* Ανάλυση της Κερασίνας Ραυτοπούλου, πρώην μέλους Γενικού Συμβουλίου του ΤΧΣ, ανώτερου τραπεζικού στελέχους, επιστημονικής συνεργάτιδας Ινστιτούτου ΕΝΑ & του Κυριάκου Αντωνάκου, Οικονομολόγου, Συντονιστή Ομάδας Χρηματοπιστωτικών Αναλύσεων ΕΝΑ.
Η περιγραφή μιας δεκαετίας κρίσης χρέους και χρηματοπιστωτικής αστάθειας με επακόλουθο την υπογραφή τριών προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας, αναμφίβολα εμπεριέχει το σκέλος των ανακεφαλαιοποιήσεων και της «εξυγίανσης» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είχε ως αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού την ανάδειξη δύο μεγάλων χαμένων, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο και οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Πέραν των σημαντικών απωλειών του Ελληνικού Δημοσίου, χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία για τη ριζική μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος, που δώδεκα χρόνια μετά, διατηρεί παθογένειες του παρελθόντος, αδυνατώντας να επιτελέσει τον ρόλο που είναι χρήσιμο να έχει και δεν είναι άλλος από την υποστήριξη των χρηματοδοτικών αναγκών της πραγματικής οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας, παραμένοντας παράλληλα η αδύναμη κινητήριος δύναμη ανάπτυξης. Συγχρόνως και κατά γενική ομολογία, το τραπεζικό σύστημα κάθε άλλο από πιο ανταγωνιστικό και πλουραλιστικό μπορεί να χαρακτηριστεί σήμερα, καθώς ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός συγκεντροποίησης της τραπεζικής αγοράς στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, δημιουργεί το έδαφος και τις προϋποθέσεις για εναρμονισμένες πρακτικές.
Η παρούσα ανάλυση, καταδεικνύει τις απώλειες που επήλθαν στην αξία των μετοχών των τραπεζών που κατέχει το ΤΧΣ, αποτυπώνοντας τη μεγάλη ζημιά του Ελληνικού Δημοσίου τη χρονική περίοδο από το 2012 έως το 2021 με την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς που σωρευτικά ζημίωσε το Ελληνικό Δημόσιο κατά 1,9 δισ. ευρώ[1] (συνολική σωρευτική ζημιά από τη μετατροπή των CoCos σε κοινές μετοχές: 1,55 δισ. ευρώ και ζημιά από τη συμμετοχή στην Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου: 352,7 εκατ. ευρώ που προκύπτει από 306.703.672 μετοχές που απέκτησε το ΤΧΣ σε τιμή 1,15 ευρώ).
Η σειρά των γεγονότων έχει ως εξής:
Το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων με την έναρξη της κρίσης το 2009. Μια κρίση που αν και στο ξεκίνημα της είχε όλα τα χαρακτηριστικά της δημοσιονομικής κρίσης (υψηλό χρέος και αδυναμία εξυπηρέτησής του σε συνδυασμό με κατάρρευση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και αδυναμία δανεισμού από τις αγορές, ύφεση, ακρίβεια, ανεργία κ.ά.), σύντομα εξελίχθηκε και σε κρίση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή είχε ως βασικό επιταχυντή τις διαχρονικές παθογένειες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, οι οποίες εν πολλοίς δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς κατά το διάστημα της κρίσης και ειδικότερα στα πρώιμα στάδιά της. Η υψηλή εξάρτηση του τραπεζικού τομέα από το Δημόσιο (π.χ. ομόλογα) και οι δυσμενείς συνέπειες από την εφαρμογή του PSI («κούρεμα» δημοσίου χρέους - με καταγραφή ζημιών για τις τράπεζες), καθώς και η διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αλλά και των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεικτών, είχαν άμεσες επιπτώσεις στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Αυτό οδήγησε ξανά την κρίση στο Δημόσιο (με όρους κόστους) το οποίο ανέλαβε την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και τους τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησής του.
Στο πλαίσιο της εξυγίανσης και ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, η αξία συμμετοχής του Δημοσίου στις Τράπεζες (δηλαδή η ενίσχυση των τραπεζών με αύξηση του δημόσιου χρέους) σύμφωνα με τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις του ΤΧΣ καθώς και την ΤτΕ ξεπερνά τα 50 δισ. ευρώ[2]:
· Απώλεια της τάξης των 27,1 δισ. ευρώ αφορούσε τη διακυβέρνηση της περιόδου 2012-2014, καθώς η εναπομείνασα αξία των 49,7 δισ. ευρώ διαμορφωνόταν σε 22,5 δισ. ευρώ (11,6 δισ. ευρώ αξία μετοχών τραπεζών που κατείχε το ΤΧΣ και 10,9 δισ. ευρώ αξία ομολόγων EFSF στο ΤΧΣ).
· Απώλεια της τάξης των 11,9 δισ. ευρώ αφορούσε τη διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019, καθώς η εναπομείνασα αξία των 22,5 δισ. ευρώ, πλέον της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης 5,7 δισ. ευρώ του 2015, διαμορφωνόταν σε 3,426 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2019 οπότε και ξεκίνησε η νέα διακυβέρνηση μετά τις εκλογές του Ιουλίου (χωρίς να υπολογίζονται τυχόν διαθέσιμα του ΤΧΣ), με την αξία να διαμορφώνεται τον Μάρτιο του 2021 σε 1,45 δισ. ευρώ.
· Είναι φανερό λοιπόν ότι τη διετή περίοδο 2012-14 καταγράφηκε η υπερδιπλάσια απώλεια σε σχέση με την τετραετή περίοδο 2015-19 και καταδεικνύεται η πλήρης αστοχία των δύο πρώτων ανακεφαλαιοποιήσεων του 2013 και του 2014, που, εξαιτίας της αποτυχίας τους, οδήγησαν στην τρίτη.
Δεν αποτελεί μυστικό άλλωστε ότι οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονταν μέσω των «μεταρρυθμίσεων» και στα πλαίσια ολοκλήρωσης των κύκλων των αξιολογήσεων των Προγραμμάτων για την εκταμίευση των ποσών στήριξης της ελληνικής οικονομίας, σημείωσαν σημαντικές αστοχίες και ουκ ολίγες φορές έχει αναγνωρισθεί από τους εξωτερικούς δρώντες («τρόικα»), ότι εξαρχής είχαν λανθασμένο σχεδιασμό. Εξαίρεση δεν αποτέλεσε το τραπεζικό σύστημα για το οποίο πέραν της κομβικής σημασίας του και της τεχνικής πολυπλοκότητας της χρηματοπιστωτικής λειτουργίας, καθώς και των χρόνιων παθογενειών του, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα, καθορίζοντας τον ρου των εξελίξεων και της αποτυχίας των δύο πρώτων ανακεφαλαιοποιήσεων.
Επομένως, σταχυολογώντας τα στοιχεία της αποτυχίας των δύο πρώτων ανακεφαλαιοποιήσεων, που οδήγησαν στην τρίτη, διακρίνονται κυρίως οι εξής παράγοντες:
· Η διάψευση, από την πραγματικότητα που τις ακύρωσε, των προσδοκιών που τεχνηέντως καλλιεργούταν από την αρχή της κρίσης περί οικονομικής ανάκαμψης μετά τις επώδυνες πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής, με συνέπεια, εν τέλει, βαθύτερη ύφεση, μεγάλη άνοδο της ανεργίας και απομάκρυνση οποιουδήποτε ενδιαφέροντος επένδυσης λόγω του υψηλού ρίσκου.
· Η αποκλειστική σύνδεση της κεφαλαιακής ενίσχυσης με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών χωρίς αυτή να συνδυάζεται με την «εκ βάθρων» αλλαγή του μοντέλου του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, του οποίου οι παθογένειες είχαν ήδη διαπιστωθεί και αναδειχθεί κατά τις περιόδους των ανακεφαλαιοποιήσεων.
· Η μη σύνδεση των ανακεφαλαιοποιήσεων με την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (κόκκινα δάνεια), μολονότι αυτά αυξάνονταν ραγδαία με τις τράπεζες να εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλή διαχειριστική ικανότητα. Συνδυαστικά, ένα συγγενές πρόβλημα ήταν η εξαιρετικά αργοπορημένη δημιουργία ολοκληρωμένου πλαισίου δευτερογενούς αγοράς κόκκινων δανείων. Σημειώνεται πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν από 9,5% το 2009 σε 43,5% το 2014.
· Η μη σύνδεση των ανακεφαλαιοποιήσεων με μέτρα εταιρικής διακυβέρνησης. Είναι διεθνής πρακτική όταν το κράτος στηρίζει κεφαλαιακά τις τράπεζες, να αλλάζουν οι διοικήσεις των τραπεζών, να ενισχύονται οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και η διαφάνεια στη λειτουργία τους. Φαίνεται πως η διασύνδεση του πολιτικού συστήματος με τις τράπεζες και με συμφέροντα στα ΜΜΕ αγνόησε το δημόσιο συμφέρον.
· Καθώς η ελληνική οικονομία επιδεινώθηκε, ο φόβος για την ασφάλεια των καταθέσεων οδήγησε σε πρωτοφανή διαρροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα προς διάφορους προορισμούς.
Η κατάσταση των τραπεζών στο τέλος του 2014 (σύμφωνα με τις καταστάσεις της ΤτΕ για τα αντίστοιχα έτη) ήταν περίπου η ακόλουθη:
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 14,2 δισ. ευρώ το 2008 έφτασαν περίπου τα 97,7 δισ. ευρώ. Δηλαδή σχεδόν επταπλασιάστηκαν. Παράλληλα η σταδιακή μείωση (κατά 19%) της χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το 2009 έως και το 2014 αποτέλεσε τη χαριστική βολή στην παραγωγική ζωή του τόπου. Δηλαδή περιορισμένη παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, συνθήκη που σε σημαντικό βαθμό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.
Σε αυτές τις συνθήκες, το δίμηνο Δεκεμβρίου 2014 – Ιανουαρίου 2015, από όταν δηλαδή προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές από την κυβέρνηση Α. Σαμαρά, οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 16,2 δισ. ευρώ, ενώ από το Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο 2015 μειώθηκαν κατά 25,9 δισ. ευρώ. Η μεγαλύτερη, όμως, εκροή καταθέσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ συνέβη από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2012, οπότε διέφυγαν από τις ελληνικές τράπεζες, κυρίως με προορισμό τράπεζες του εξωτερικού, 87 δισ. ευρώ (ήτοι, το 36,2% των καταθέσεων).
Η ελληνική οικονομία το 2014 παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα εκτός στόχων (0,4%, αντί στόχου 1,5% του ΑΕΠ), που σε συνδυασμό με τον αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης (0,5% του ΑΕΠ), αποτέλεσαν γεγονότα που επηρέασαν αρνητικά και τις αποτιμήσεις των τραπεζών, των οποίων οι προβλέψεις για μελλοντική κερδοφορία και πιστωτική επέκταση δεν ήταν ακριβείς, διαψεύδοντας το success story που τεχνηέντως είχε καλλιεργηθεί. Σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο είχε και η μη ολοκλήρωση της 5ης αξιολόγησης στο τέλος του 2014, μετακυλίοντας εκκρεμότητες 18 μηνών στην κυβέρνηση που ακολούθησε το 2015.
Επιπρόσθετα, ουδέποτε αξιοποιήθηκε η πολύτιμη ευκαιρία για τον ριζικό ανασχεδιασμό των επιχειρηματικών μοντέλων του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ειδικά κατά τις αρχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επικεντρώθηκαν σε δύο βασικούς στόχους: α) στη διαφύλαξη του ιδιωτικού χαρακτήρα της διοίκησης των τραπεζών, β) στη συγκεντροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Στον ακόλουθο πίνακα και γράφημα αποτυπώνονται οι πηγές χρηματοδότησης των ανακεφαλαιοποιήσεων των συστημικών τραπεζών και η ποσοστιαία συμμετοχή του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών κατά την εξέλιξη των ανακεφαλαιοποιήσεων:
(€ δισ.) |
Δημόσιο |
Ιδιώτες |
1η ανακεφαλαιοποίηση |
25 |
3,1 |
2η ανακεφαλαιοποίηση |
- |
8,3 |
3η ανακεφαλαιοποίηση |
5,5 |
5,3 |
Στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, απαιτήθηκε μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό (10%) κάλυψης της ΑΜΚ από ιδιώτες μετόχους προκειμένου να διατηρηθεί η ιδιωτική διοίκηση των τραπεζών. Το ΤΧΣ συμμετείχε με 25 δισ. ευρώ και οι ιδιώτες μέτοχοι με 3,1 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά, μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης το κράτος κατείχε περισσότερο από το 80% των μετοχών των συστημικών τραπεζών, χωρίς όμως να αποκτήσει δικαίωμα στην επιλογή των διοικήσεών τους.
Στη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση το 2014, η οποία ήταν παραδοχή της αποτυχίας της πρώτης ανακεφαλαιοποίησης, η τότε κυβέρνηση έλαβε νομοθετική πρωτοβουλία (ν.4254/14), μέσω της οποίας παρεχόταν η δυνατότητα στο ΤΧΣ να πουλήσει το σύνολο ή μέρος των μετοχών του ακόμη και κάτω από την τρέχουσα τιμής της αγοράς, ενώ δεν του επιτρεπόταν να συμμετάσχει στην ΑΜΚ, εκτός και εάν χρειαζόταν επιπλέον κάλυψη κεφαλαίων μετά τη συμμετοχή των ιδιωτών. Η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την κάλυψη των ΑΜΚ συνολικού ύψους 8,3 δισ. ευρώ από ιδιώτες, με κόστος τη μεγάλη υποτίμηση των μετοχών του ΤΧΣ που ήταν πλειοψηφικός μέτοχος και συνεπακόλουθα απώλεια της αξίας τους κυρίως λόγω της μεγάλης μετοχικής αραίωσης (stock dilution).
Κοινό χαρακτηριστικό της πρώτης και δεύτερης ανακεφαλαιοποίησης αποτελεί το γεγονός ότι το κράτος κατέστη ο μεγαλύτερος μέτοχος του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αλλάξει τις ιδιωτικές διοικήσεις των συστημικών τραπεζών. Είναι φανερό λοιπόν ότι πέρα από την απώλεια της τάξης των 27,1 δισ. ευρώ της αξίας των μετοχών του ΤΧΣ, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2012-2014, απωλέσθηκαν και σημαντικά δικαιώματα του κράτους στη διοίκηση των τραπεζών στις οποίες τελούσε πλειοψηφικός μέτοχος και τις οποίες είχε διασώσει, καθώς κοινό σημείο των πολιτικών επιλογών ήταν η διατήρηση των ιδιωτικών διοικήσεων.
Επιπλέον οι δύο πρώτες ανακεφαλαιοποιήσεις δεν περιλάμβαναν μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της αδύναμης εταιρικής διακυβέρνησης και της αξιολόγησης των εσωτερικών διαδικασιών διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μετακυλίοντας αυτά τα μείζονα ζητήματα σε μέλλοντα χρόνο, επιβαρύνοντας έτι περαιτέρω το οικονομικό κλίμα.
Η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση χαρακτηρίστηκε από α) την εισαγωγή κανονιστικού πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης για μεγαλύτερη διαφάνεια και αξιοπιστία και β) απτές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνδυασμό με τη θέσπιση πλαισίου δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς δανείων, σε μια προσπάθεια να αμβλυνθεί το μείζον ζήτημα των κόκκινων δανείων μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων που δεν θα δυσχέραιναν την θέση του δανειολήπτη. Παράλληλα όμως χαρακτηρίστηκε και από τις ισχυρές πιέσεις των Θεσμών για αυστηρούς περιορισμούς στα όρια του ελέγχου του Δημοσίου στις τράπεζες.
Η διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τραπεζοκεντρική. Λαμβάνοντας υπόψη τη συσχέτιση της οικονομικής ανάπτυξης με τη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος και επιπροσθέτως λόγω της υψηλής εξάρτησης των τραπεζικού τομέα από το κράτος, η ορθή εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών διάσωσης και εξυγίανσης θα έπρεπε να αποτελούσαν μονόδρομο.
Αναπόδραστα, η πολιτική επιλογή για απουσία οποιασδήποτε δημόσιας παρέμβασης συνέβαλε στην περαιτέρω επιδείνωση μιας αρχικής κρίσης.
Εξαρχής, ήταν φανερό ότι οι ιδιωτικές λύσεις ήταν πιθανό να αποτύχουν να εξαλείψουν την ανάγκη για εισροή δημόσιων πόρων σε περιπτώσεις στις οποίες εντοπιζόταν απειλή συστημικής κατάρρευσης, ενώ η όποια σχεδιαζόμενη κάλυψη των ζημιών από τους ιδιώτες μετόχους δεν εγγυόταν στην πράξη την εισφορά πρόσθετων κεφαλαίων. Οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις οδήγησαν στην επιλογή του κράτους ως δανειστή ύστατης καταφυγής, χωρίς όμως τα αντίστοιχα προνόμια, αλλά αντίθετα με την επιβολή και χωρίς προηγούμενο περιορισμών και αποκλεισμών.
Συμπερασματικά, και σε μια προσπάθεια αποτύπωσης της κατανομής του κόστος των δημόσιων πολιτικών που εφαρμόστηκαν στις ανακεφαλαιοποιήσεις (ειδικά στις δύο πρώτες), ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, σαφέστατα ζημιωμένο είναι το Δημόσιο τόσο σε όρους κόστους όσο και σε όρους μεταρρύθμισης του παραγωγικού μοντέλου του τραπεζικού τομέα. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι κατά την περίοδο 2012-2014, η απώλεια της αξίας της συμμετοχής του Δημοσίου στις τράπεζες ήταν της τάξης των 27,1 δισ. ευρώ, έναντι 11,9 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2015-2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο