«Τα κλαδιά της παίρνουν τα δάκρυά μου και τα σκορπούν στους πέντε ανέμους και το θρόισμα τους σμίγει με το τραγούδι μου. Νιώθω πότε καλέ μου πιάνεις λιμάνι, πολύ πριν πάρω το τηλεγράφημά σου. Μια δύναμη με τραβάει στο δικό μου λιμάνι, το λιμάνι με τα δέντρα, τις όμορφες βελανιδιές»......
Αυτά έγραφε η Σαμπίνα, η πολωνή, η καπετάνισσα στον άντρα της τον καπετάνιο που της υποσχέθηκε ταξίδια σε χώρες μακρινές και ξωτικές, μα εν τέλει την προσάραξε στο ορεινό χωριό του κι έφευγε κάθε φορά μόνος του με την υπόσχεση πως στο επόμενο ταξίδι θα την πάρει μαζί του.
Μόνη με την πεθερά της, χωρίς παιδιά, χωρίς να φυτεύει καπνά για ν’ απασχολείται, τί να κάνει μια «μαθημένη αλλιώς» στο χωριό!!!! Στην αρχή πήγε να τρελαθεί η γυναίκα, μα μετά παρατήρησε πως μια βόλτα στο δάσος τη γαλήνευε. Άρχισε να παρατηρεί τα δέντρα και τα φυτά με τις ώρες, που τις είχε άπειρες στη διάθεσή της. Ζωντανά με τον ανθό τους την Άνοιξη, μεστά με τον καρπό τους το θέρος, όμορφα και μελαγχολικά το Φθινόπωρο…..άλλαζαν όψη αυτά κι εκείνη διάθεση. Άρχισε ν’ αριθμεί τα είδη των βοτάνων που ευδοκιμούσαν στον τόπο, να μαζεύει ρίγανη, θυμάρι, δαφνόφυλλα, μελίκοκα. Στην αρχή το’ κανε από ευχαρίστηση, μα αργότερα σκέφθηκε ότι μπορούσε να τ’ αξιοποιήσει και να τα πουλάει σε μια κωμόπολη μακρύτερα που δεν έβγαινε ο κόσμος να τα μαζέψει μόνος του, στο παζάρι που γίνονταν μια φορά το μήνα.
Μα μη φανταστείτε ότι τα’ κανε ματσάκι μ’ ένα σπάγγο και τα στοίβαζε σ’ ένα πάγκο. Θα την προσβάλλετε!!!.....Γιατί η Σαμπίνα ήταν νοικοκυρά απ’ τις λίγες. Έραβε στην ραπτομηχανή της σακουλάκια από λευκό χασέ. Έβαζε μέσα αρκετή ποσότητα του βοτάνου, τα σούρωνε σαν πουγγί, έραβε απ’ έξω ένα φύλλο του προϊόντος για να ξέρεις τι αγοράζεις και κάτω-κάτω κεντούσε τ’ όνομά της καλλιγραφικά. Και να μη το χρειαζόσουν θα το’ παιρνες για να τιμήσεις τον κόπο της. Αργότερα τα συνόδευε κι ένα μπιλιετάκι με τις ευεργετικές ιδιότητες του βοτάνου.
Είχε μεθύσει απ’ την ενασχόληση!!...Και να’ ρχονταν τώρα ο καπετάνιος να την πάρει μαζί του δεν θα πήγαινε. Μα δεν ήρθε γιατί τον πήρε η θάλασσα για πάντα…..Όλοι αναρωτιόντουσαν πως θα το πάρει η καημένη η Σαμπίνα, αν θα γύριζε στην πατρίδα της. Μα οι αξιοπρεπείς άνθρωποι δεν χρειάζονται λύπηση.. «Έχω τα βοτάνια μου» έλεγε, όπως άλλος θα’ λεγε -έχω τα παιδιά μου-. Γιατί στη ζωή σου συμβαίνει κάτι για ν’ αντέξεις το επόμενο που θ’ ακολουθήσει -έλεγαν στη χώρα της Σαμπίνας-, αλλά και σε ποια χώρα δεν θα μπορούσαν να το πουν!!!
Συνέχισε λοιπόν τη ζωή της όπως την είχε στρώσει και κάποια στιγμή εμφάνισε στον πάγκο της τις κούκλες της. Παραγέμιζε με μαλλί που αγόραζε απ’ τους βοσκούς όταν κούρευαν τα πρόβατα, το κορμάκι τους, τα πόδια, τα χέρια και το κεφάλι, κεντούσε μάτια, φρύδια και στόμα, άλλοτε με χαμόγελο, κι άλλοτε όλο θλίψη, τις έντυνε με φουστανάκια που έραβε μόνη της και καλτσάκια που έπλεκε επίσης, καθώς και ωραία καπελάκια στα οποία κεντούσε φύλλα βελανιδιάς. Τέλος τους φόραγε μια ποδίτσα στον ποδόγυρο της οποίας κεντούσε βελανίδια.
Και μόνο για την θυμάσαι έπρεπε να την αγοράσεις, μια χειροποίητη πανέμορφη κούκλα από μια άξια γυναίκα, που μόνο φωνή δεν είχε…..
Παζάρι χωρίς τα βότανα και τις κούκλες της Σαμπίνας ήταν λειψό….
Μα όσο απρόσμενα μπήκε στη ζωή μας η Σαμπίνα, άλλο τόσο απρόβλεπτα μας άφησε!...Μια μέρα καθώς γύριζε από το παζάρι με άδειο το πανέρι της όπως πάντοτε -αφού τα πράγματά της γίνονταν ανάρπαστα- οδήγησε το φορτηγάκι της στο γκρεμό κι έφυγε μαζί με την αξιοσύνη της τόσο νέα……
Βλέπεις κι αυτές οι κούκλες δεν είχαν φωνή να συντροφεύουν τα έρημα βράδια μιας νέας ξένης γυναίκας σε ξένο τόπο…………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο