Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Με υψηλό discount πωλούνται τα ελληνικά ψάρια στις διεθνείς αγορές.




Της Αλεξάνδρας Γκίτση.
Δημοσιεύθηκε 2 Αυγούστου 2022.


Το ένα οχυρό μετά το άλλο χάνει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια που έχει περάσει στον έλεγχο ξένων κεφαλαίων. Τι δείχνουν τα στοιχεία για την πορεία του κλάδου στις διεθνείς αγορές. Οι ανταγωνιστές και οι προοπτικές.......
Το ένα οχυρό μετά το άλλο χάνει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια που διατηρεί την παρουσία της στις διεθνείς αγορές πουλώντας με discount 27,4% το τελικό προϊόν σε σχέση με τους Ισπανούς.
Ο άλλοτε αδιαφιλονίκητος ηγέτης της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, έχει απωλέσει την πρώτη θέση από τους Τούρκους, που πέρυσι παρήγαγαν το 46% του συνολικού όγκου σε τσιπούρα και λαβράκι, από 34% το 2020 ενώ το μερίδιο της Ελλάδας υποχώρησε στο 20% από 26% που ήταν το 2020.
Το ενδιαφέρον στοιχείο της περσινής χρονιάς δεν είναι μόνο ότι η Τουρκία, βασικός και διαχρονικός ανταγωνιστής για τα ελληνικά χρώματα ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση της στον κλάδο, αλλά η “είσοδος” νέων περιφερειακών παικτών. Ενώ το 2020 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού, από χώρες της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, ήταν μόλις στο 5% του συνόλου, πέρυσι το μερίδιό τους υπερτριπλασιάστηκε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Αιγύπτου που πέρυσι παρήγαγε το 12% του συνολικού όγκου σε τσιπούρα και λαβράκι (σ.σ. δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το 2020), στο 3% ανήλθε το μερίδιο της Τυνησίας, στο 2% της Σαουδικής Αραβίας και της Κροατίας και στο 1% της Κύπρου και της Αλβανίας.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι η τιμή στην οποία πωλεί η Ελλάδα τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας. Με βάση τα τελευταία στοιχεία τα οποία επικαλείται η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), προκύπτει πως η Ελλάδα το 2020 κατείχε μεν την πρώτη θέση στην παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας στην ΕΕ των 27 αντιπροσωπεύοντας το 20% του όγκου όμως μόνο το 17% της αξίας παραγωγής. Η Ισπανία ήλεγχε το 12% του όγκου και το 14% της αξίας παραγωγής δηλαδή πούλησε ακριβότερα το προϊόν της και στην τρίτη θέση βρέθηκε η Ιταλία με το 9% του όγκου και το 7% της αξίας.
Το 2020, χρονιά για την οποία υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία από τον FAO, η Ελλάδα παρήγαγε 112.153 τόνους ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας -κυρίως τσιπούρα και λαβράκι- αξίας 499,604 εκατ. ευρώ. Όταν η Ισπανία με 66.545 τόνους ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας εισέπραξε 408,103 εκατ. ευρώ και η Ιταλία με παραγωγή 47.804 τόνους έβαλε στα ταμεία της 189,202 εκατ. ευρώ. Δηλαδή το ένα κιλό ελληνικά ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας πουλήθηκαν το 2020 προς 4,45 ευρώ, της Ισπανίας προς 6,13 ευρώ και της Ιταλίας προς 3,95 ευρώ. Η σημαντική απόκλιση στην τιμή μεταξύ των ελληνικών και των ισπανικών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας (διαφορά 27,4%) συνδέεται με το μείγμα των προσφερομένων ειδών και το βάρος του προϊόντος (τα μεγάλα ψάρια “πιάνουν” υψηλότερες τιμές).
Πέρυσι η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 4,49 ευρώ το κιλό, σημειώνοντας οριακή αύξηση 1,6% σε σχέση με το 2020, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή ενισχύθηκε κατά 6% στα 5,27 ευρώ το κιλό. Τάση που αναμένεται να διατηρηθεί και τη φετινή χρονιά.
mytikaspress

1 σχόλιο:

  1. πλάκα μας κάνετε, η τιμή τους στα Σουπερ Μάρκετ είναι τουλάχιστον 30% ακριβότερη τον τελευταίο χρόνο. Αν έχουν πρόβλημα γιατί δεν κάνουν και σε μας Ντισκάουντ;
    pazariotis-

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο