Ο άνθρωπος του μόχθου διαπνεόμενος
από βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα και έχοντας έντονη την ανάγκη της ανάπαυλας από
τη δουλειά, άρπαξε κυριολεκτικά την ευκαιρία των θρησκευτικών εορτών των Αγίων,
το όνομα των οποίων τιμούσαν οι εκκλησίες του χωριού και συνηθέστερα η κεντρική
εκκλησία του χωριού, για να διασκεδάσει, τιμώντας έτσι με το δικό του τρόπο τη
θρησκεία.
Συνήθως, όταν η κεντρική εκκλησία ή τα εξωκλήσια, γιόρταζαν επακολουθούσε γλέντι, το γνωστό πανηγύρι, που σημαίνει συγκέντρωση όλων των κατοίκων (παν-αγείρω). Μετά τις λατρευτικές τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα που συνηθίζονταν (εσπερινός – αρτοκλασία, Θεία Λειτουργία, περιφορά εικόνας, λιτανεία) άρχιζαν το χορό και το τραγούδι.
Συνήθως, όταν η κεντρική εκκλησία ή τα εξωκλήσια, γιόρταζαν επακολουθούσε γλέντι, το γνωστό πανηγύρι, που σημαίνει συγκέντρωση όλων των κατοίκων (παν-αγείρω). Μετά τις λατρευτικές τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα που συνηθίζονταν (εσπερινός – αρτοκλασία, Θεία Λειτουργία, περιφορά εικόνας, λιτανεία) άρχιζαν το χορό και το τραγούδι.
Το πανηγύρι ήταν ημέρα σταθμός για
όλους τους συντοπίτες. Σ’ αυτό αντάμωναν με φίλους και συγγενείς, αυτό είχαν
ορόσημο οι ξενιτεμένοι για την επίσκεψή τους στο χωριό «Να’ μαστε στο
πανηγύρι». Τα σπίτια καθαρίζονταν και άνοιγαν οι πόρτες τους σε κάθε επίσκεψη.
Μαγειρεύονταν φαγητά άφθονα, ετοιμάζονταν τα φιλέματα, τα γλυκά, έβγαινε το
τσίπουρο και το κρασί.
Οι χωριανοί φορούσαν τα «καλά τα ρούχα» και οι κοπέλες και τα νεαρά αγόρια περίμεναν πώς και πώς τη μέρα του πανηγυριού. Θα τους δινόταν η ευκαιρία να δουν, να ρίξουν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο. Περιορίζονταν στο αντίκρισμα και στο θαυμασμό των χορευτικών ικανοτήτων, αλλά από απόσταση. Το πανηγύρι είχε λοιπόν κοινωνική. Ενδεικτικό είναι το τραγούδι:
Οι χωριανοί φορούσαν τα «καλά τα ρούχα» και οι κοπέλες και τα νεαρά αγόρια περίμεναν πώς και πώς τη μέρα του πανηγυριού. Θα τους δινόταν η ευκαιρία να δουν, να ρίξουν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο. Περιορίζονταν στο αντίκρισμα και στο θαυμασμό των χορευτικών ικανοτήτων, αλλά από απόσταση. Το πανηγύρι είχε λοιπόν κοινωνική. Ενδεικτικό είναι το τραγούδι:
«Μια γαλαζοφορεμένη μου‘χει την
καρδιά καμένη… Δεν μπορώ να τη γελάσω το χεράκι της να πιάσω… Στο χορό που θα
χορεύει, σύρε πιάσ’ την απ’ το χέρι».
Οι οικογένειες και τα σόγια του
χωριού συγκροτούσαν παρέες και πήγαιναν στο πανηγύρι. Όλοι μαζί κάθονταν κι
έτρωγαν και τα μέλη της παρέας θα σηκώνονταν για χορό μαζί. Οι αναμείξεις δεν
επιτρέπονταν, σύμφωνα με άγραφο κανόνα, ιδιαίτερα στις παρέες που είχαν ανάμεσά
τους νεαρά κορίτσια, τα οποία ήταν σε ηλικία γάμου και στο πανηγύρι έκαναν την
επίσημη παρουσίασή τους στην τοπική κοινωνία.
Υπήρχε ένα τυπικό που τηρούνταν στα
περισσότερα πανηγύρια των χωριών. Ανήμερα της γιορτής του Αγίου, τον οποίο
τιμούσε η εκκλησία και σχεδόν μετά τη θεία λειτουργία, αφού το εκκλησίασμα
έβγαινε στον προαύλιο χώρο άρχιζε το γλέντι. Οι μουσικοί ετοιμάζονταν. Οι
παρέες έστρωναν κάτω από τα δέντρα ή στα πεζούλια χράμια, κάθονταν κι άρχιζαν
το φαγητό. Το φαγητό το ετοίμαζε η οικογένεια και το έφερνε μαζί της από το
σπίτι. Συνηθίζονταν κάθε σπίτι να ψήνει κρέας, να έχει δηλαδή ψητό αρνί, ψωμί,
τυρί και κρασί.
Έτσι όπως ήταν καθισμένοι ξεκινούσαν και το τραγούδι. Τα πρώτα τραγούδια που λέγονταν ήταν φωνητικά (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) τα λεγόμενα της τάβλας. Το έναυσμα τις περισσότερες φορές το έδινε ο παπάς του χωριού, ο οποίος αργότερα τιμής ένεκεν θα έσερνε πρώτος το χορό. Τα όργανα, οι μουσικοί του χωριού, καθισμένοι και αυτοί σ’ ένα πεζούλι άρχιζαν να παίζουν. Το ποιος θα χόρευε κανονιζόταν με σειρά προτεραιότητας, δήλωνε δηλαδή η κάθε παρέα την επιθυμία της, κι έπαιρνε σειρά. Τη σειρά δεν επιτρεπόταν να την αλλάξουν. Όσο η παρέα χόρευε κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο χοροστάσι και να χορέψει.
Τα χορευτικά τραγούδια ήταν επιλογή του πρωτοχορευτή. Με το τέλος του χορού, (συνήθως χόρευε ο καθένας δυο τραγούδια) πλήρωναν τα όργανα. Την πληρωμή την έκανε ο ίδιος ο χορευτής ή στην περίπτωση που χόρευε γυναίκα ο κοντινότερος συγγενής (πατέρας, σύζυγος, αδερφός).
Αν κάποια παρέα δεν ήθελε για πολλούς λόγους να χορέψει μπορούσε να παραγγείλει τραγούδι στα όργανα. Την παραγγελία κανένας άλλος δεν τη χόρευε. Τις περισσότερες φορές η παραγγελία ήταν αργό, καθιστικό τραγούδι. Ιδιαίτερη προτίμηση στους πανηγυριστές είχαν και τα ιστορικά, κλέφτικα τραγούδια. (Μάρκου Μπότσαρη, Λεπενιώτη). Με το χορό και το τραγούδι το γλέντι συνεχίζονταν ως το βράδυ και έκλεινε με το τραγούδι «Τούτο τ’ αστέρι το λαμπρό» και την ευχή «Πάλε καλές ανταμώσεις».
Έτσι όπως ήταν καθισμένοι ξεκινούσαν και το τραγούδι. Τα πρώτα τραγούδια που λέγονταν ήταν φωνητικά (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) τα λεγόμενα της τάβλας. Το έναυσμα τις περισσότερες φορές το έδινε ο παπάς του χωριού, ο οποίος αργότερα τιμής ένεκεν θα έσερνε πρώτος το χορό. Τα όργανα, οι μουσικοί του χωριού, καθισμένοι και αυτοί σ’ ένα πεζούλι άρχιζαν να παίζουν. Το ποιος θα χόρευε κανονιζόταν με σειρά προτεραιότητας, δήλωνε δηλαδή η κάθε παρέα την επιθυμία της, κι έπαιρνε σειρά. Τη σειρά δεν επιτρεπόταν να την αλλάξουν. Όσο η παρέα χόρευε κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο χοροστάσι και να χορέψει.
Τα χορευτικά τραγούδια ήταν επιλογή του πρωτοχορευτή. Με το τέλος του χορού, (συνήθως χόρευε ο καθένας δυο τραγούδια) πλήρωναν τα όργανα. Την πληρωμή την έκανε ο ίδιος ο χορευτής ή στην περίπτωση που χόρευε γυναίκα ο κοντινότερος συγγενής (πατέρας, σύζυγος, αδερφός).
Αν κάποια παρέα δεν ήθελε για πολλούς λόγους να χορέψει μπορούσε να παραγγείλει τραγούδι στα όργανα. Την παραγγελία κανένας άλλος δεν τη χόρευε. Τις περισσότερες φορές η παραγγελία ήταν αργό, καθιστικό τραγούδι. Ιδιαίτερη προτίμηση στους πανηγυριστές είχαν και τα ιστορικά, κλέφτικα τραγούδια. (Μάρκου Μπότσαρη, Λεπενιώτη). Με το χορό και το τραγούδι το γλέντι συνεχίζονταν ως το βράδυ και έκλεινε με το τραγούδι «Τούτο τ’ αστέρι το λαμπρό» και την ευχή «Πάλε καλές ανταμώσεις».
Οι χοροί που χορεύονταν συνήθως στα
πανηγύρια ήταν: ο συρτός, ο αργός
καλαματιανός, ο τσάμικος, το χασαποσέρβικο, το πιπέρι. Στα πανηγύρια του Αη - Συμιού οι αρματωμένοι χορεύουν και
το χορό του πεθαμένου, το χορό του σουβλιού, το χελάκι, το πιπέρι και την καρακάξα.
Στο πανηγύρι του Αιτωλικού, την Αγι - Αγάθη , χορεύουν τον Αγιαγαθιώτικο, το συρτό της Μπαντονάδας και την Καρακάξα,
ανάμεσα στους άλλους ευρύτερα διαδεδομένους χορούς στα πανηγύρια της
Αιτωλοακαρνανίας. Ο χορός του πεθαμένου είναι μιμητικός χορός. Μιμητικοί επίσης
είναι οι χοροί: Του σουβλιού, το πιπέρι και η καρακάξα. Η τελευταία ουσιαστικά
είναι αργό τσάμικο που πήρε τ’ όνομά του από το ομώνυμο πουλί, γιατί οι κινήσεις
του πρωτοχορευτή θυμίζουν το πουλί, όταν περπατά. Ο Αγιαγαθιώτικος χορός είναι
το εμβατήριο των αρματωμένων και μοιάζει η μελωδία του με ένα εμβατήριο του
γαλλικού στρατού της εποχής του Ναπολέοντα. Ο Γ. Κομζιάς στο βιβλίο του «Το
πανηγύρι της Αγιαγάθης» αναφέρει ως πιθανή προέλευσή του το εξής: «Οι γύφτοι
μουσικοί συνυπήρχαν με τους γάλλους οργανωτές του στρατού του Ιμπραήμ στην
πολιορκία του 1826. Με την απελευθέρωση οι Έλληνες το καθιέρωσαν ως εμβατήριο
των αρματωμένων ταυτίζοντας τους γύφτους με τους νικημένους Τούρκους». Οι
αρματωμένοι στο χορό αυτό σηκώνουν τα χέρια προς τα πάνω εκφράζοντας την
ελευθερία. Ο συρτός της Μπαντονάδας χορεύεται στους δρόμους του Αιτωλικού από
τους αρματωμένους.
Τα τραγούδια που ακούγονταν στα
πανηγύρια ήταν ιστορικά (του Μάρκου Μπότσαρη, του Λεπενιώτη και της Εξόδου του
Μεσολογγίου) και κλέφτικα (του Κατσαντώνη, του Καραϊσκάκη). Είναι τραγούδια
καθιστικά, της τάβλας, τραγούδια της αγάπης, της ξενιτιάς. Αγαπημένα ακούσματα
της περιοχής μας είναι ανάμεσα σε άλλα : Η
Διαμαντούλα, Η Διαμάντω, Βιολέτα μ’ ανθισμένη, Μαραίνομ’ ο καημένος, Τα μάγια ,
η Ιτιά, τα μανουσάκια, η νεραντζούλα, στη βρύση στην κρυόβρυση, η Ρούσα Παπαδιά
κ.ά.
Πανηγύρια των αρματωμένων, στα οποία
συμμετέχουν πανηγυριστές αρματωμένοι και οργανωμένοι σε παρέες όπως οι ομάδες
των κλεφτών είναι:
- Το Πανηγύρι της Αγι - Αγάθης. 23 Αυγούστου, Αιτωλικό, απαρχή 1835
- Το Πανηγύρι της Σταμνάς, την ίδια μέρα στον ίδιο τόπο
- Το Πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής 26 Ιουλίου,. Νεοχώρι. (1900 οι πρώτοι αρματωμένοι)
- Το Πανηγύρι της Γουριάς, 29 Αυγούστου (1917)
- Το Πανηγύρι των Αγίων Ασωμάτων, 5-6 Σεπτεμβρίου, Αιτωλικό. Το πανηγύρι ξεκίνησε στα 1912 από κάποιον Μαυρομάτη, ο οποίος έταξε να πάει με τους γιους του αρματωμένος στον Αη – Σώματο, αν οι τελευταίοι γύριζαν ζωντανοί από το Μπιζάνι.
- Το Πανηγύρι τ’ Αη – Γιώργη (23 Απριλίου ή Δευτέρα του Πάσχα) στο Μάστρο.
- Το Πανηγύρι του Αη – Συμιού, Πεντηκοστή στο Μεσολόγγι
- Το Πανηγύρι του Αη – Γιάννη, 23 Ιουνίου, στο Μποχώρι (Ευηνοχώρι) 1900
Και στην περιοχή Θέρμου, την 3η του
Πάσχα υπάρχει ιδιότυπο πανηγύρι ιστορικής εστίασης. Μάλιστα χορεύεται το «Γαϊτανάκι» απ’ όλους τους κατοίκους του
χωριού. Υπενθυμίζει την περιπέτεια του αρματολού Κατσούδα. Ο Αλής των Ιωαννίνων
στην προσπάθειά του να ελέγξει την περιοχή καλεί τον Κατσούδα στα Γιάννενα
δήθεν για διαπραγματεύσεις, αλλά τον συλλαμβάνει. Τα παλικάρια του στο Θέρμο -
Ανάληψη προχωρούν σε κινητοποιήσεις και έτσι εξαναγκάζεται ο Αλής να τον απελευθερώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο