Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Ενα καπέλο γεμάτο βροχή

Γράφει ο Δημήτρης Αρβανίτης
 
Εκείνος καθόταν στο καφέ κι έπινε τον ελληνικό του. Διπλό και σκέτο.  Η ζάχαρη δεν του έκανε καλό και την απέφευγε.  Βλέπεις το γήρας δεν έρχεται μόνο, συνήθιζε να λέει. Δεν ήταν όμως έτσι. Σε ότι αφορά τη περίπτωση του δηλαδή, γιατί πενηντατριάρης σαν κι αυτόν μόνο γέρο δεν τον λες.  Από δεκαοχτώ χρονών ερωτεύτηκε τα πελάγη.  Κι ήταν συνέχεια στα νερά, γητευτής των θαλασσών, εκτός απ’  τα  δύο χρόνια που φοίτησε στην Σχολή Εμπορικού Ναυτικού στη Σύρο. Είχε χάσει τους γονείς του νωρίς κι η αδελφή του έμενε στο Λονδίνο χρόνια πολλά τώρα  αφού είχε παντρευτεί έναν κοκκινόκωλο Εγγλέζο.

Δεν ήταν πάντα μόνος. Στα τριάντα του είχε παντρευτεί τη Βικτώρια, μια εξωτική ομορφιά απ’ το Σαν Ντομένικο. Την έφερε στην Ελλάδα, της αγόρασε κι ένα σπίτι στη Γλυφάδα και για δυο χρόνια ήταν στον έβδομο ουρανό μαζί της.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
 μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή 
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε 
με στίγμα τ' ανεξάλειπτα μίαν άγρια καλλονή... 
 
Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει 
μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή· 
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη 
γιατί ήταν μίαν αναίσθητη γυναίκα και κοινή
 
Λες κι ο Καββαδίας είχε γράψει τους στίχους  αυτούς για εκείνον. Γιατί τη Βικτώρια δεν την είχε ζωγραφιά στη καρδιά του αλλά στο δεξί του μπράτσο, όπου είχε κάνει τατουάζ, με κόκκινα γράμματα το όνομα της.  Κι ο εραστής της δεν ήταν μαύρος αλλά λευκός, δηλαδή ο νταβρατισμένος χασάπης της γειτονιάς, με τον οποίο έμεινε έγκυος και πήγε να μείνει μαζί του. Κι από τότε δεν ξαναείδε σβαρά γυναίκα κι όξω από κείνες του πληρωμένου έρωτα των λιμανιών , άλλες δεν επλησίαζε.
Περάσαν τα χρόνια, έγινε πετυχημένος καπετάνιος, κυβέρνησε καράβια πολλά, αντιμετώπισε καταιγίδες και τρικυμίες, αλλά στη προσωπική του  ζωή, αποτυχία σκέτη.  Φέτος βγήκε στη σύνταξη μετά από 35 χρόνια θαλάσσιας   υπηρεσίας κι έντρομος διαπίστωσε πως δεν είχε τίποτε να κάνει. Η αδελφή του στο Λονδίνο, άλλους συγγενείς δεν είχε κι οι φίλοι του όχι πολλοί, σκορπισμένοι σε κάθε γωνιά του κόσμου. Προσπαθούσε να προσαρμοστεί στη στεριά μα αυτή τον ζάλιζε πιότερο απ’ τη θάλασσα. Είχε επιλέξει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Ξύπναγε το πρωί, περπατούσε μέχρι τη παραλία να πάρει την αύρα της θάλασσας κι εκεί μπροστά της, έπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας. Μετά γύριζε στο κέντρο και για καμιά ώρα μελετούσε το στοίχημα κι έριχνε τα δελτία του. Όχι ότι είχε ανάγκη τα λεφτά, αλλά ήθελε κάτι να περιμένει. Ύστερα πήγαινε σπίτι του, μαγείρευε, έτρωγε κι έπεφτε για ύπνο. Το απόγευμα ήταν η δεύτερη βόλτα κι ο δεύτερος καφές. Μόνο που τούτη τη φορά  ήταν στο πάρκο.
Όπως και σήμερα άλλωστε που βρέχει. Κι ήταν μια σιγανή βροχή, μουρμουριστή που δεν έλεγε να σταματήσει. Εκείνος τραβούσε τζούρες καφέ και τσιγάρου χαζεύοντας. Είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει.  Ένα ελαφρό αεράκι παράσερνε τις σταγόνες και τις έκανε να φαντάζουν  χορεύτριες στο τεμπέλικο φως που έριχναν οι φανοστάτες του πάρκου.
Ξαφνικά είδε εκείνη,  μια ψηλή φιγούρα με μαλλιά λυτά που έφταναν τους ώμους. Θα πλησίαζε τα σαράντα, εξαιρετικά όμορφη, με στιλ αριστοκρατικό, αλλά εκείνο που έκανε αμέσως εντύπωση ήταν το μελαγχολικό της πρόσωπο. Φορούσε καπαρντίνα κι ένα πλατύ καπέλο στο κεφάλι. Ήταν μούσκεμα και το καπέλο της  γεμάτο βροχή.  Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της, αλλά εκείνη ούτε καν κοίταξε γύρω της. Ζήτησε ένα  κρύο σάντουιτς, το πήρε, πλήρωσε και βγήκε. Την ακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι που χάθηκε στο πάρκο. Μετά από δέκα λεπτά εμφανίστηκε και κάθισε στο παγκάκι. Δεν έκανε τίποτε, μόνο έτρωγε τη  βροχή. Αν είναι δυνατόν σκέφτηκε, θα αρρωστήσει αυτή η γυναίκα. Χωρίς να καταλάβει γιατί, πήρε την ομπρέλα του και βγήκε απ’ το καφέ. Τη πλησίασε, κάθισε δίπλα της κι άνοιξε την ομπρέλα κρατώντας  τη ψηλά να προστατεύει και τους δύο.
-        Επιτρέπεται; Ρώτησε, αλλά αυτός είχε ήδη καθίσει. Εκείνη δεν απάντησε. Εκείνος συνέχισε
-          Ξέρετε με τόση βροχή, θα αρρωστήσετε
-          Ε και; Απάντησε ρωτώντας εκείνη
-          Και,  νοσοκομεία, γιατροί, φάρμακα, έξοδα
-          Ας είναι είπε, αυτό το θέαμα αξίζει το κόπο. Σας αρέσει η βροχή;
-        Κοιτάξτε εγώ ναυτικός είμαι, δηλαδή ήμουν, τριανταπέντε χρόνια. Έφαγα το πελαγίσιο νερό με το κουτάλι. Αλλά για το βρόχινο τι να σου πω; Πάντως με την ευρεία έννοια του όρου μοιάζουμε, δηλαδή είμαστε του υγρού στοιχείου και οι δύο, είπε εκείνος και γέλασε. Εκείνη όμως ούτε το όμορφο χειλάκι της δεν έσκασε. Πέρασαν κάποια λεπτά σιωπής. Το πρόσωπο της ήταν λαμπερό αλλά χαρακτηριστικά ακίνητο. Λες και υπήρχε κάτι που γράπωνε τους μυς του προσώπου και δεν τους επέτρεπε να κινηθούν
-        Μπορείτε να μου διηγηθείτε κάτι εντυπωσιακό από τη ναυτική σας ζωή;
-        Μμμ, ναι. Πριν πολλά – πολλά χρόνια, σ ένα μπαρ του Σαν Ντομένικο γνώρισα μια νεαρή μελαχρινή καλλονή. Είχαμε μείνει για επισκευές εκεί κοντά τρεις μήνες. Πριν φύγουμε τη παντρεύτηκα  κι όπως ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, τη πήρα μαζί μου στον Πειραιά. Δυο  χρόνια μετά με παράτησε κι έφυγε μ άλλον. Σοκαρίστηκα κι από τότε δεν έχω κάνει σοβαρή σχέση
-          Λάθος της και λάθος σου σχολίασε και βυθίστηκε πάλι στις δικές της σκέψεις. Ξαφνικά ένα ασθενοφόρο σταμάτησε στην είσοδο του πάρκου. Δύο νεαροί νοσοκόμοι κατέβηκαν και κατευθύνθηκαν προς στο  μέρος της
      - Κυρία Βικτώρια, θα αρρωστήσετε  μένοντας τόσην ώρα  στη βροχή.    Ελάτε να γυρίσουμε στο ίδρυμα
-          Ναι  πρέπει να γυρίσουμε  είπε εκείνη, ξεχάστηκα
-          Συγγνώμη τι συμβαίνει ρώτησε εκείνος
-                -  Τίποτε κύριε, απάντησε ο ένας καθώς ο άλλος με τη Βικτώρια έμπαιναν στο ασθενοφόρο. Η κυρία νοσηλεύεται σε μας με βαριάς μορφής κατάθλιψη. Τη κυνηγάμε, γιατί  συνήθως φεύγει. Αλλά τελευταία     έρχεται εδώ.  Πριν έξι μήνες έχασε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα τον άντρα της και τα δύο της τα παιδιά. Από τότε δεν μπόρεσε να συνέλθει
Όπως έφευγε το ασθενοφόρο, εκείνη του έγνεψε κι εκείνος ανταπόδωσε. Την επόμενη μέρα   πήγε στο ιδιωτικό θεραπευτήριο και ζήτησε να τη δει. Ήταν το ίδιο σκληρή όπως και τη προηγούμενη. Όμως  με το πέρασμα της ώρας άρχισε να μαλακώνει . Και τη μέρα αυτή ακολούθησαν κι άλλες
 
Γι’ αυτό αν κάποιο  βροχερό βράδυ δείτε δύο καπέλα γεμάτα βροχή στα δρομάκια του πάρκου, μη τρομάξετε. Δεν θα είναι ούτε τρελοί, ούτε άστεγοι.
Θα είναι εκείνη κι εκείνος!
 
Υγιαίνετε αδέλφια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο