτηματικό «τί» και το σπάνιο αιτιολογικό «τι»; Προφανώς ο γλωσσικός νομοθέτης θεώρησε πως δεν είναι σκόπιμο να προσθέσει μία ακόμα διάκριση για έναν τύπο τόσο σπάνιο όσο το αιτιολογικό «τι». Στην ουσία, δηλαδή, επέλεξε να το αποσιωπήσει. Απο πού άντλησε όμως αυτό το δικαίωμα;)
Δεν επιτρέπει στο γραπτό λόγο να αποδοθεί με τη φυσικότητα που θα μπορούσε, αν οι χρήστες της γραφής χειρίζονταν με άνεση τους κανόνες τονισμού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που αφορά τα λεγόμενα «πάθη των φωνηέντων» («έκθλιψη», «αφαίρεση» κλπ.). Επειδή ο μέσος χρήστης της γραφής πολύ δύσκολα κατανοεί, θυμάται και χρησιμοποιεί τους προβλεπόμενους κανόνες, προτιμά να γράφει τις λέξεις χωρίς τα επισυμβαίνοντα πάθη, με αποτέλεσμα καμιά φορά να δημιουργούνται ακόμα και ενοχλητικές χασμωδίες.
Σε κάθε όμως περίπτωση, πάντως, η κατάργηση του πολυτονικού συστήματος υπήρξε θετική εξέλιξη για τη γλώσσα μας, αφού μας απάλλαξε από το πλήθος των δύσκολων και πολλές φορές αντιεπιστημονικών κανόνων τονισμού.
Η μεταρρύθμιση ασφαλώς δημιούργησε κάποια προβλήματα, αλλά αυτά εντοπίζονται κυρίως στον χώρο εκείνων που δεν ήταν συνηθισμένοι στη χρήση της δημοτικής.
Το πολυτονικό και η ιστορία του
Ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα του 20ου και του 19ου αιώνα ήταν το θέμα του πολυτονικού συστήματος
Το πολυτονικό σύστημα (βαρεία, δασεία, οξεία, περισπωμένη, υπογεγραμμένη, ψιλή), δηλαδή τα τρία τονικά σημάδια και τα δύο πνεύματα επινοήθηκαν από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο γύρω στα 200 π.Χ, για να βοηθήσει τους ξένους μελετητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας να την διαβάζουν και να την προφέρουν σωστά, καθώς η αρχαία ελληνική προφορά ήταν μουσική και τονική, δηλαδή τα φωνήεντα προφέρονταν πολύ διαφορετικά απ' ότι προφέρονται στη γλώσσα μας. Δεν έγινε για την απόδοση της νέας (κοινής) ελληνικής γλώσσας, αλλά για τα αρχαία Ελληνικά.
Οι βυζαντινοί μελετητές, γύρω στα 800-850 μ.Χ, όταν και γενικεύτηκε η χρήση των πεζών γραμμάτων (μικρογράμματη γραφή), θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν το τονικό σύστημα του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, το οποίο όμως δεν είχε πρακτική σημασία για τα βυζαντινά και νέα Ελληνικά. Οι Νεοέλληνες κληρονόμησαν το πολυτονικό σύστημα από τους Βυζαντινούς και για πολλά χρόνια (δυστυχώς ακόμη και σήμερα) αρκετοί θεωρούν τη χρήση του επιβεβλημένη για τη σωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας, θεωρώντας την θέμα εθνικό και γοήτρου, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας το γεγονός ότι όχι μόνο είναι περιττό, αλλά και δαπανηρό για την απόδοση της νέας ελληνικής γλώσσας. Η σκέψη για κατάργησή του άρχισε από τα την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, αλλά δεν γενικεύτηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου και ερχόταν αρωγός στο άλλο μείζον θέμα, την κατάργηση της καθαρεύουσας και την υιοθέτηση της δημοτικής.
Πολλές διαμάχες και διαξιφισμοί έγιναν για τα δύο αυτά θέματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφορα κινήματα, και ο κόσμος να αρχίσει να διαμορφώνει άποψη. Στο τέλος, φαίνεται ότι το πολυτονικό σύστημα είχε περισσότερη «δύναμη» από την καθαρεύουσα, γιατί ενώ η καθαρεύουσα καταργήθηκε το 1976, το πολυτονικό καταργήθηκε το 1982, με το Π.Δ 207/1982. Όμως, ακόμη και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, πολλοί συγγραφείς και φορείς εκδίδουν συγγράμματα στο πολυτονικό σύστημα και (ακόμη χειρότερα) στην καθαρεύουσα.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία.
Η δασεία (spiritus asper), ένα από τα δύο πνεύματα της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, ήταν τοποθετημένη σε περίπου το 5 με 10 % του συνόλου των λέξεων της αρχαίας, ελληνιστικής (κοινής), βυζαντινής, μεσαιωνικής, καθαρεύουσας, νέας και δημοτικής Ελληνικής γλώσσας, δηλώνοντας την εκβολή μικρού ποσού αέρα, μιας άχνας (τουλάχιστον στην αρχαιοελληνική ομιλία) μαζί με το συνοδευτικό ήχο του γράμματος, παρόμοιο με το λατινικό h (χ)· σε μερικές, όμως περιπτώσεις, αντί του h προφερόταν ένα θολό σ ή ένα θολό β, κατάλοιπο του αρχαιοελληνικού, φοινικικής προέλευσης, F (δίγαμμα)· παραδείγματα λέξεων είναι το hαίμα -αίμα, το σερπετόν - ερπετό και το Fορώ - ορώ (βλέπω).
Η δασεία έμπαινε (εκεί όπου χρειαζόταν) πάνω από όλά τα φωνήεντα (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) και τα δίψηφα φωνήεντα ή διφθόγγους (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, ου, υι), αλλά και (πάντοτε) πάνω από το ρ. Η πλειοψηφία των δασυνόμενων λέξεων προφερόταν με ένα ευκρινώς διακρινόμενο h, πράγμα το οποίο οι Ρωμαίοι δεν αγνόησαν, συμπεριλαμβάνοντάς το στις λέξεις ελληνικής προέλευσης που ενσωμάτωσαν στη γλώσσα τους. Έτσι, αφού μέσα από τα λατινικά έχουν περάσει χιλιάδες ελληνικές λέξεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, στα αγγλικά θα γράψουμε Hades, ενώ όταν θα αναφερθούμε σε κάτι που έχει σχέση με το αίμα, θα χρησιμοποιήσουμε το πρόθεμα hema- ή haema-. Ο λόγος για τον οποίο το ρ παίρνει πάντοτε δασεία είναι γιατί, ως ινδοευρωπαϊκός φθόγγος που είναι υγρός, αποτελεί σύμφωνο με φωνηεντικές ιδιότητες, το οποίο μπορεί να ονομαστεί και συλλαβικό ρ (σερβοκροατικό Srbija).
Η προφορά του F (δίγαμμα), αν και σιγήθηκε στις αχαϊκές, δωρικές και ιωνικές διαλέκτους, μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.Χ, διατηρήθηκε στην αττική διάλεκτο μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ, έτσι πολλές δασυνόμενες λέξεις που παλαιότερα προφέρονταν με το h προφέρονταν από τους Αθηναίους με το F (Hέλενα, Fέλενα). Στο δίγαμμα οφείλεται και η δάσυνση του ρ. Λέξεις που αρχίζουν από ρ και γίνονται δεύτερο συνθετικό λέξης, διπλασιάζουν το ρ (αναδιπλασιασμός), και στο πρώτο ρ μπαίνει ψιλή, ενώ στο δεύτερο μπαίνει δασεία (Καλλιρρόη - Callirrhoe). Ακριβώς λόγω του διπλού ρ, που μοιάζει με τον ήχο που παράγει ο σκύλος όταν είναι θυμωμένος, οι Λατίνοι γραμματικοί ονόμαζαν το ρ littera canina (σκυλίσιο γράμμα).
Στο γραπτό λόγο των Αττικών το Η δήλωνε την ύπαρξη του δασέως πνεύματος, κατέχοντας την όγδοη θέση στο αττικό αλφάβητο, προερχόμενο από το φοινικικό αλφάβητο (het), ενώ στους υπόλοιπους Έλληνες δήλωνε το μακρό ε (εε), το οποίο με την πάροδο του χρόνου πήρε τη σημερινή του έννοια, του η· δηλαδή το η είναι στην ουσία δύο ε. Με την υιοθέτηση το 403 π.Χ. του αλφαβήτου της Μιλήτου από όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων και των Αττικών, προέκυψαν τεράστια προβλήματα και δυσκολίες για τους Αθηναίους, που διατηρούσαν το δασύ πνεύμα - δηλώνοντάς το με το γράμμα Η, που τώρα σήμαινε κάτι άλλο, έτσι μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. κατάφεραν να το σιγήσουν.
Μέχρι, όμως, να το σιγήσουν, κατέφυγαν σε μια άλλη λύση, τη διχοτόμηση του Η, όπως είχαν κάνει και οι Μεγαλοελλαδίτες, με το αριστερό τμήμα να αντιπροσωπεύει τη δασεία, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι και τον 9ο αιώνα μ.Χ, αναβιωμένο από το σύστημα τονισμού του Αριστοφάνη του Βυζάντιου. Τον 9ο αιώνα μ.Χ, με τη γενίκευση της χρήσης της μικρογράμματης γραφής, το δασύ πνεύμα πήρε τη μορφή του αριστερού πάνω τεταρτημορίου του Η, αλλά τον 11ο αιώνα, μαζί με διάφορες άλλες αισθητικές αλλαγές στο γραπτό λόγο των Βυζαντινών, πήρε το γνωστό (') στρογγυλοποιημένο σχήμα. Το 1982, σε μια ριζική προσπάθεια απλοποίησης της Ελληνικής γλώσσας, καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, που καταργούσε, ανάμεσα σε άλλα, και τα δύο πνεύματα. Έτσι, σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον η δασεία στη γλώσσα μας.
Η γνώση των δασυνόμενων λέξεων στα Ελληνικά σήμερα έχει περισσότερο έμμεση, παρά άμεση σημασία, καθώς η μόνη πρακτική σημασία που έχει η γνώση τους είναι, για σκοπούς κατανόησης, η τροπή των ψιλών συμφώνων (κ, π, τ) στα δασέα αντίστοιχά τους (χ, φ, θ) όταν αποτελούν την κατάληξη πρώτου συνθετικού με δεύτερο συνθετικό λέξη που δασύνεται. [καχεκτικός< κακό + έκτης < έξω (δασυνόμενος μέλλοντας του έχω)/ υφιστάμενος< υπό + υφίσταμαι/ ανθυπολοχαγός< αντί + υπό + λοχαγός]. Η άλλη του πρακτική χρήση είναι η ερμηνευτική διευκόλυνση λέξεων που θα μεταφράσουμε από τα ελληνικά σε ξένες γλώσσες και αντίστροφα. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, θα γράψουμε Hades, επειδή δασυνόταν.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία
Η δίκη των τόνων
Μισόν αιώνα περίπου πριν, το 1943, η κατάργηση των πνευμάτων και ο περιορισμός των τονικών σημείων σε πανεπιστημιακά συγγράμματα του καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή είχε οδηγήσει στην πειθαρχική δίωξή του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γνωστή ως Δίκη των Τόνων
Ήταν η γκάφα του αιώνα στο γλωσσικό; Έτος 1942, μες στη γερμανική Κατοχή, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής του Αθήνησι στέλνουν στο πειθαρχικό έναν συνάδελφό τους, τον Ι. Θ. Κακριδή, επειδή τύπωσε το βιβλίο του με μονοτονικό. Το μονοτονικό ήταν, βέβαια, το πρόσχημα, σε εποχή όπου τα πράγματα ήταν πιο καθαρά στο μέτωπο το γλωσσικό, ποιες δηλαδή οι προοδευτικές και ποιες οι αντιδραστικές δυνάμεις. Στο πειθαρχικό το κατηγορητήριο ουσιαστικά κατέρρευσε, ενώ η ποινή, δύο μήνες προσωρινή απόλυση, ήταν μηδαμινή, σε σχέση με τα όνειρα για εξόντωση που έπλαθαν οι διώκτες του Κακριδή. Ας τους θυμηθούμε, όσους υπέγραψαν την παραπομπή, με το όνομά τους αναπόφευκτα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι που να μη γίνεται διάκριση ανάμεσα στους πρωτοστάτες και τους μετριοπαθέστερους: Φαίδων Κουκουλές, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Ερρίκος Σκάσσης, Εμμανουήλ Πεζόπουλος, Αντώνιος Χατζής, Γεώργιος Σακελλαρίου, Γεώργιος Π. Οικονόμος, Νικόλαος Βλάχος, Αναστάσιος Ορλάνδος, Χρ. Καπνουκάγιας, Σπυρ. Μαρινάτος, Απ. Δασκαλάκης, Διον. Ζακυθηνός. Είχαν μειοψηφήσει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος και ο Σωκράτης Κουγέας.
πηγη: kairatos.com.gr
Δημιουργεί πρόβλημα στη μελέτη του ποιητικού ρυθμού (παραδοσιακή «μετρική»), ο οποίος, ως γνωστόν, στηρίζεται στην εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών. Κάθε φορά που κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τη μετρική, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του άλλους (τους ορθούς) κανόνες τονισμού, διαφορετικούς από αυτούς που χρησιμοποιεί στη γραφή.
Εξαιτίας της αδυναμίας του συστήματος να καλύψει κάθε πιθανή περίπτωση (για να μη γεμίσει με εξαιρέσεις) προβαίνει άθελά-του σε γλωσσική ρύθμιση. (Πού γίνεται, για παράδειγμα, διάκριση ανάμεσα στο ερωτηματικό «τί» και το σπάνιο αιτιολογικό «τι»; Προφανώς ο γλωσσικός νομοθέτης θεώρησε πως δεν είναι σκόπιμο να προσθέσει μία ακόμα διάκριση για έναν τύπο τόσο σπάνιο όσο το αιτιολογικό «τι». Στην ουσία, δηλαδή, επέλεξε να το αποσιωπήσει. Απο πού άντλησε όμως αυτό το δικαίωμα;)
Δεν επιτρέπει στο γραπτό λόγο να αποδοθεί με τη φυσικότητα που θα μπορούσε, αν οι χρήστες της γραφής χειρίζονταν με άνεση τους κανόνες τονισμού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που αφορά τα λεγόμενα «πάθη των φωνηέντων» («έκθλιψη», «αφαίρεση» κλπ.). Επειδή ο μέσος χρήστης της γραφής πολύ δύσκολα κατανοεί, θυμάται και χρησιμοποιεί τους προβλεπόμενους κανόνες, προτιμά να γράφει τις λέξεις χωρίς τα επισυμβαίνοντα πάθη, με αποτέλεσμα καμιά φορά να δημιουργούνται ακόμα και ενοχλητικές χασμωδίες.
Σε κάθε όμως περίπτωση, πάντως, η κατάργηση του πολυτονικού συστήματος υπήρξε θετική εξέλιξη για τη γλώσσα μας, αφού μας απάλλαξε από το πλήθος των δύσκολων και πολλές φορές αντιεπιστημονικών κανόνων τονισμού.
Η μεταρρύθμιση ασφαλώς δημιούργησε κάποια προβλήματα, αλλά αυτά εντοπίζονται κυρίως στον χώρο εκείνων που δεν ήταν συνηθισμένοι στη χρήση της δημοτικής.
Το πολυτονικό και η ιστορία του
Ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα του 20ου και του 19ου αιώνα ήταν το θέμα του πολυτονικού συστήματος
Το πολυτονικό σύστημα (βαρεία, δασεία, οξεία, περισπωμένη, υπογεγραμμένη, ψιλή), δηλαδή τα τρία τονικά σημάδια και τα δύο πνεύματα επινοήθηκαν από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο γύρω στα 200 π.Χ, για να βοηθήσει τους ξένους μελετητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας να την διαβάζουν και να την προφέρουν σωστά, καθώς η αρχαία ελληνική προφορά ήταν μουσική και τονική, δηλαδή τα φωνήεντα προφέρονταν πολύ διαφορετικά απ' ότι προφέρονται στη γλώσσα μας. Δεν έγινε για την απόδοση της νέας (κοινής) ελληνικής γλώσσας, αλλά για τα αρχαία Ελληνικά.
Οι βυζαντινοί μελετητές, γύρω στα 800-850 μ.Χ, όταν και γενικεύτηκε η χρήση των πεζών γραμμάτων (μικρογράμματη γραφή), θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν το τονικό σύστημα του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, το οποίο όμως δεν είχε πρακτική σημασία για τα βυζαντινά και νέα Ελληνικά. Οι Νεοέλληνες κληρονόμησαν το πολυτονικό σύστημα από τους Βυζαντινούς και για πολλά χρόνια (δυστυχώς ακόμη και σήμερα) αρκετοί θεωρούν τη χρήση του επιβεβλημένη για τη σωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας, θεωρώντας την θέμα εθνικό και γοήτρου, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας το γεγονός ότι όχι μόνο είναι περιττό, αλλά και δαπανηρό για την απόδοση της νέας ελληνικής γλώσσας. Η σκέψη για κατάργησή του άρχισε από τα την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, αλλά δεν γενικεύτηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου και ερχόταν αρωγός στο άλλο μείζον θέμα, την κατάργηση της καθαρεύουσας και την υιοθέτηση της δημοτικής.
Πολλές διαμάχες και διαξιφισμοί έγιναν για τα δύο αυτά θέματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφορα κινήματα, και ο κόσμος να αρχίσει να διαμορφώνει άποψη. Στο τέλος, φαίνεται ότι το πολυτονικό σύστημα είχε περισσότερη «δύναμη» από την καθαρεύουσα, γιατί ενώ η καθαρεύουσα καταργήθηκε το 1976, το πολυτονικό καταργήθηκε το 1982, με το Π.Δ 207/1982. Όμως, ακόμη και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, πολλοί συγγραφείς και φορείς εκδίδουν συγγράμματα στο πολυτονικό σύστημα και (ακόμη χειρότερα) στην καθαρεύουσα.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία.
Η δασεία (spiritus asper), ένα από τα δύο πνεύματα της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, ήταν τοποθετημένη σε περίπου το 5 με 10 % του συνόλου των λέξεων της αρχαίας, ελληνιστικής (κοινής), βυζαντινής, μεσαιωνικής, καθαρεύουσας, νέας και δημοτικής Ελληνικής γλώσσας, δηλώνοντας την εκβολή μικρού ποσού αέρα, μιας άχνας (τουλάχιστον στην αρχαιοελληνική ομιλία) μαζί με το συνοδευτικό ήχο του γράμματος, παρόμοιο με το λατινικό h (χ)· σε μερικές, όμως περιπτώσεις, αντί του h προφερόταν ένα θολό σ ή ένα θολό β, κατάλοιπο του αρχαιοελληνικού, φοινικικής προέλευσης, F (δίγαμμα)· παραδείγματα λέξεων είναι το hαίμα -αίμα, το σερπετόν - ερπετό και το Fορώ - ορώ (βλέπω).
Η δασεία έμπαινε (εκεί όπου χρειαζόταν) πάνω από όλά τα φωνήεντα (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) και τα δίψηφα φωνήεντα ή διφθόγγους (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, ου, υι), αλλά και (πάντοτε) πάνω από το ρ. Η πλειοψηφία των δασυνόμενων λέξεων προφερόταν με ένα ευκρινώς διακρινόμενο h, πράγμα το οποίο οι Ρωμαίοι δεν αγνόησαν, συμπεριλαμβάνοντάς το στις λέξεις ελληνικής προέλευσης που ενσωμάτωσαν στη γλώσσα τους. Έτσι, αφού μέσα από τα λατινικά έχουν περάσει χιλιάδες ελληνικές λέξεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, στα αγγλικά θα γράψουμε Hades, ενώ όταν θα αναφερθούμε σε κάτι που έχει σχέση με το αίμα, θα χρησιμοποιήσουμε το πρόθεμα hema- ή haema-. Ο λόγος για τον οποίο το ρ παίρνει πάντοτε δασεία είναι γιατί, ως ινδοευρωπαϊκός φθόγγος που είναι υγρός, αποτελεί σύμφωνο με φωνηεντικές ιδιότητες, το οποίο μπορεί να ονομαστεί και συλλαβικό ρ (σερβοκροατικό Srbija).
Η προφορά του F (δίγαμμα), αν και σιγήθηκε στις αχαϊκές, δωρικές και ιωνικές διαλέκτους, μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.Χ, διατηρήθηκε στην αττική διάλεκτο μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ, έτσι πολλές δασυνόμενες λέξεις που παλαιότερα προφέρονταν με το h προφέρονταν από τους Αθηναίους με το F (Hέλενα, Fέλενα). Στο δίγαμμα οφείλεται και η δάσυνση του ρ. Λέξεις που αρχίζουν από ρ και γίνονται δεύτερο συνθετικό λέξης, διπλασιάζουν το ρ (αναδιπλασιασμός), και στο πρώτο ρ μπαίνει ψιλή, ενώ στο δεύτερο μπαίνει δασεία (Καλλιρρόη - Callirrhoe). Ακριβώς λόγω του διπλού ρ, που μοιάζει με τον ήχο που παράγει ο σκύλος όταν είναι θυμωμένος, οι Λατίνοι γραμματικοί ονόμαζαν το ρ littera canina (σκυλίσιο γράμμα).
Στο γραπτό λόγο των Αττικών το Η δήλωνε την ύπαρξη του δασέως πνεύματος, κατέχοντας την όγδοη θέση στο αττικό αλφάβητο, προερχόμενο από το φοινικικό αλφάβητο (het), ενώ στους υπόλοιπους Έλληνες δήλωνε το μακρό ε (εε), το οποίο με την πάροδο του χρόνου πήρε τη σημερινή του έννοια, του η· δηλαδή το η είναι στην ουσία δύο ε. Με την υιοθέτηση το 403 π.Χ. του αλφαβήτου της Μιλήτου από όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων και των Αττικών, προέκυψαν τεράστια προβλήματα και δυσκολίες για τους Αθηναίους, που διατηρούσαν το δασύ πνεύμα - δηλώνοντάς το με το γράμμα Η, που τώρα σήμαινε κάτι άλλο, έτσι μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. κατάφεραν να το σιγήσουν.
Μέχρι, όμως, να το σιγήσουν, κατέφυγαν σε μια άλλη λύση, τη διχοτόμηση του Η, όπως είχαν κάνει και οι Μεγαλοελλαδίτες, με το αριστερό τμήμα να αντιπροσωπεύει τη δασεία, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι και τον 9ο αιώνα μ.Χ, αναβιωμένο από το σύστημα τονισμού του Αριστοφάνη του Βυζάντιου. Τον 9ο αιώνα μ.Χ, με τη γενίκευση της χρήσης της μικρογράμματης γραφής, το δασύ πνεύμα πήρε τη μορφή του αριστερού πάνω τεταρτημορίου του Η, αλλά τον 11ο αιώνα, μαζί με διάφορες άλλες αισθητικές αλλαγές στο γραπτό λόγο των Βυζαντινών, πήρε το γνωστό (') στρογγυλοποιημένο σχήμα. Το 1982, σε μια ριζική προσπάθεια απλοποίησης της Ελληνικής γλώσσας, καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, που καταργούσε, ανάμεσα σε άλλα, και τα δύο πνεύματα. Έτσι, σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον η δασεία στη γλώσσα μας.
Η γνώση των δασυνόμενων λέξεων στα Ελληνικά σήμερα έχει περισσότερο έμμεση, παρά άμεση σημασία, καθώς η μόνη πρακτική σημασία που έχει η γνώση τους είναι, για σκοπούς κατανόησης, η τροπή των ψιλών συμφώνων (κ, π, τ) στα δασέα αντίστοιχά τους (χ, φ, θ) όταν αποτελούν την κατάληξη πρώτου συνθετικού με δεύτερο συνθετικό λέξη που δασύνεται. [καχεκτικός< κακό + έκτης < έξω (δασυνόμενος μέλλοντας του έχω)/ υφιστάμενος< υπό + υφίσταμαι/ ανθυπολοχαγός< αντί + υπό + λοχαγός]. Η άλλη του πρακτική χρήση είναι η ερμηνευτική διευκόλυνση λέξεων που θα μεταφράσουμε από τα ελληνικά σε ξένες γλώσσες και αντίστροφα. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, θα γράψουμε Hades, επειδή δασυνόταν.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία
Η δίκη των τόνων
Μισόν αιώνα περίπου πριν, το 1943, η κατάργηση των πνευμάτων και ο περιορισμός των τονικών σημείων σε πανεπιστημιακά συγγράμματα του καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή είχε οδηγήσει στην πειθαρχική δίωξή του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γνωστή ως Δίκη των Τόνων
Ήταν η γκάφα του αιώνα στο γλωσσικό; Έτος 1942, μες στη γερμανική Κατοχή, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής του Αθήνησι στέλνουν στο πειθαρχικό έναν συνάδελφό τους, τον Ι. Θ. Κακριδή, επειδή τύπωσε το βιβλίο του με μονοτονικό. Το μονοτονικό ήταν, βέβαια, το πρόσχημα, σε εποχή όπου τα πράγματα ήταν πιο καθαρά στο μέτωπο το γλωσσικό, ποιες δηλαδή οι προοδευτικές και ποιες οι αντιδραστικές δυνάμεις. Στο πειθαρχικό το κατηγορητήριο ουσιαστικά κατέρρευσε, ενώ η ποινή, δύο μήνες προσωρινή απόλυση, ήταν μηδαμινή, σε σχέση με τα όνειρα για εξόντωση που έπλαθαν οι διώκτες του Κακριδή. Ας τους θυμηθούμε, όσους υπέγραψαν την παραπομπή, με το όνομά τους αναπόφευκτα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι που να μη γίνεται διάκριση ανάμεσα στους πρωτοστάτες και τους μετριοπαθέστερους: Φαίδων Κουκουλές, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Ερρίκος Σκάσσης, Εμμανουήλ Πεζόπουλος, Αντώνιος Χατζής, Γεώργιος Σακελλαρίου, Γεώργιος Π. Οικονόμος, Νικόλαος Βλάχος, Αναστάσιος Ορλάνδος, Χρ. Καπνουκάγιας, Σπυρ. Μαρινάτος, Απ. Δασκαλάκης, Διον. Ζακυθηνός. Είχαν μειοψηφήσει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος και ο Σωκράτης Κουγέας.
πηγη: kairatos.com.gr
Και διπλασιάστηκαν και οι μισθοί
ΑπάντησηΔιαγραφήδασκάλων-παιδαγωγών,
και όλων των εργαζομένων.
<< Ανδρέα Ζείς Εσύ Μας Οδηγείς >>
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τώρα το ΠΑΣΟΚ 3% αχαριστε Έλληνα ένας που δεν διορίστηκε και επέλεξε στης δυνάμεις των χεριών του και ψηφίζει ΠΑΣΟΚ
ΑπάντησηΔιαγραφή