Με άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα «LeMonde» επαναλαμβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς με εκείνους σε άρθρο του στην εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς» το 2004, τους οποίους διέψευσε πανηγυρικά ο τότε διευθυντής της Eurostat κ. Γκίντερ Χανραϊχ
Του Δημήτρη Στεργίου*
Ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης με άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» δίνει απάντηση στις κατηγορίες περί εξαπάτησης των Βρυξελλών από την Ελλάδα για την είσοδο στην ευρωζώνη. Ο κ. Σημίτης υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμες οι δηλώσεις του Γάλλου προέδρου κ. Νικολά Σαρκοζί, περί των αλλοιωμένων στοιχείων της Ελλάδος, προκειμένου να ενταχθεί στην ΟΝΕ...
«Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη με βάση την αξιολόγηση των στοιχείων του 1999. Το 2004 η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε αναδρομική μετατροπή των κανόνων λογιστικής εγγραφής των αμυντικών δαπανών».
Ο κ. Σημίτης εξηγεί ότι με αυτόν τον τρόπο τα κονδύλια που διατέθηκαν για οπλικά συστήματα που παρελήφθησαν το 2004 μεταφέρθηκαν στον προϋπολογισμό προηγούμενης περιόδου κατά την οποία παραγγέλθηκαν.
«Έχει καταγγελθεί επανειλημμένως αυτή η απάτη που βασίστηκε σε πολιτικά κίνητρα» σημειώνει αναφορικά με τις αποφάσεις της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή μετά το 2004.
Προσθέτει μάλιστα ότι «το έλλειμμα της Γαλλίας κατά την είσοδο στην ΟΝΕ το 1997 ήταν μεγαλύτερο από της Ελλάδας» καθώς ξεπερνούσε το 3,3% του ΑΕΠ και συνεπώς τις απαιτήσεις του Μάαστριχτ. «Ας ελπίσουμε ότι οι ενστάσεις για τα στατιστικά στοιχεία θα δώσουν τη θέση τους σε πιο ώριμες σκέψεις» καταλήγει ο κ. Σημίτης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρώην πρωθυπουργός υπεραμύνεται, με άρθρα του σε ξένες εφημερίδες, της αξιοπιστίας των στοιχείων που έστελναν οι κυβερνήσεις του στην Eurostat.
Ανάλογο άρθρο του έστειλε και δημοσιεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2004 στην εφημερίδα «ΦαϊνάνσιαλΤάϊμς» υπό τον τίτλο «Η αναθεώρηση του ελληνικού ελλείμματος έβλαψε την Ευρώπη», στην οποία επισημαινόταν, όπως και τώρα, ότι η αναθεώρηση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων οφείλεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κανόνων.
Στις 28 Δεκεμβρίου 2004 δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα επιστολή – απάντηση του τότε διευθυντή της Eurostat Γκίντερ Χανραϊχ, με την οποία διαψεύδονταν όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του κ. Σημίτη (το πλήρες κείμενο παρατίθεται πιο κάτω).
Είναι αλήθεια ότι για τα στοιχεία που στέλνονταν το 1999 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Eurostat ως αναγκαία κριτήρια για την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη από το 2001 υπήρχαν αμφιβολίες ή υποψίες για «δημιουργική λογιστική», αλλά ουδέποτε έγιναν εκ των υστέρων αναθεωρήσεις των στοιχείων.
Απλώς αναφέρουμε όμως ότι για την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) ήταν αρκετή η … ικανοποίηση του κριτηρίου του Μάαστριχτ για τον πληθωρισμό μόνο για… δύο μήνες του 1999 (Αύγουστος: 2% ακριβώς και Σεπτέμβριος: 2% ακριβώς!!!).
Σε όλους τους προηγούμενους και τους επόμενους μήνες του 1999 το κριτήριο αυτό το Μάαστριχτ για τον πληθωρισμό (κάτω από το 2%) όχι μόνο δεν ικανοποιούνταν, αλλά στη συνέχεια κάλπαζε προς το … 3%.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το δημόσιο έλλειμμα. Μετά το -4% του ΑΕΠ το 1997, το 1998 και το 1999 διαμορφώθηκε στο 2,2% του ΑΕΠ και στο 1,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, αλλά στη συνέχεια άρχισε να καλπάζει ξανά πάνω από το 4% για να φτάσει το 2004 στο 7,4%!!
Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο του Μάαστριχτ για το δημόσιο έλλειμμα ήταν κάτω από το 3%! Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, το κριτήριο αυτό (κάτω από το 60% του ΑΕΠ!) δεν ελήφθη… καθόλου υπόψη.
Απλώς για την ιστορία αναφέρουμε ότι το 1999 το δημόσιο χρέος βρισκόταν στο επίπεδο του 104,6% του ΑΕΠ και σε όλα τα επόμενα χρόνια (μετά την ένταξη στην ευρωζώνη βρισκόταν μονίμως σε επίπεδα πάνω από 106% του ΑΕΠ.
Με λύπη όμως διαπιστώνουμε ότι και στο άρθρο του στην εφημερίδα «LeMonde» επαναλαμβάνει αυτό που είχε επικαλεσθεί και στην εφημερίδα “ΦαϊνάνσιαλΤάϊμς», ότι δηλαδή η αναθεώρηση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων οφείλεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κανόνων και, συγκεκριμένα, ότι «το 2004 η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε αναδρομική μετατροπή των κανόνων λογιστικής εγγραφής των αμυντικών δαπανών».
Διάψευση των ισχυρισμών του Κώστα Σημίτη
Υπενθυμίζουμε ότι η «Απογραφή» που έκανε η τότε, νέα, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας καθώς κι εκείνη που έκανε στη συνέχεια η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 απλώς αποκάλυπταν το συνεχιζόμενο πολιτικό και οικονομικό δράμα της χώρας μας και, το κυριότερο, την αναξιοπιστία της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Eurostat.
Σημειώνεται ότι η αναξιοπιστία της χώρας μας είχε γίνει «βούκινο» στην Eurostat ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με τα στοιχεία που αποστέλλονταν με βάση την περιβόητη «Δημιουργική Λογιστική»!
Όπως ήδη αναφέραμε, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τη διάψευση των ισχυρισμών του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη από το διευθυντή της Eurostat Γκίντερ Χανραϊχ.
Συγκεκριμένα, στις 28 Δεκεμβρίου του 2004 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΦαϊνάνσιαλΤάϊμς» επιστολή του Γκίντερ Χάνραϊχ ως απάντηση σε άρθρο του Κώστα Σημίτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα μια εβδομάδα πριν (21 Δεκεμβρίου 2004) υπό τον τίτλο «Η αναθεώρηση του ελληνικού ελλείμματος έβλαψε την Ευρώπη» και στην οποία επισημαινόταν ότι η αναθεώρηση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων οφείλεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κανόνων. Ο Χάνραϊχ διαψεύδει τον Κώστα Σημίτη υπογραμμίζοντας ότιη κυβέρνησή του παρουσίαζε ψευδή στοιχεία για τις αμυντικές δαπάνες, τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και τους κεφαλαιοποιημένους τόκους από κρατικά ομόλογα.
Η επιστολή του ΓκίντερΧάνράϊχ έχει ως εξής:
«Κύριε διευθυντά,
Διάβασα με ενδιαφέρον στις 21 Δεκεμβρίου 2004 το άρθρο «Η αναθεώρηση του ελληνικού ελλείμματος έβλαψε την Ευρώπη» του τέως πρωθυπουργού της Ελλάδος Κώστα Σημίτη. Η Eurostat συμφωνεί με τον κ. Σημίτη ότι χρειάζεται να βελτιωθεί η επίβλεψη των λογιστικών στοιχείων των εθνικών Κυβερνήσεων. Η Eurostat συμφωνεί, επίσης, ότι το δημόσιο χρέος και τα στοιχεία περί του ελλείμματος πρέπει να μην επηρεάζονται από τον κύκλο των πολιτικών γεγονότων.
Ωστόσο, η Eurostat δεν μπορεί να συμφωνήσει με ορισμένους άλλους ισχυρισμούς του κ. Σημίτη, ειδικότερα ότι η αναθεώρηση των ελληνικών στοιχείων οφείλεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κανόνων. Τα ζητήματα αυτά έχουν καλυφθεί λεπτομερώς από την Έκθεση που παρουσίασε η Eurostat στην Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) την 1η Δεκεμβρίου 2004 και στο Ecofin στις 7 Δεκεμβρίου 2004. Η Έκθεση αυτή είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Eurostat. Μεταξύ των άλλων, η Έκθεση δείχνει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν σαφώς υποτιμήσει στις αναφορές τους τις αμυντικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταγραφής τους, είχαν υπερτιμηθεί τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και υπολόγιζαν λανθασμένα τους κεφαλαιοποιημένους τόκους από τα κρατικά ομόλογα.
Η Eurostat διαπίστωσε ότι παρά τις διαβεβαιώσεις των ελληνικών αρχών ότι θα εφαρμόσουν τους κατάλληλους λογιστικούς κανόνες, αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε σωστά. Η αναφορά, επίσης, καταδεικνύει ότι, παρά τις ανησυχίες που είχε κατ’ επανάληψη εκφράσει δημοσίως η Eurostat , οι πληροφορίες που παρείχαν οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεπαν να καταλήξει στα σωστά μεγέθη του ελληνικού ελλείμματος.
Προκειμένου να αποφευχθούν αντίστοιχα προβλήματα στο μέλλον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε σειρά από πρωτοβουλίες. Η Κομισιόν υιοθέτησε στις 22 Δεκεμβρίου 2004 αναφορά προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προτείνοντας σειρά μέτρων, όπως: η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Eurostat στην παρακολούθηση και την εξονυχιστική εξέταση των δημοσιονομικών δεδομένων, η ενίσχυση του προσωπικού και των οικονομικών μέσων της Eurostat, ώστε να διευκολυνθεί η επιτόπια επαλήθευση των δεδομένων που παρέχουν τα κράτη – μέλη, και η εξασφάλιση ελάχιστων προδιαγραφών ανεξαρτησίας και ακεραιότητας των στατιστικών υπηρεσιών.
Άπαξ και εφαρμοσθούν, τα στοιχεία αυτά θα ενισχύσουν σημαντικά την αξιοπιστία των στοιχείων ως προς το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα».
Ας μην ξεχνάμε ότι η δεύτερη επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έγινε το 2004, όταν, ύστερα από την «Απογραφή» και τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, διαπιστώθηκε ότι η απελθούσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άφησε έλλειμμα 7,8% του ΑΕΠ για το 2003, έναντι 1% ή 2% που είχε προβλέψει ή καταθέσει (και η οικονομική ιστορία επαναλαμβάνεται ως … τραγωδία)!
Αλλά, παρόμοιες συστάσεις και εκθέσεις – καταπέλτες είχαν απευθυνθεί στη χώρα μας και πολύ πριν από την πρώτη επιτήρηση το 1994.
Αλλά, πέρα από αυτά, υπενθυμίζουμε ότι η Eurostat είχε επιχειρήσει απογραφή της πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας από τον Ιούνιο του 2002, δηλαδή επί κυβέρνησης Σημίτη. Έως τον Ιούνιο του 2002, όταν παρενέβη η Eurostat και αναθεώρησε βασικά δημοσιονομικά μεγέθη, τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονταν, μετά το 1999, ωραιοποιημένα και στις Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Μόνο μετά την παρέμβαση της Eurostat, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευε στις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις της τα αναθεωρημένα στοιχεία.
«Οι μεγαλύτερες αναθεωρήσεις του χρέους, τονίζει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, αφορούν τα έτη 2000 (3,6 εκατ. μονάδες) και, ιδιαίτερα, το 2001 (7,6 εκατ. μονάδες), λόγω της έκδοσης νέων μορφών χρηματοοικονομικών προϊόντων (π.χ. τιτλοποίηση μελλοντικών εσόδων, έκδοση προμετόχωνκ.λπ), τα οποία, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς της Eurostat, δεν περιλαμβάνονταν αρχικά στο χρέος».
Σημειώνεται ότι το Φεβρουάριο του 2003, δηλαδή επί κυβέρνησης Σημίτη, υπήρξε και νέα αναθεώρηση στοιχείων, τα οποία απεστάλησαν στην Eurostat στο πλαίσιο της «Διαδικασίας του Υπερβολικού Ελλείμματος».
Στη συνέχεια παραθέτουμε στοιχεία για την αναξιοπιστία και τις πάμπολλες αναθεωρήσεις στοιχείων του προϋπολογισμού του 2003 και 2004 και των Προγραμμάτων Σταθερότητας, που έκανε η τότε νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ύστερα από παρεμβάσεις της Eurostat, για να καταδειχθεί η μόνιμη διαπίστωσή μας για το συνεχιζόμενο πολιτικό και οικονομικό δράμα της χώρας μας:
· Η πρώτη υποβολή στοιχείων έγινε στις 27 Φεβρουαρίου 2004, δηλαδή δέκα περίπου ημέρες πριν από τις εκλογές, από την τότε κυβέρνηση Σημίτη, στο πλαίσιο της «Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος» (στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής υποχρεούνται όλες οι χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποβάλλουν στοιχεία στην Eurostat δύο φορές το χρόνο, δηλαδή την άνοιξη και το φθινόπωρο). Με βάση τα στοιχεία αυτά, γινόταν από την τότε κυβέρνηση η εκτίμηση ότι το έλλειμμα θα διαμορφωνόταν στο 1,7% του ΑΕΠ το 2003 και θα περιοριζόταν στο 1,2% του ΑΕΠ το 2004. Είχαν προηγηθεί οι προβλέψεις της τότε κυβέρνησης Σημίτη για δημόσιο έλλειμμα 2% του ΑΕΠ και η επικαιροποίηση για 1% του ΑΕΠ το 2003. Για το δημόσιο χρέος οι εκτιμήσεις ήταν για 102,4% του ΑΕΠ και στο 97,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Είχαν προηγηθεί όμως οι προβλέψεις για δημόσιο χρέος 90,5% του ΑΕΠ και η επικαιροποίηση για 94,4% του ΑΕΠ!
· Στη σχετική ανακοίνωση της Eurostat επισημαινόταν ότι «επειδή συνεχίζονται οι συζητήσεις με τις στατιστικές αρχές στην Ελλάδα, κυρίως όσον αφορά το πλεόνασμα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα γνωστοποιηθέντα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος πρέπει να θεωρούνται προσωρινά και είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν».
· Πράγματι, στις 20 Μαρτίου 2004 η νέα, τότε, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπέβαλε αρχικά αναθεωρημένα προσωρινά στοιχεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, εκτιμάτο ότι το έλλειμμα το 2003 διαμορφωνόταν στο 2,95% του ΑΕΠ και προβλεπόταν ότι θα διαμορφωθεί στο 2,9% του ΑΕΠ το 2004, ενώ το δημόσιο χρέος στο 103% του ΑΕΠ και 98,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Ύστερα από διαβουλεύσεις με την Eurostat, το έλλειμμα αναθεωρήθηκε στο 3,2% του ΑΕΠ για το 2003, ενώ οι άλλες εκτιμήσεις δεν μεταβλήθηκαν. Τα νέα στοιχεία υποβλήθηκαν στις 3 Μαίου 2004 και δημοσιεύθηκαν στις 7 Μαίου 2004 από την Eurostat, η οποία όμως επεσήμαινε ότι «δεν είναι σε θέση να επικυρώσει πλήρως τα στοιχεία του ελλείμματος και του χρέους για το 2003 και ενδεχομένως για προηγούμενα έτη…»
· Στις 31 Αυγούστου 2004 υποβλήθηκαν νέα αναθεωρημένα στοιχεία , τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα από την ελληνική κυβέρνηση στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 και αφορούσαν την περίοδο 2000 – 2004 και επικυρώθηκαν από την Eurostat με ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004. Με βάση τα στοιχεία αυτά, αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα πάνω τόσο το έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος για όλα τα έτη της περιόδου 2000 – 2004.
· Τελικά, ύστερα από συστάσεις και συνεχείς αναθεωρήσεις τα στοιχεία για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκαν σε επίπεδα που απέχουν παρασάγγας από εκείνα που έδιναν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για την περίοδο 2000 – 2004. Συγκεκριμένα, το δημόσιο έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 7,2% του ΑΕΠ το 2003 και στο 7,8% του 2004, ενώ το δημόσιο χρέος στο 109,3% του ΑΕΠ το 2003 και στο 108,5% το 2004.
Αυτή είναι, λοιπόν, η ζοφερή πραγματικότητα, την οποία αποκαλύπτει μετά τις εκλογές η εκάστοτε νέα κυβέρνηση για να συνεχιστούν, με τη δικαιολογία αυτή, η μόνιμη λιτότητα και ο μόνιμος φορομπηχτισμός.
(* Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Στεργίου γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας και διετέλεσε διευθυντής μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και περιοδικών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο