Ο κ. Παληγεώργος πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο Αγρινίου και γράφει, -Οχτώ μέρες πίσω απ’ τον ορό, με φόντο τον Αράκυνθο.
Ο Αράκυνθος κρέμονταν έξω απ’ το παραθύρι του θάλαμου 215 της παθολογικής. Στιγμές νόμιζες πως είχε μαζευτεί το βουνό να βλέπουνε λίγο ουρανό εμείς που νοσηλευόμασταν στο θάλαμο κι άλλες φορές νόμιζες πως ο ουρανός λιγοστεύει, καθώς έχανες τον κόσμο, κι έπαιρνες το μήνυμα ότι η φθορά έρχεται από παντού. Νοσηλευόμουνα, με πόνους ανυπόφερτους την κοιλιά- διακόσια μαχαίρια έστριβαν μέσα μου-, στο Νοσοκομείο Αγρινίου.
Ήτανε κι άλλοι τρεις στο θάλαμο· ένας ογδοντάρης, στο κρεβάτι Νο 2, με καθαρό νου, καλοπάειτος άνθρωπος, που απ’ όπου και να τον έπιανες ήτανε βολικός, όπως κι αν του μιλούσες έβρισκε τρόπο να σου δώκει απόκριση γιομάτη λογική απλότητα και καλοσύνη- είχε τον αιματοκρίτη του πολύ χαμηλά, ότι από κάπου έχανε αίμα. Είχε παιδιά κι ανίψια που τον συνόδευαν, με νου μεσ’ στο κεφάλι τους, με τρόπο κι ευγένεια, κι έλεες, να, πραχτικά αυτοί είναι οι άνθρωποι π’ αξίζει να θαυμάζεις, ότι ξέρουν τι ξέρουν, ξέρουν και τι δεν ξέρουν, ξέρουν που πατάνε, ξέρουν και που βρίσκονται, ξέρουν και να σωπαίνουν, ξέρουν και ν’ ακούνε. Ο ογδοντάρης είχε κι ένα χούϊ, δεν ήθελε να βγάλει το παντελόνι του μεσ’ στο νοσοκομείο, μόλο που του πρότειναν τα παιδιά του να φορέσει μια πιτζάμα. Δεν ήθελε-δεν ήθελε, κανένας δεν τον ζόρισε, η συζήτηση αυτή σταμάτησε τη στιγμή που ξεκίνησε. Τους τα μέρασα, αλλά κράτησα κι εγώ για τα στερνά μου, που ξέρεις τι γένεται κανιά φορά. Άμα διάβω θα πάρουνε και τα επίλοιπα, έλεε για τα περιουσιακά του. Άμα θέλουνε να κάμουνε κάτι για με και τη μάνα τους, ας το κάμουνε από φχαρίστηση, όχι από νείρη.
Οι νοσοκόμες έμπαιναν μέτραγαν την πίεση, τη θέρμη, έδιναν χαπάκια, έβαναν ορούς, μερεμέτιζαν κι από κανέναν, όλες τους καλόκεφες, φρέσκες, γλυκές - νάσαι νιος, λες, κάποια τους να μερακλωθείς, ότι η καρδιά δεν ξετάζει νοσοκομεία, ανημπόριες και πρωτόκολλα, μα ακολουθάει το χαβά της· κι αναβαρεί στο νου σου η γλυκιά πενιά του Βασίλη Τσιτσάνη κι η φωνή της Στέλας Χασκίλ για τον έρωτα του τραυματία και της νοσοκόμας στο ορεινό αναρρωτήριο,
Ο Αράκυνθος κρέμονταν έξω απ’ το παραθύρι του θάλαμου 215 της παθολογικής. Στιγμές νόμιζες πως είχε μαζευτεί το βουνό να βλέπουνε λίγο ουρανό εμείς που νοσηλευόμασταν στο θάλαμο κι άλλες φορές νόμιζες πως ο ουρανός λιγοστεύει, καθώς έχανες τον κόσμο, κι έπαιρνες το μήνυμα ότι η φθορά έρχεται από παντού. Νοσηλευόμουνα, με πόνους ανυπόφερτους την κοιλιά- διακόσια μαχαίρια έστριβαν μέσα μου-, στο Νοσοκομείο Αγρινίου.
Ήτανε κι άλλοι τρεις στο θάλαμο· ένας ογδοντάρης, στο κρεβάτι Νο 2, με καθαρό νου, καλοπάειτος άνθρωπος, που απ’ όπου και να τον έπιανες ήτανε βολικός, όπως κι αν του μιλούσες έβρισκε τρόπο να σου δώκει απόκριση γιομάτη λογική απλότητα και καλοσύνη- είχε τον αιματοκρίτη του πολύ χαμηλά, ότι από κάπου έχανε αίμα. Είχε παιδιά κι ανίψια που τον συνόδευαν, με νου μεσ’ στο κεφάλι τους, με τρόπο κι ευγένεια, κι έλεες, να, πραχτικά αυτοί είναι οι άνθρωποι π’ αξίζει να θαυμάζεις, ότι ξέρουν τι ξέρουν, ξέρουν και τι δεν ξέρουν, ξέρουν που πατάνε, ξέρουν και που βρίσκονται, ξέρουν και να σωπαίνουν, ξέρουν και ν’ ακούνε. Ο ογδοντάρης είχε κι ένα χούϊ, δεν ήθελε να βγάλει το παντελόνι του μεσ’ στο νοσοκομείο, μόλο που του πρότειναν τα παιδιά του να φορέσει μια πιτζάμα. Δεν ήθελε-δεν ήθελε, κανένας δεν τον ζόρισε, η συζήτηση αυτή σταμάτησε τη στιγμή που ξεκίνησε. Τους τα μέρασα, αλλά κράτησα κι εγώ για τα στερνά μου, που ξέρεις τι γένεται κανιά φορά. Άμα διάβω θα πάρουνε και τα επίλοιπα, έλεε για τα περιουσιακά του. Άμα θέλουνε να κάμουνε κάτι για με και τη μάνα τους, ας το κάμουνε από φχαρίστηση, όχι από νείρη.
Οι νοσοκόμες έμπαιναν μέτραγαν την πίεση, τη θέρμη, έδιναν χαπάκια, έβαναν ορούς, μερεμέτιζαν κι από κανέναν, όλες τους καλόκεφες, φρέσκες, γλυκές - νάσαι νιος, λες, κάποια τους να μερακλωθείς, ότι η καρδιά δεν ξετάζει νοσοκομεία, ανημπόριες και πρωτόκολλα, μα ακολουθάει το χαβά της· κι αναβαρεί στο νου σου η γλυκιά πενιά του Βασίλη Τσιτσάνη κι η φωνή της Στέλας Χασκίλ για τον έρωτα του τραυματία και της νοσοκόμας στο ορεινό αναρρωτήριο,
« “Γλυκιά κοπέλα πώς θα μπορέσω
από κοντά σου να χωριστώ;”
κι αυτή του λέει: “Δε θα σ’ αφήσω.
κι εγώ σ’ αγάπησα και θα σε παντρευτώ”» .
Οι γιατροί φόραγαν τη μπλούζα του Θεού κι έρχονταν τ’ απομεσήμερα για τη βίζιτα της νοσηλείας, όμως ευτυχώς μόλις σίμωναν φαίνονταν γήινοι, κάποιοι πιο άνθρωποι κι απ’ τους ανθρώπους. Έδιναν διαταγές να τρομάξουν οι αρρώστιες, να φύγουνε απ’ τα κορμιά μας, να γκρεμιστούνε απ’ το παραθύρι που φαίνονταν ο Αράκυνθος.
Άλλη απαντοχή δεν είχες παρά αυτό το παραθύρι του θάλαμου κι άλλη εικόνα παρά τον Αράκυνθο. Αράκυνθος ή Ζυγός το διαζευκτικό όνομα του βουνού και σκέφτεσαι ζυγός είναι κι η αρρώστια – ζυγός σα σκλαβιά, αν είσαι παιδί κι έχασες του παιγνιδιού τη λευτεριά, ζυγός σαν φάκα αλάθευτη, αν είσαι αδίσταχτος τυχοδιώκτης και μένουν πίσω οι «μηχανές» σου, ζυγός σα δικαιοσύνη, αν μπορείς να μπεις σε συλλοές κι ανασυλλοές για το πως ζυγιάζεται η ζωή, ο άνθρωπος, η αρρώστια, το δάκρυ, η υπομονή, η αγάπη, ο θάνατος, ο κόσμος.
Ήτανε κι ένας εβδομηντάρης σκάρτα, στο κρεβάτι Νο 3, απέναντι στο Νο 2 όλη την ώρα κοιμόταν εξόν απ’ τις ώρες που του έφερναν φαγητό ή ρόφημα. Ανασταίνονταν και καταβρόχθιζε με μιας το ρόφημα ή το φαγητό, με κινήσεις που έδειχναν τρόμο, λες κι από κάποιον φυλάγονταν μη και του αρπάξει το δίσκο με τη θρέψη του. Ύστερα έπινε μακάρια το νερό του, ρεύονταν κάνα δυο φορές απολαυστικά κι έπεφτε πάλε για ύπνο, ως τη επόμενη φορά που τα κορίτσια έφερναν πρωϊνό ή γεύμα. Φαίνονταν ψυχικά ταραγμένος, ποιος ξέρει; Όσο κοιμότανε παραμιλούσε, φιλονικούσε, «άστα τσιγάρα κάτω, φέρε μου πίσω τα λεφτά», κάποτε έπεφτε και σε κάλμα, και παραμιλούσε ήρεμα, «μην ανακατεύεσαι, θα το κανονήσω εγώ», έλεε κι άλλα ακατάληπτα. Έφυγε τη δεύτερη μέρα, ότι ο δικός του άνθρωπος που τον συνόδευε, λογάς αστόμωτος-όλα τάσφαζε, όλα τα μαχαίρωνε-, είπε, πως δεν ήτανε τρόπος να γιάνει παραπέρα μεσ’ στο νοσοκομείο. Πλιότερο ΄πρεπε να γνοιαστούν για το τραπεζικό βιβλιάριο του άρρωστου, που δεν είχε δεύτερο όνομα δικαιούχου, παρά για το γέρεμά του. Τα κληρονομικά συζητιούνται πολύ άμα αρρωστήσει ο άνθρωπος, ότι άμα βαραίνει το πουγκί, σαν από θάμα φυτρώνουν κι οι κληρονόμοι.
Κρέμονταν ο ορός στο κοντάρι, φορές και μ’ ένα ταίρι δίπλα του που ήταν το φιαλίδιο της αντιβίωσης κι έτσι κρύβονταν κάμποσο ο Αράκυνθος, ο Αράκυνθος ή Ζυγός. Τη νύχτα φαίνονταν τα φώτα του Αράκυνθου, τρυπώντας το καλοκαιρνό σκοτάδι που τον αγκάλιαζε. Τα φώτα που φωλιάζουν μεριές-μεριές και σου κρένουν ν’ ασκωθείς να πας στο παραθύρι να στιμάρεις μεσ’ στη νυχτιά που είναι η άκρα του Αράκυνθου στη δύση, που σκίζεται απ’ τη χαράδρα που κινάει απ’ τα Κλεισορέμματα και ξεθυμαίνει στην κατηφόρα της Αγιά Ελεούσας. Χαϊδεύουν τ’ ανάρια φώτα ως τη Συκιά και το Ζευγαράκι, μετά καταλαβαίνεις με σιγουριά τα χωριά, το Κεράσοβο, τις Παπαδάτες, τη Ματαράγκα, τη Γραμματικού κι αναζητάς τα χωριά που δε διακρίνεις, απ’ τη Γαβαλού ως τη Μακρινού…
Στο θάλαμο, απέναντί μου, στο κρεβάτι Νο 4, ήτανε ένας κατάκοιτος κάπου ανάμεσα στα εβδομήντα και τα ογδόντα φαίνονταν, με μακριά γένια και μακριά μαλλιά, μορφή απόκοσμη σαν το ζητιάνο του Καρκαβίτσα κι η φωνή του θύμιζε άγριο σάλαγο στο λόγγο, μονιάς- αγρίμι ο ίδιος, δίχως συνοδό· άλλοι έλεγαν πως είναι στο ίδιο κρεβάτι πάνω από τρεις μήνες, ίσως και πάνω από τέσσερις. Μέσα στα νεύρα του έλεγε ότι έχει παιδιά κι έντεκα αγγόνια, αλήθεια, ψέματα; Έζεχναν οι ακαθαρσίες του· κάθε δυο μέρες οι νοσοκόμες με απίστευτη υπομονή τον καθάριζαν, μα μετά από λίγο οι ίδιες δολοφονικές μυρωδιές κυριαρχούσαν στο θάλαμο. Όλοι οι συνοδοί των αρρώστων κι όσοι από μας ΄τους νοσηλευόμενους μπορούσαμε να σηκωθούμε, ανοίγαμε το τζάμι του παραθυριού να σκορπίσουν οι αβάσταχτες μυρωδιές, αλλά ο κατάκοιτος φώναζε να κλείσουμε το παραθύρι, ότι κρύωνε, έλεε, και σκεπάζονταν ως πάνω με μια κουβέρτα μεσ’ στο κατακαλόκαιρο.
Στο κρεβάτι Νο 3 έφεραν έναν ογδονταεπτάχρονο άρρωστο, που τον συνόδευε η θυγατέρα του· άνθρωπος ζυμωμένος με υπομονή και ζάχαρη, με πολύ αναπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ κι αποφασισμένος να ρουφήξει όλες τις χαρές της ζωής· η καλοσύνη του περίσσευε κι όρεξή του να μαθαίνει άκοπη-γίναμε φίλοι, απ’ αφορμή ότι, όπως η κουβέντα φανέρωσε, η θυγατέρα του είχε κουμπαριά και φιλία με συγγενείς μου, μα η βαθιά ουσία ήταν ο άνθρωπος. Για κληρονομιές και τερτίπια που κεντιούνται στον καμβά της κακίας και της υποκρισίας κουβέντες δεν υπήρξαν. Ο ογδονταεπτάχρονος είχε τακτοποιήσει τον ίδρω μιας ολάκερης ζωής-σαράντα χρόνια καφεντζής το καζάντι του-, όπως είχε ταχτοποιημένα και τα μέσα του.
Το βράδυ κοιτούσα το λευκό ταβάνι κι όλες οι παραστάσεις της φαντασίας μου εκεί κρεμασμένες, ως τη φέξη της νέας μέρας. Ο πόνος, η ιδέα του θανάτου, οι πολλές ματαιότητες της ζωής, η λαχτάρα της αποκατάστασης της υγείας, η πολυτιμότητα της απλότητας, λίγο δροσερό νερό, οι άνθρωποι που νιώθεις ν’ αγαπάς βαθιά μεσ’ την αγάπη και τη γνοιάση που εισπράττεις απ’ αυτούς πραχτικά ή νοητά. Είχα και σταθερή τη χαμηλόφωνη ραδιοφωνική συντροφιά του ΔΕΥΤΕΡΟΥ της ΕΡΤ στο κινητό, όσο που κάποια στιγμή αργά ο Μορφέας αγνοούσε κι αυτές ακόμα τις δηλητηριώδεις οσμές του απέναντί μου κατάκοιτου κι έκλεινα τα μάτια μου για δυο-τρία δεκάλεπτα της ώρας.
Κάθε χάραμα κίναε η καινούργια μέρα κι ο Αράκυνθος μου έγνεφε, έλα στις ράχες μου, έλα στη φύση και στις ομορφιές, μούλε, μαυλώντας μου τον πόθο, δείχνοντας τις πτυχές του. Μετά την πρωϊνή νοσηλεία άρχιζαν τα τηλέφωνα, κύρια τα καθημερνά απ’ του καρδιακούς φίλους και κάποιους καλούς συγγενείς. Αυτά τα τηλεφωνήματα και κάποιες ξεχωριστές επισκέψεις είναι οι κατακτήσεις σου και τα στολίδια σου πλάϊ στους ανθρώπους που σε συνοδεύουν στο αγώι του πόνου, είναι συνάμα και το υγρό πανάκι, να καθαρίζεις το τζάμι, να ξεχωρίσεις το ανυπόκριτο απ’ την υποκρισία. Τίποτε δε πάει χαμένο, που είπε κι ο Μανώλης Ρασούλης, όλα όσα βλέπεις, όλα όσα νιώθεις, όλα όσα ζεις δεν πάνε χαμένα, θα ταιριάξουνε σοφά με τις επίλοιπες δρασκελιές σου ίσαμε το τέλος, το όποιο τέλος σου.
Εκεί στο θάλαμο 215 όπου το γράδο είναι ο πόνος, η ανημπόρια και το καμπανάκι της ανυπαρξίας σου, καταρρέει σαν το πανάθλιο ψέμα ο μικροαστισμός των ανθρώπων, δε χρειάζεσαι πια κανένα επιχείρημα ν’ αποδείξεις πως αυτοί που προσπαθούν να νοθεύσουν την αλήθεια και τελικά να την κόψουν στα μέτρα τους, είναι ακριβώς αυτοί που δεν την αντέχουν. Γιατί, γιατί;
Αν ας πούμε η αλήθεια ήταν όση ο Αράκυνθος, που τηράς απ’ το παραθύρι του θάλαμου, δε μπορεί, κάποιος κοκορόμυαλος του πλούτου θάχε σκεφτεί να την αγοράσει, να την έχει ιδιόχτητη, κάποιος πολέμαρχος θα την είχε καταχτήσει να την έχει στις διαταγές του. Μα η αλήθεια ξεφεύγει κι ας απ’ τις άκριες του σύμπαντου και δεν αγοράζεται και δεν καταχτιέται κι όσοι δεν το αντέχουν αυτό, τη νοθεύουν, τη θολώνουν, την κόβουν στα μέτρα τους, την κρύβουν, ότι δεν τολμάνε να δουν τον εαυτό τους στο φως της.
Έρχεται η στιγμή που η αλήθεια σε συναντάει γυμνό, σε χαιρετάει αγνά, δίχως ίχνος κακίας, ότι η αλήθεια δεν έχει ανάγκη από φτηνά τερτίπια κι αν καταλάβεις κατάλαβες… κι αν δεν εννοείς να καταλάβεις συνεχίζεις να κολυμπάς στο πανάθλιο ψέμα του μικροαστισμού, πνίγοντας τις αρετές των απλών ανθρώπων. Όταν δεν έχεις την υγειά σου τη σωματική, την υγειά του νου και της ψυχής, κανένα έχει δε μπορεί να σε κάνει να νιώσεις τη ζωή, καμιά απάτη, κανένα ψέμα, κανένα λάφυρο.
Αυτά τα τηλεφωνήματα που παίρνεις, αυτές οι επισκέψεις που δέχεσαι κι αυτές οι συνοδειές που σε γλυκαίνουν μπορούν να γερέψουν τον κόσμο που νοσεί βαριά, πέρα από κληρονομιές και διαθήκες… Αυτή είναι η αλήθεια μεσ’ στο θάλαμο 215.
Ένα βράδυ έφεραν μια ηλικιωμένη γυναίκα δίπλα μου, στο κρεβάτι Νο 2 του ογδοντάχρονου, που στο μεταξύ είχε πάρει εξιτήριο, ότι οι θάλαμοι των γυναικών ήταν γεμάτοι. «Γιατί με φέρατε εδώ, γιατί με φέρατε εδώ», ρωτούσε απεγνωσμένα τον τραυματιοφορέα και σου τρύπαε την καρδιά. Το βράδυ παραμιλούσε, φώναζε συνέχεια κάποια γυναικεία ονόματα, Βάγια, Βικτώρια. Την άλλη μέρα η θυγατέρα της, ένα δυναμικό κορίτσι, την πήρε για κάπου καλύτερα, είπε.
Εν τω μεταξύ είχε μπει σε υλοποίηση σχέδιο για τη μετακίνηση του κατάκοιτου- απόκοσμου συγκάτοικου στο θάλαμο 215, σε κάποια άλλη δομή της περιοχής, ότι η κατάστασή του δεν έχριζε νοσηλείας αλλά φιλοξενίας για το επίλοιπο της ζωής του, όσο μεγάλο κι αν ήταν αυτό. Είχε βάλει το χέρι της γι’ αυτό κι η αφεντιά μου, ότι η παραμονή του ήταν εστία μόλυνσης για όλους, αλλά και βασανισμός για τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό.
Ο κατάκοιτος, με θυμό ίσως απ’ το προηγούμενο της ζωής του, με πανουργία στα μάτια και πονηρία στις λέξεις και στο ύφος του, συνέχεια ζητούσε χάρες, είχε απίστευτες απαιτήσεις απ’ το νοσηλευτικό προσωπικό, απ’ τους συνοδούς των αρρώστων, απ’ τους επισκέπτες κι απ’ τους άλλους αρρώστους ακόμα. Συνήθως ζητούσε δροσερό νερό, να του πάρουν το δίσκο, να του προμηθεύσουν χαρτί κουζίνας, τι ώρα είναι, τι μέρα είναι, τι μήνα έχουμε, να κλείσει το παραθύρι, ότι κρύωνε. Κάθε που έκανε κάποια κίνηση πάνω στο κρεβάτι του η μυρωδιά που αναδύονταν γινόταν θανατηφόρα. Εμένα ο παμπόνηρος κατάκοιτος με τηρούσε με μισόκλειστα τα μάτια, ότι είχε καταλάβει ότι είμαι κάπως γραμματιζούμενος, και με ρώταε, «εδώ μέσα είναι Πολυτεχνείο;». Όχι, δεν είναι Πολυτεχνείο, εδώ είναι νοσοκομείο, του απαντούσα κι ύστερα έκλεινε τα μάτια του κι έλεγε συνέχεια, «νοσοκομείο, νοσοκομείο, νοσοκομείο,………….., νοσοκομείο» και στιγμές, παρ’ όλη τη μπόχα του, μ’ έκανε γελάω και συνάμα απ’ το γέλιο μου να κεντάω τον πόνο μου.
Τα κρεβάτια, τα κομοδίνα, οι οροί, οι συνοδοί κι επισκέπτες, οι δροσάτες νοσηλεύτριες κι οι γιατροί με τις μπλούζες του Θεού που τήραγαν να σκιάξουν τις αρρώστιες και να τις κάμουν να γκρεμιστούν απ’ το παραθύρι, ήταν οι μέρες κι οι ζωές μας, εξόν απ’ τις έγνοιες μας πούχανε μείνει μοροζώντανες. Το παραθύρι σημάδευε το νότο, ότι ξέραμε πως ο Αράκυνθος είναι νότια της πόλης· έτσι συμπεραίναμε εύκολα που είναι ο βοριάς, που η ανατολή και που η δύση, όπου η πατρίδα μου το Ξηρόμερο και το χωριό μου η Μαχαλά. Θέλω να πάω στο χωριό μου, είπα μέσα μου και κίνησα να πάω κι έφτασα κι ήτανε, λέει, νύχτα, μα δεν είχα τα κλειδιά του σπιτιού. Τώρα τι θα κάνω, που θα κοιμηθώ, ρώτησα τον εαυτό μου απελπισμένος, μεσ’ στο σκοτάδι. Θα γυρίσω πίσω, είπα, θα γυρίσω στ’ Αγρίνιο… Η νοσοκόμα με ξύπνησε να μου πάρει τη θέρμη και την πίεση.
Ο ογδονταχτάχρονος φίλος μου έγιανε και πήρε εξιτήριο και το κρεβάτι ΝΟ 3 άδειασε. Μου ζήτησε το τηλέφωνό μου και μου τηλεφωνούσε καθημερνά κι εγώ του υποσχέθηκα να φκιάσουμε ένα κείμενο για το καφενέ της ζωής του και να το στολίσουμε με φωτογραφίες απ’ το 1960 ως το 2000.
Ο πόνος μου- ήδη είχε διαγνωστεί παγκρεατίτιδα- άρχισε να υποχωρεί την 5η μέρα της νοσηλείας μου στο θάλαμο 215 χάρη στα ισχυρότατα ενδοφλέβια αναλγητικά, αλλά ο πυρετός επέμενε και η υπέρταση με τρόμαζε φορές με τις εξάρσεις της και οι γιατροί πάσχιζαν να την καταστείλουν με χάπια. Όμως ήδη είχα κάνει ένα διακριτό βήμα προόδου, μπορούσα να γελάσω κι από διάθεση κι επειδή το γέλιο δεν προκαλούσε πόνο στο πάγκρεας.
Στο κενό πια κρεβάτι Νο 3 έφεραν έναν εβδομηνταεννιάχρονο με εγκεφαλικό, που τον συνόδευε η γυναίκα του μια άγια γυναικα, με ευγένεια, με τεράστια υπομονή και ωραία χαρακτηριστικά. Μια άξια γυναίκα, η επιτομή του αφοσιωμένου ανθρώπου. Σε μια άβυσσο πάσχιζε μόνη να χτίσει την αισιοδοξία για την εξέλιξη της υγείας του άνδρα της που συνέχεια την γκρίνιαζε- ότι είχε χάσει την υπομονή του μαζί με την κίνηση στα αριστερά του άκρα, είχε χάσει και την άρθρωση της φωνής του. Αυτή η κυρία με τη σιωπή της έθετε σ’ όλους μας αμείλιχτο το ερώτημα, έχεις τα κότσια να είσαι άνθρωπος, να είσαι πάντα άνθρωπος; Έμεινε βαθιά στην καρδιά μου.
Κάθε που άλλαζαν βάρδια οι νοσοκόμες, έπαιρνα μια φρεσκάδα ομορφιάς, μια εικόνα νιότης και ζωής και συνάμα συνείδηση αποστολής και δράσης. Το πέμπτο βράδυ πήρα το τελευταίο έκτακτο ισχυρό αναλγητικό σε μια απότομη επιστροφή του πόνου. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει, ποτέ δεν ξέρεις τι σε βρίσκει, ποτέ ξέρεις την άκρα της ζωής. Κάποια στιγμή ο πόνος άρχισε κάπως να υποχωρεί, και γύρισα το κεφάλι προς το νυχτωμένο Αράκυνθο, να καταλάβω αν έβλεπε κι εκείνος τον πόνο μου.
Ξημέρωσε η έχτη μέρα κι ο πόνος μου φαίνονταν πως είχε πάει να συναντήσει άλλες παλιές, πικρές ανάμνησες. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως δεν είναι μακριά η μέρα που οι γιατροί θα μου πουν, «η επιστήμη έκαμε αυτό που έπρεπε, τώρα μάθε κι εσύ να συνεννοείσαι με τον εαυτό, μπορείς να φύγεις». Άνοιξα το ραδιόφωνο και μέτραγα το χρόνο με τις εκπομπές του ΔΕΥΤΕΡΟΥ, προσπαθώντας να σκαρώσω τη νέα αισιοδοξία, ότι λένε πως, η αισιοδοξία δεν πέφτει απ’ τον ουρανό, τη φκιάνεις μοναχός σου.
Παρασυρμένος απ’ το ράδιο, ψιθύριζα, λαχταρώντας το καλοκαίρι που κυβερνούσε τη ζωή εκεί έξω απ’ τους θαλάμους, τους ορούς και τις κατακλίσεις, ένα τραγούδι, του Βαγγέλη Γκούφα και του Αργύρη Κουνάδη, που είχε πει κελαηδιστά και μαγεμένα η Ελένη Βιτάλη στην πρώτη της νιότη,
“Καράβι καραβάκι που πας γιαλό γιαλό
της θάλασσας οι δράκοι δεν είναι για καλό.
Τα κύματα θεριεύουν χτυπάν την πλώρη σου,
το ξάρτι σου ζηλεύουν κορμί κυπάρισσου.
Δεμένο στο κορμί σου κλωνάρι από κισσό
με πήρε το φιλί σου για την παράδεισο.
Φτερά για να φτερώσω να βγω απ΄το βυθό,
δε θέλω να γλιτώσω δε θέλω να σωθώ.
Το βλέπω που με σέρνει γλυκόπιοτο κρασί
η αγάπη που με δένει με πάει στην κόλαση.”
Γιόμωσαν τα μάτια μου, και μια νωπή γραμμή κατέβηκε στο μάγουλό μου. Η νοσοκόμα βλέποντάς με ανησύχησε, «θέλετε παυσίπονο, να φωνάξω το γιατρό, τι θέλετε;», με ρώτησε με έγνοια κι αγωνία. Είμαι καλά, της είπα.
Ήμουν καλά, μπορούσα να ψιθυρίσω ένα τραγούδι της καρδιάς, για το καλοκαίρι, για το φιλί, για την παράδεισο, για την αγάπη, για την κόλαση.
Έφεραν με το καροτσάκι ένα πενηνταπεντάρη άντρα, γνωστό μου-πολύ γνωστό μου, που πονούσε αβάσταχτα και τον έβαλαν στο διπλανό μου κρεβάτι που είχε αδειάσει, στο κρεβάτι Νο 2 του θάλαμου 215. Πνευμονική εμβολή είπαν οι γιατροί, τη γλύτωσε στο τσακ· το τσιγάρο είχε κάνει τη δουλειά του με μια θρόμβωση ανάμεσα στην καρδιά και το πλεμόνι.
Οι γιατροί μου είπαν ότι μπορώ να δοκιμάσω τσάϊ κι αν δεν υπάρξει πρόβλημα, την επαύριο μπορώ να δοκιμάσω και φιδέ. Το χιούμορ βοηθούσε, αλλά δε χόρταινε, όλοι καταλαβαίναμε…
Οι επόμενες δυο μέρες πέρασαν εύκολα, αλλά κι αινιγματικά, αφού δεν ήξερα πόσες μέρες θα νοσηλεύομαι ακόμα, ότι το κριτήριο ήταν κάποιοι κρίσιμοι δείκτες στο αίμα για τον αν θα παραμείνω ή θα πάρω εξιτήριο.
Μια νεαρή γιατρός το απόβραδο της όγδοης μέρας, με περισσή ευγένεια ήρθε και με ενημέρωσε, «κε…. , οι εξετάσεις σας είναι καλές, η επιθυμία σας γίνεται πραγματικότητα, μπορείτε να φύγετε, αφού πρώτα περάσετε να σας δώσω συνταγές για αντιβίωση και φάρμακα, διαιτολόγιο και κάποιες οδηγίες». Η νοσοκόμα μου έβγαλε τις «πεταλούδες» και τον ορό, και με χαμόγελο μου έδωσε ευχές.
Έτυχε τη στιγμή εκείνη να είναι μαζί μου κι οι άνθρωποι που με συνόδευαν και τοίμασαν τα πράγματά μου, μέχρι να ντυθώ.
Έφερα ένα γύρο τα κρεβάτια, τους αρρώστους και του συνοδούς για να τους χαιρετήσω κι ένα βάρος ενοχής κρατούσε τα βήματά μου και τα λόγια μου, ότι έφευγα, αφήνοντάς τους να υποφέρουν. Αλλάξαμε ευχές, όχι κατά πως συνηθίζεται, αλλά από καρδιάς. Μόνο ο κατάκοιτος κι απόκοσμος «συγκάτοικος», δεν μου έδωσε ευχή για περαστικά· «Θα φύγω κι εγώ», μου είπε, με παμπόνηρο ύφος, εννοώντας πως γνωρίζει πως θα τον μεταφέρουν σε κάποια άλλη δομή πρόνοιας της περιοχής.
Πέρασα το λαβύρινθο των διαδρόμων του νοσοκομείου, και κατέβηκα με τους συνοδούς μου στο ισόγειο, όπου πάλι μετά απ’ τη διάσχιση νέου λαβύρινθου έφτασα στην έξοδο του νεσοκομείου, όπου ένιωσα ότι ο κόσμος είναι μεγαλύτερος απ’ το κομμάτι του Αράκυνθου που καδράριζε το παραθύρι του θάλαμου 215, ότι ο κόσμος είναι μια άπλα, με πόνο και χαρά, που εναλλάσσονται, που συνυπάρχουν, που αδυνατούν να πείσουν το άνθρωπο να μπει σε συνεννόηση, για να μοιράσει δίκια.
Ήταν η πρώτη μου νύχτα μετά τη νοσηλεία, χωρίς ορό, στο δικό μου κρεβάτι, μακριά απ’ τα βάσανα του κόσμου, τα βάσανα που συνεχίστηκαν, που συνεχίζονται… Μα η ζωή είν’ ωραία, έστω μ’ αυτήν την προχειρότητα και τις επιπόλαιες επιλογές.
Δεν είναι μόνο τα σεντόνια ή τα μαξιλάρια που έλειψαν και λείπουν, το σαπούνι και το χαρτί τουαλέτας που δεν υπάρχουν, που σε κανένα διάδρομο, σε καμιά πόρτα, σε κανένα θάλαμο δεν υπάρχει αντισηπτικό, οι ελλείψεις προσωπικού, δεν είναι οι χρόνια κατάκοιτοι που όχι μόνο καμιά ουσιαστική φροντίδα δε μπορούν να προσλάβουν, αλλά δυσκολεύουν αφάνταστα το έργο των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, αλλά βάζουν σε κίνδυνο και την υγεία των άλλων αρρώστων που μπορούν να αποθεραπευτούν. Είναι οι αράχνες μιας πολιτείας στη μεταολυμπιακή Ελλάδα της πλέριας παρακμής, σ’ έναν κόσμο που καταρρέει, δίχως φανερή προοπτική αναστήλωσης. Είναι που λείπει ο ποιητής, είναι που σιγεί το τραγούδι για να φουσκώσει τ’ αστήθια των ανθρώπων να κινήσουν και πάλι.
Μα η ζωή είν’ ωραία … Κάποιο τραγούδι θ’ ακουστεί για να γιομίσει τις καρδιές, κάποιος ποιητής θα δείξει τη θαραπαή στην τραγωδία του κόσμου, κάποια νεανική φλόγα, θα σταματήσει τ’ άδικο…
Ο κόσμος είναι μια άπλα με πόνο και χαρά, που εναλλάσσονται, που συνυπάρχουν, όπου όλο και κάποιοι πασχίζουν να ζυμώσουν το νέο άνθρωπο που θα μπει σε συνεννόηση, για να μοιράσει δίκια.
Την άλλη μέρα, την επόμενη του εξιτηρίου μου, δε μπόρεσα να κρατηθώ, επισκέφτηκα το θάλαμο 215, να ξαναχαιρετήσω τους «συγκάτοικους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο