Ήταν ψηλός, ξερακιανός με μαύρο μαλλί. Αν κι είχε
περάσει τα πενήντα, δεν είχε ούτε μία άσπρη τρίχα. Και το πρόσωπο του με
γωνίες, σ έκανε να προσέχεις να μη βρεις πάνω του. Ατσαλάκωτος όμως.
Η
χωρίστρα αριστερά, ευδιάκριτη ευθεία και το μαλλί πάνω και δεξιά, στητό,
βουτηγμένο στη μπριγιαντίνη. Ματιά απλανή, σχεδόν κενά βλέμματος, κοιτούσε δε
κοιτούσε τους ανθρώπους! Μάλλον αιωρείτο στο άπειρο... Μύτη σε κανονικό μέγεθος
αλλά γαμψή και τα χείλη μια λεπτή γραμμή. Το χαμόγελο του ήταν παράξενο, πλατύ
σαν να είχε ψυχή από μόνο του.
Φάνταζε ανεξάρτητο, δεν έδενε με τα άλλα
χαρακτηριστικά του προσώπου. Λες και το είχε αρπάξει από κάποιον άλλον κι
ήταν παράταιρο στην όλη εικόνα. Φορούσε πάντα μαύρα, χειμώνα καλοκαίρι, με ήλιο
και βροχή, με κρύο και ζέστη. Απλώς το καλοκαίρι το πουκάμισο ήταν κοντομάνικο
ενώ το χειμώνα φόραγε κι ένα μαύρο φθαρμένο δερμάτινο..............