Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

«Από Σμύρνη σε Ελλάδα» – Οδοιπορικό γνωριμίας με τα γλυπτά έργα του Αγρινιώτη Ευάγγελου Τύμπα.

Γράφει η Αντουανέττα Λογίου - Μπουρή* ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΤΥΜΠΑ



   Με αφορμή, φέτος, τον επετειακό εορτασμό των εκατό χρόνων από την Καταστροφή της Σμύρνης, καθώς και τη σφαγή και τον διωγμό των Ελλήνων κατοίκων της από τους Τούρκους, ο Ευάγγελος Τύμπας (Αγρίνιο, 1984 ) αποφασίζει, σαν ελάχιστη απότιση φόρου τιμής και μνήμης, να μαρτυρήσει, με τα μέσα της τέχνης του, για τα δραματικά εκείνα γεγονότα του 1922.



Σε αυτό το πλαίσιο, από τον Μάιο του τρέχοντος έτους, ο καλλιτέχνης αρχίζει να δημιουργεί σε γύψο μια ολόγλυφη σύνθεση με διαστάσεις λίγο μεγαλύτερες του συμβατού ( 2,40 ύψος Χ 1,75 μήκος Χ 0,80 βάθος), η οποία ολοκληρώνεται στα τέλη Οκτωβρίου. Εμπνευσμένη από τη φυγή των Ελλήνων που σώθηκαν, η εν λόγω σύνθεση πραγματεύεται το πέρασμα τους από τα παράλια της Ιωνίας απέναντι στην Ελλάδα, όπως πολύ εύστοχα προϊδεάζει ο τίτλος που φέρει, Από Σμύρνη σε Ελλάδα.

Στο παρόν έργο, ο γλύπτης κινείται σύμφωνα με ένα ρεαλιστικό ύφος που διέπεται από απλουστευτική τάση, ενώ ταυτόχρονα εμψυχώνεται από εκφραστικές διαθέσεις, που αποσκοπούν σε συμβολοποιήσεις χάριν της ανάδειξης του ουσιαστικού· τέλος, οι προσωποποιήσεις κατέχουν πρωτεύουσα θέση

Το γλυπτό αναπαριστά μια ώριμη γυναικεία μορφή, η οποία, σε στάση ορθή, μετωπική, ακίνητη, και με το κεφάλι σε πολύ ελαφρά κλίση προς τα μπρος και το δεξί πλάι, στέκει πάνω σε μια βάρκα. Η τελευταία αποδίδεται με τρόπο αποσπασματικό, δηλαδή χωρίς την πρύμνη, και η μορφή, αν και τοποθετημένη στο μέσο της, δίνει περισσότερο την εντύπωση ότι καταλαμβάνει το πίσω τμήμα της.

Η μορφή αποδίδεται ντυμένη με το τυπικό ποδήρες ρούχο της εποχής της, που στο κατώτερο μισό του φέρει ομοειδείς έντονες κάθετες χαράξεις, εν είδει πτυχώσεων, και είναι καλυμμένη με επίσης μακρύ πέπλο, το οποίο, περιβάλλοντάς την ολόκληρη από το κεφάλι έως κάτω και εξαλείφοντας, στην έντονη γενικευτική του απόδοση, κάθε δευτερεύον ανατομικό της στοιχείο και λεπτομέρεια, δημιουργεί ένα ενιαίο, συμπαγές δομικό καθεστώς οβάλ σχήματος, που θυμίζει μεγάλο δάκρυ.

Ως προς το προαναφερθέν στοιχείο, το έργο γειτνιάζει εμφανώς με το προγενέστερό του εκείνο του Χρήστου Λάμπρου (1951), που φέρει τον τίτλο Δάκρυ.



Περαιτέρω έκφραση επιτυγχάνεται, στο έργο, μέσω μερικών κατακόρυφων καμπυλοειδών χαράξεων, που τείνουν να ακυρώσουν την κυρίαρχη μονοτονία της κατά τ’ άλλα αφαιρετικής φύσης επιφάνειας του πέπλου της μορφής, όπως επίσης και μέσα από την πλαστική απόδοση του προσώπου και της κόμης της.

Έτσι, με τα μαλλιά λυτά και αφρόντιστα, σαν τις γυναίκες που μοιρολογούν, με το βλέμμα θλιμμένο και αγριεμένο από αυτά που είδαν τα μάτια της, με τα εν γένει προσωπικά χαρακτηριστικά τονισμένα και άσχημα, η παρούσα γυναικεία μορφή αποτελεί γνήσια ενσάρκωση των αισθημάτων πόνου, οδύνης και σπαραγμού που τη συγκλονίζουν. Όλα, εδώ, σχήμα, στάση, πέπλο, πρόσωπο, κόμη, συμβολοποιούν την απελπισία και τον θρήνο ολόκληρου του ελληνισμού για την καταστροφή και τη σφαγή. Ωστόσο, η έκφραση του πόνου δεν χαρακτηρίζεται από έξαρση ή κραυγαλέα διάθεση, αντίθετα η μορφή μένει βουβή, απομονωμένη, ερμητικά κλεισμένη στο ανείπωτο δράμα που βιώνει.

Αν στο σχήμα της δακρυόεσσας πέρλας, η μορφή συνιστά εικονιστική συμβολοποίηση του θρήνου και των δακρύων, η παρουσία της βάρκας ερμηνεύει, με τη σειρά της, την ιδέα της φυγής, συγκεκριμένα το πέρασμα των προσφύγων δια θαλάσσης από τη Σμύρνη, από τα παράλια της Τουρκίας, προς την Ελλάδα, προς τα κοντινότερα ελληνικά νησιά. Η θέληση άλλωστε του δημιουργού για τοποθέτηση και φωτογράφιση του έργου σε υδάτινο στοιχείο επιτείνει τους ρεαλιστικούς τόνους του θέματος, δημιουργώντας μια επιτυχημένη συνδιαλλαγή στα όρια του φυσικού και του ιστορικού χώρου και χρόνου.

Η απότμηση εξάλλου – ο βίαιος ακρωτηριασμός – της πρύμνης της βάρκας συμβολίζει την καταστροφή της πόλης και της περιουσίας των Ελλήνων της Σμύρνης, καθώς και την αποκοπή τους από το παρελθόν, από την προηγούμενη ζωή τους, ενώ η εμφαντική αποτύπωση της πλώρης της βάρκας παραπέμπει στο νέο τους προορισμό, τη μελλοντική πατρίδα, την αυριανή ζωή τους. Εν τούτοις, η άρνηση του καλλιτέχνη να στήσει τη μορφή σε ομόρρυθμη φορά με εκείνη της πλώρης καταδεικνύει την έλλειψη ελπίδας και πίστεως, από την πλευρά των εν λόγω προσφύγων, για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη χώρα – πατρίδα, καθώς και τη δυσπιστία και την έγνοια τους για ότι τους περιμένει εκεί.

Η μορφή στέκει μοναχική και μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους χωρίς στην ουσία να ανήκει σε κανένα από αυτούς.



Η λήψη των φωτογραφιών του έργου έγινε από τον ίδιο τον γλύπτη στο εργαστήριό του και εκείνες, στον εξωτερικό χώρο, από τον φωτογράφο Βασίλη Μυλωνά.

*Αντουανέττα Λογίου – Μπουρή
φιλόλογος – ιστορ. της τέχνης

MALing., MALettres, MAHA, PhD.

agriniopress.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο