Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Η Θειά Δημήτρω και η πτυχιακή τσ’ Μαρίτσας!

     -Ηλθε η Μαρίτσα. Σπουδάζ’ στου Παιδαγωγικό στα Γιάννινα κι είναι στ’ πτυχιακή.
     -Ακ να δείς πτυχιακή π’ τβάλανε.  Η κοινωνική πλευρά του «το πέρδεσθαι ού καταισχύνει, πάντων γαρ περδομένων».
    -Ηρθε σι μένα, γιατί παλιά ήμνα δασκάλα. Το πώς τ’ απαράτσα, κάποια φορά θα του μουλογήσω.

       -Τι να σπώ Μαρίτσα’ μ. Καλό του θέμα, αλλά έχει πάρα πολλές πλευρές. Τόσες που είναι κυκλικό, σαν από εκεί που βγαίνει.  Είναι ένα με το σόϊ, όπως λέει κι ο λαός, το σόι και η πορδή δεν χάνουνται.
       -Μαρίτσα ας το πάρουμε απ’ τ’ αρχή. Του θέμα σ’ είναι «πως η κοινωνία βλέπ’ το κλάσμο». Κανονικά δε το βλέπ’, μονο τ’ ακούει και το μυρίζ. Είναι μεγάλο κοινωνικό θέμα κι παρεξηγημένο. Πάλι έχει να κάν’ μι τ’ δημοκρατία κι τ’ ελευθερία. Είναι ου περιορισμός τσ’ ελευθερίας στ’ έκφραση. Είδες τ’ έκφραση έχει ένας που θέλει να κλασ’ και δε μπορεί. Ειδες μορφασμό. Ειδες περίλυπο  και αγωνία... 
      -Ο λαός λέει όταν δεν μπορεί να μιλήσει: «να εδώ μπροστά είχα τ’ κβεντα, να μη τούλεγα;». Αμ ‘ τι να πεί ου σφιγμένος «να εδώ κάτ’ την είχα, να μην την αφήσω;».

        -Οι μορφωμένοι το λένε ευγενικά: «Αερίστκα». Από εκεί μάλλον θα βγαίνει και αυτό π’ λένε οι νοικοκυρές «αέρσα του σπίτι». Ένας από αυτνούς τσ’ μουρφουμένους, αμόλισε μια, π΄μ’ απστόμωσε.  Ακ να δείς τι μας είπε ο χλέμπουρας: «μυρίζει κάτι ή μου φαίνεται;».   Μαρίτσα μ’ το Πέρδεσθαι είναι υγεία. Θα αρχίσου από τσ’ παροιμίες «Όποιος κλάνει γιατρό δε βάνει», «κόλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος» και για επισφράσμα θα τελειώσω με το «κλάνει ο πεθαμένος;»........



-Το πέρδεσθαι είναι κι απόδειξη της καλοπέρασης. Λέι ο λαός μας «κλάσε μήτσο να μυρίσ’ πατσίτσο». Για τους θεοσεβούμενους λένε το «κλάσε πένθιμα να μυρίσ’ λιβάνι», ενώ το «κλάσε να προσανατολιστού» έχει πολλές ερμηνίες, π’ δε γράφονται, μας διαβάζνε κι μικρά πιδιά. 

    Μια φορά στ’ ιταλική κατοχή, ένας ιταλός που μι γλυκοκύταγε, μι έδωσε παστουρμά, από καμήλα. Καλός ήτανε ο παστουρμάς καμήλας, αλλά σε μια βδομάδα κατέλοσε... το καλύβι,  λές κι ήμνα σε καραβάνι στ’ έρημο. Βέβαια εύκολα καταλαβαίνεις το γεύμα απ’ τα φασόλια κι τς φακές. Εκεί είναι να μην στ’ τύχει νάσαι χειμώνα και σε λεωφορείο.....

      Για τ’ κοινωνικότητα τ’ θέματος, τι να σπώ. Ρώτα Μαρίτσα μ’ τ’ μάνα σ’, πέρς που πήγαμε σι ένα γάμο καλεσμένοι. Στου τραπέζι, η μάνα σ’ ήθελε να δοκιμάσει στ’ ορεκτικά, τσ’ αγγινάρες αλλά μπρατεν.  Ιγώ την είχα πατήσει μι τσ’ αγγινάρες, στου γάμου του Τακούλα. Τ’ προειδοποίησα, τίποτα αυτή....
    Χλαπάκωνε μία μια τσ’ αγγινάρες και τσ’ πήγαινε αμμασιτες κατ’. Σμά-κοντά την έπιασε του κλάσμο. Μι σκουντάει κι μι παραπουμενένο βλέμμα μι λέι το πόνο τσ. «Θέλου να κλάσου». Στάπα μωρή, τσ’ λέω. Που να πάου μ’ λέι. Σκάουοοοοου..... 

         Οπα τσ λέω, τώρα π’ θα σκωθεί η νύφη θα αρχίσνε οι σαμπάνιες. Τότε θα τσ’ ρίξεις. Μη σκιάζεσαι είναι άοσμες.
     Που να δεις Μαρίτσα η μάνα σ. Σι κάθε άνοιγμα σαμπάνιας, η Κάσου ανασήκουνε του πισνό, περίμινε, κι την αμόλαε.....
    Κι όταν άρχισαν πουλλοί να ανοιγνε σαμπάνιες, εκεί να δείς πανηγύρι η Κάσου. Μια τον γύρναε από δω και μια από κεί. Γερμανικό πολυβόλο.....
      Επειδή οι καρέκλες ήτανε πλαστικές, κι ήτανε ιδρωμένος ο πισνός τσ’ , οι σφαίρες τσ’ Κάσως, είχανε τον ίδιο ήχο με τσ’ σαμπάνιες, κι οι  καλεσμένοι τσ’ νύφης κοίταζαν να δούνε από πού είναι οι απλωχέρδες.

       Μαρίτσα μ’. Εχει κατντήσει βάσανο. Να μην αποδέχονται τ’ κλάσιμο. Να πας στ’ αποχωρητήριου και να πατάς του καζανάκι για να κλάσεις, να κάθισε και να τρίζεις τ’ καρέκλα, να κάνεις τον αδιάφορο ή να σφυρίζεις στο ρυθμό τσ’ κλανιάς.  Η μέθοδος του βήχα ή το τρίξιμο στα δάχλα, έχει ξιπιραστεί, έμνες μεταξιταστέος..
     Για του ρέψμο, τ’  λανθάνουσα πορεία τσ΄ πορδής, οι καλοφαγάδες  έχνε βρεί  τ΄ δικαιολογία: «Μι το σπάθιο». 

      Στ’ κοινωνία αυτή η φυσική ανάγκη έχει παραφραστεί. Θωρείς κάποιονε  ότι δεν σι λογαριάζει και λές «μι κλάνει», λές ότι κάποιος δεν ξέρει τι λέι με το «μιλάει και κλάνει», αλλά και  φράση ότι κάποιονε δεν τον υπολογίζεις «θα μας τα κλάσει». 
     Για αυτόν που είναι άσχετος τ’ λέμε «περπατάει  και κλάν». Εχουμε κι τ΄έκφραση «έκλασε πατάτες» για αυτόνε που φοβήθκε τόσο , όσο πρίν το χέσμο.

     Το Περδεσθαι είναι ανάγκη. Και επειδή με αρχαίο ρητό, Μαρίτσα μ’, μ’ άρχισες, με ρητό θα σ’ τελειώσω: Ανάγκαις και Θεοί πείθονται.... 

Ο Τακούλας

1 σχόλιο:

  1. καλό θαταν η Μαρίτσα να διαβάσει το "εγχειρίδιο του καλού κέφτη" του Πετρόπουλου, μεταξύ άλλων καταγράφει λεπτμερώς τα είδη και τους διαγωνισμούς πορδής στα κελιά των κρατουμένων της φυλακής, ζωτική βιβλιογραφική πηγή για την πτυχιακή της

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο